Η έμφυλη βία είναι ένα καθημερινό, παγκόσμιο φαινόμενο, που πλήττει στη συντριπτική πλειοψηφία γυναίκες και νεαρά κορίτσια, αλλά και ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Εμπεριέχει τη χρήση υπαρκτής ή υποτιθέμενης δύναμης - εξουσίας και χρησιμοποιείται ως μέσο άσκησης κοινωνικού ελέγχου, τιμωρίας και «σωφρονισμού» των γυναικών και όσων αψηφούν τις νόρμες του κοινωνικού φύλου. Διακρίνεται από τις άλλες μορφές βίας, καθώς πηγάζει από την ιστορικά διαπιστωμένη ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, ανισότητα που οδηγεί σε μια σειρά διακρίσεων σε βάρος των τελευταίων.
Οι μορφές της είναι πολλές: λεκτική, σωματική, ψυχολογική / συναισθηματική κακοποίηση, οικονομική βία, σεξουαλική παρενόχληση, βιασμός, εμπορία ανθρώπων (human trafficking), stalking κ.ά. Η έμφυλη βία συντελείται τόσο με πράξεις όσο και με απειλές και προκαλεί σωματικά, σεξουαλικά, ψυχικά τραύματα στα θύματα. Στο ακρότατο όριο της μπορεί να οδηγήσει σε γυναικοκτονία. Λαμβάνει χώρα τόσο στην ιδιωτική όσο και τη δημόσια σφαίρα (εργασία, Μέσα Μαζικής Μεταφοράς κλπ), σε οικογενειακό, φιλικό ή εργασιακό περιβάλλον. Η έμφυλη βία σε όλες της τις μορφές συνιστά ποινικό αδίκημα και τιμωρείται αυστηρότατα από την ελληνική νομοθεσία.
Σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας θεωρεί ότι η έμφυλη βία αφορά παλαιότερες εποχές, άλλες χώρες, διαφορετικούς πολιτισμούς. Προσπαθώντας να μετασχηματίσουμε αυτές τις αντιλήψεις, αλλά και να κάνουμε ορατή την έκταση του φαινομένου στον ευρωπαϊκό χώρο επιλέξαμε να παρουσιάσαμε τα στατιστικά στοιχεία από την έρευνα που διεξήγαγε ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA, 2014). Πρόκειται για τη μεγαλύτερη δημοσκοπική έρευνα που έχει διεξαχθεί παγκοσμίως, για τη βία κατά των γυναικών, με 42.000 συμμετέχουσες, ηλικίας από 18 έως 74 ετών.
Ο κοινωνικός περίγυρος συχνά προσπερνά τα περιστατικά έμφυλης βίας. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που κατηγορούνται τα θύματα και όχι οι θύτες για τη βία που βιώνουν. Σε πολλές έρευνες επιζήσασες έμφυλης βίας αναφέρουν πως όταν ζήτησαν βοήθεια από το οικογενειακό, εργασιακό κλπ περιβάλλον ή ακόμη και από κρατικές υπηρεσίες (π.χ. αστυνομία, δικαστικές αρχές), αντιμετώπισαν επιφυλακτικότητα, έλλειψη κατανόησης και αποθάρρυνση.
Οι φίλοι, οι γείτονες, οι συγγενείς παρόλο που συχνά βλέπουν, ακούν, γνωρίζουν, υποψιάζονται ότι μια γυναίκα υφίσταται ενδοοικογενειακή βία, αρνούνται να εμπλακούν, θεωρώντας πως πρόκειται για «ιδιωτική υπόθεση».
Έτσι διαμορφώνεται μια συλλογική κουλτούρα ανοχής, με αποτέλεσμα οι δράστες να αναπαράγουν, ατιμώρητοι, βίαιες και καταχρηστικές συμπεριφορές. Τα θύματα από την άλλη πλευρά παραμένουν σε κακοποιητικές σχέσεις, φοβούμενες όχι μόνο τα αντίποινα του δράστη, αλλά και το στιγματισμό, την κοινωνική απομόνωση, την έλλειψη ασφαλών επιλογών για τις ίδιες και τα παιδιά τους.
Με δεδομένο ότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη δεν διαθέτουν ολοκληρωμένα και συγκριτικά δεδομένα για την έκταση και τη φύση του φαινομένου, γίνεται σαφές ότι η έμφυλη βία παραμένει «αόρατο» φαινόμενο.
Το Κέντρο Διοτίμα, μέσω της καμπάνιας «Don’t Skip», θέλησε να του δώσει ορατότητα και να συμβάλει στη διαμόρφωση συλλογικής κουλτούρας μηδενικής ανοχής. Άλλωστε για την εξάλειψη τη έμφυλης βίας είναι αναγκαία η συμβολή όλων μας.
Στο πλαίσιο της καμπάνιας, το Κέντρο Διοτίμα προκήρυξε διαγωνισμό ταινιών μικρού μήκους με τίτλο «Νέες και νέοι δημιουργοί ενάντια στη βία κατά των γυναικών: Μην προσπερνάς» (18/4 έως 31/08/2018). Επιδίωξη μας ήταν δημιουργοί από 18-30 ετών να μοιραστούν τη κινηματογραφική τους ματιά για την ευαισθητοποίηση των συμπολιτών μας. Στο διαγωνισμό πήραν μέρος 11 ταινίες. Η κριτική επιτροπή που αποτελείτο από την Εύα Στεφανή (σκηνοθέτης), Εύη Καραμπάτσου (σκηνοθέτης), Δέσποινα Τσούμα (σύμβουλος επικοινωνίας – εκπρόσωπος του ΚΓΜΕ Διοτίμα), απένειμε το βραβείο (1.000 ευρώ) στην ταινία «Everything is fine» των Dimitris Ballotta και Claudia Cornea, ενώ το βραβείο κοινού (1.000 ευρώ) απονεμήθηκε στο «Our Bodies» της δημιουργού Πολυξένης Φωτοπούλου.