Η Μαρία Αποστολάκη την εισήγηση της με τίτλο «Μετά την απόφαση για καταγγελία, τι; Κενά και προκλήσεις στην προστασία των επιζωσών έμφυλης βίας» με αφορμή τη συμμετοχή της στη συζήτηση με θέμα «Έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία – Θεσμικές και επιστημονικές προεκτάσεις» στο πλαίσιο της ημερίδας για την Παγκόσμια Ημέρα των Γυναικών.
Μεροληπτική η αστυνομία
Τα τελευταία χρόνια που το φαινόμενο είναι πολύ περισσότερο ορατό, όλες και όλοι κατανοούμε καλύτερα πως την έμφυλη βία, είτε πρόκειται για χρόνια κακοποίηση είτε για συμπτωματική, όχι πολύ εύκολα την αποκαλύπτει μια επιζώσα, ακόμη δυσκολότερα, δε, την καταγγέλλει.
Και όταν όμως φθάσει στο σημείο να καταγγείλει παρατηρούμε, δυστυχώς ακόμη και σήμερα, παρά την βελτίωση που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια, ακατάλληλες συμπεριφορές από αρκετά αστυνομικά όργανα, είτε λόγω έλλειψης γνώσης του νομικού πλαισίου είτε λόγω αναπαραγωγής έμφυλων στερεοτύπων.
Οικογενειακή συνοχή
Από τις αφηγήσεις γυναικών – εξυπηρετούμενων του Κέντρου Διοτίμα, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε και μπορούμε να επιβεβαιώσουμε πως έχουν υπάρξει ουκ ολίγες περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν αποθαρρυνθεί οι γυναίκες να καταγγείλουν αδικήματα που μάλιστα διώκονται αυτεπαγγέλτως, είτε πρόκειται για αδικήματα υπαγόμενα στον νόμο 350 2006 για την ενδοοικογενειακή βία, είτε είναι άλλα σεξουαλικά εγκλήματα που τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα:
«Αν κάνεις μήνυση, θα σου κάνει και ο άλλος για ψευδή καταμήνυση. Μπορεί να πάτε και οι δυο στο αυτόφωρο. Θα ταλαιπωρηθείς. Που να μπλέκεις τώρα; Δεν κοιτάς καλύτερα να τα βρείτε;», είναι φράσεις που έχουν ακούσει γυναίκες που κακοποιήθηκαν και «αποτόλμησαν» να καταγγείλουν τον κακοποιητή τους στις Αρχές, ιδίως τον σύζυγο/σύντροφό τους, νυν ή πρώην.
Η παρότρυνση να διατηρηθεί, με κάθε κόστος, η οικογενειακή συνοχή έχει οδηγήσει αρκετές φορές πίσω στα σπίτια τους πολλές γυναίκες που κακοποιήθηκαν ξανά και ξανά. Κάποιες από αυτές στο τέλος δολοφονήθηκαν.
Επίσης, στις περιπτώσεις προσπάθειας καταγγελίας σεξουαλικών πράξεων, πολλές επιζώσες συναντούν την αποθάρρυνση και την επιφυλακτικότητα, συμπεριφορές δλδ που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και τη δευτερογενή θυματοποίησή τους. Ενώ είναι απολύτως ασαφής η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί.
Αυτεπάγγελτα αδικήματα
Τα αδικήματα του ν. 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενα, πράγμα που σημαίνει πως οποιαδήποτε αναφορά στις Αρχές σχετικά με αυτά συνιστά μήνυση.
Από τη στιγμή που η ίδια η επιζώσα ή και οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο αναφέρει στην αστυνομία ένα περιστατικό κακοποίησης, θα πρέπει να σχηματιστεί ποινική δικογραφία και να διερευνηθεί η τέλεση των αδικημάτων προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του δράστη.
Αν πρόκειται για πράξεις που τελέστηκαν εντός του χρονικού πλαισίου του «αυτοφώρου», θα πρέπει να ακολουθηθούν όσα ορίζονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δηλαδή η άμεση αναζήτηση του δράστη με σκοπό τη σύλληψή και την παραπομπή του σε δίκη.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να παραγγελθεί η ιατροδικαστική εξέταση της παθούσας, και να διενεργηθεί το συντομότερο δυνατόν.
Και βέβαια, παράλληλα με όλα τα παραπάνω, θα πρέπει η επιζώσα να λάβει πλήρη και ενδελεχή ενημέρωση για όλες τις δυνατότητες που έχει ως προς τη διεκδίκηση των νομικών της δικαιωμάτων, αλλά και για τις δομές στις οποίες μπορεί να απευθυνθεί για νομική υποστήριξη, ψυχολογική ενδυνάμωση και γενικότερη αρωγή (πχ. ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στέγαση, κλπ).
Η ενημέρωση για το στάδιο, μετά την καταγγελία, δεν είναι προαιρετική ούτε εναπόκειται στην «καλοσύνη» των αστυνομικών οργάνων αλλά αντίθετα αποτελεί υποχρέωση, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Κωνσταντινούπολης.
Προκατάληψη για προσφύγισσες
Και αν οι γηγενείς αντιμετωπίζουν αυτής της τάξεως τις δυσκολίες, ακόμη μεγαλύτερες αντιμετωπίζει ο μεταναστευτικός και προσφυγικός πληθυσμός που βιώνει έμφυλη βία.
Φαίνεται πως είναι ακόμη πιο δύσκολο ένα θύμα, λόγου χάριν ενδοοικογενειακής κακοποίησης ή σεξουαλικών πράξεων, με προσφυγικό ή μεταναστευτικό προφίλ, να απευθυνθεί σε κάποιο αστυνομικό τμήμα και να καταγγείλει.
Έχουμε παρατηρήσει πως ακόμη και αν παρακαμφθεί το τεράστιο εμπόδιο της γλώσσας επικοινωνίας που προκύπτει από την έλλειψη διερμηνέων, ιδίως των πιο σπάνιων γλωσσών, είναι πιθανό μια παθούσα να αντιμετωπίσει ιδιαίτερη μεροληψία και προκατάληψη εξαιτίας της χώρας καταγωγής της, ακόμη και να κινδυνεύσει με σύλληψη και διοικητική κράτηση αν δεν διαθέτει τα απαιτούμενα νομιμοποιητικά έγγραφα για την παραμονή της στη χώρα, παρά το γεγονός ότι, εν μέρει αυτό το ζήτημα ρυθμίζεται.
Παράτυπα διαμένουσες
Συγκεκριμένα, σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση της Κων/πολης έχει τροποποιηθεί η νομοθεσία μας και σύμφωνα με το αρ. 41 του ν. 3907/2011, όπως πλέον ισχύει: «Απαγορεύεται η επιστροφή αλλοδαπού εφόσον η) είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας κατά τις διατάξεις του νόμου 3500/2006 και προσέρχεται προς υποβολή καταγγελίας ή αναφορά του περιστατικού στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές».
Δυστυχώς αυτές οι προστατευτικές διατάξεις δεν αφορούν τις παράτυπα διαμένουσες στην Ελλάδα μετανάστριες ή προσφυγικού προφίλ γυναίκες που δεν έχουν αποκτήσει ακόμη την ιδιότητα της αιτούσας άσυλο, είναι θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων όχι σε ενδοοικογενειακό πλαίσιο και θα ήθελαν να τα καταγγείλουν στην Αστυνομία, με αποτέλεσμα, συνεπώς, λόγω φόβου διοικητικής κράτησης και απέλασης να μη διεκδικούν τη δικαίωσή τους και την τιμωρία των δραστών.
Δικαιοσύνη μη θυματοκεντρική
Ενώ το νομικό οπλοστάσιο υπάρχει, μετά και την ενσωμάτωση της Σύμβασης της Κων/πολης στην εσωτερική μας νομοθεσία με τον Ν. 4531/2018, και πλέον σήμερα αποτυπώνονται στην ελληνική νομοθεσία, στη συντριπτική τους πλειονότητα οι μορφές έμφυλης βίας (εξαιρουμένης της οικονομικής βίας), δεν εξαντλούνται τα διαθέσιμα εργαλεία του νομοθετικού πλαισίου για την ορθή ποινική αντιμετώπιση των σχετικών εγκλημάτων.
Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί πως υπάρχουν δυστυχώς ακόμη και σήμερα Δικαστές, Εισαγγελείς αλλά και Δικηγόροι που –αγνοώντας και αδιαφορώντας για την ψυχολογία των θυμάτων– αμφισβητούν την αξιοπιστία τους, και χαρακτηρίζουν τα συμβάντα ενδοοικογενειακής κακοποίησης ως «παρεξηγήσεις και υπερβολές».
Όσον αφορά, δε, στα εγκλήματα που σχετίζονται με τη γενετήσια ελευθερία, πολλές παθούσες (και παθόντες) τελικά θυματοποιούνται δευτερογενώς αφού υποβάλλονται στη βάσανο εξευτελιστικών ερωτήσεων που προσβάλουν βάναυσα την προσωπικότητά τους.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με χαμηλές –σχετικά με τη βαρύτητα των αδικημάτων– ποινές καταλήγουν στο να εμπεδώνεται μια αίσθηση ατιμωρησίας των δραστών αλλά και σχετικοποίησης της έμφυλης βίας με αποτέλεσμα πολλές επιζώσες βίας να θεωρούν τελικά περιττό ως και βλαπτικό για τις ίδιες να κινήσουν τις προβλεπόμενες ποινικές διαδικασίες.
Βεβαίως και χαιρετίζουμε με ανακούφιση τις παρεμβάσεις και την πρόσφατη εγκύκλιο του κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με την αντιμετώπιση των παραπάνω εγκλημάτων, ωστόσο στην πράξη προκύπτει πως ο δρόμος για τη δικαστική δικαίωση δεν είναι καθόλου εύκολος.
Πανελλαδικό Δίκτυο Δομών
Η Σύμβαση της Κων/πολης προβλέπει τη δημιουργία και τη λειτουργία Συμβουλευτικών Κέντρων για Κακοποιημένες Γυναίκες καθώς και Ξενώνων Φιλοξενίας για αυτές (και τα παιδιά τους) ώστε να μπορέσουν να ενδυναμωθούν και να απομακρυνθούν από το κακοποιητικό περιβάλλον και να βρεθούν σε ένα ασφαλές πλαίσιο.
Στην Ελλάδα λειτουργούν, υπό την αιγίδα της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων δεκατέσσερα (14) Συμβουλευτικά Κέντρα Γυναικών (στην Αθήνα, Πειραιά, Ηράκλειο, Λαμία, Πάτρα, Τρίπολη, Ιωάννινα, Κέρκυρα, Κομοτηνή, Λάρισα, Μυτιλήνη και Ερμούπολη, Θεσσαλονίκη και Κοζάνη). Επίσης, Συμβουλευτικά Κέντρα λειτουργούν και σε άλλους 27 Δήμους της χώρας.
Επιπλέον, είκοσι (20) ξενώνες φιλοξενίας (18 των Δήμων και 2 του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης) περιλαμβάνονται στο Πανελλαδικό δίκτυο προστασίας από την έμφυλη βία.
Είναι αυτές οι δομές επαρκείς για το σύνολο των περιστατικών που χρήζουν διαχείρισης;
Συμβουλευτικά Κέντρα
Τα Συμβουλευτικά Κέντρα (ΣΚ) παρέχουν δωρεάν υπηρεσίες πληροφόρησης και συμβουλευτικής στις γυναίκες που απευθύνονται σε αυτά, στο πλαίσιο ολοκληρωμένων δράσεων ψυχοκοινωνικής στήριξης. Παρέχουν ψυχολογική υποστήριξη και επίσης υπηρεσίες νομικής συμβουλευτικής.
Δεν προφέρεται όμως η νομική εκπροσώπηση, που είναι ένα βασικό και πάγιο αίτημα των επιζωσών, προκειμένου να προβούν σε νομικές ενέργειες (στα ποινικά και αστικά δικαστήρια).
Έτσι, οι γυναίκες με χαμηλά εισοδήματα πρέπει να καταφύγουν στο θεσμό της κρατικής, δωρεάν, νομικής βοήθειας, που όμως δεν αποδεικνύεται πάντα μια αποτελεσματική λύση για την αντιμετώπιση αυτού του είδους των καταστάσεων.
Πρόσφατα η Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων υπέγραψε μνημόνια συνεργασίας με τους Δικηγορικούς Συλλόγους των Νομών όπου λειτουργούν Συμβουλευτικά Κέντρα, οπότε και θα καταρτιστούν κατάλογοι δικηγόρων που θα αναλαμβάνουν να παρέχουν νομικές υπηρεσίες σε θύματα έμφυλης βίας.
Εν προκειμένω ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έχει ήδη υπογράψει τη σχετική συμφωνία και σύντομα ελπίζουμε πως θα υλοποιηθεί, ώστε το υπάρχον κενό κάπως να καλυφθεί.
Ξενώνες Φιλοξενίας
Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί πως στους Ξενώνες Φιλοξενίας εντάσσονται γυναίκες, και τα παιδιά τους. Αν πρόκειται για αγόρια, αυτά πρέπει να είναι μέχρι 12 ετών.
Όταν γυναίκες με μεγαλύτερα αγόρια αναζητούν φιλοξενία, τότε είτε τα αγόρια θα επιλέξουν τα ίδια ή η μητέρα για λογαριασμό τους, να μείνουν με τον πατέρα τους και να φιλοξενηθεί μόνο η μητέρα, είτε αναζητούνται δομές ανηλίκων για να μεταβεί το παιδί, όπως το Χαμόγελο του Παιδιού.
Αυτό, όπως αντιλαμβανόμαστε όλες και όλοι, είναι μια ακόμα παράμετρος που δυσχεραίνει την γυναίκα που υφίσταται κακοποίηση να απομακρυνθεί από το κακοποιητικό περιβάλλον.
Χρόνος εισαγωγής
Σε ό,τι αφορά στους χρόνους, κατά κανόνα, η εισαγωγή και φιλοξενία μπορεί να είναι άμεση, αν μιλάμε για μια εξαιρετικά επικίνδυνη περίπτωση.
Ο χρόνος διάρκειας της διαδικασίας ποικίλει ανάλογα και με τη συνεργασία της ίδιας της γυναίκας με τους συμβούλους των Συμβουλευτικών Κέντρων.
Πριν την ένταξη στον Ξενώνα, απαιτείται να διενεργηθούν συγκεκριμένες ιατρικές εξετάσεις. Οι απαραίτητες εξετάσεις είναι: ακτινογραφία θώρακος (φυματίωση), δερματολογική εκτίμηση (ψώρα), ψυχιατρική εκτίμηση και για τα παιδιά ιατρικές εξετάσεις, συν ό,τι πλέον σχετίζεται με την COVID-19.
Στην παρούσα συγκυρία όμως, μετά την πανδημία, η φιλοξενία μίας γυναίκας που βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο ενδέχεται να μην είναι άμεση.
Από την εμπειρία μας μπορούμε να πούμε ότι έχουν υπάρξει επείγουσες περιπτώσεις όπου δεν μπορούσε να γίνει άμεση εισαγωγή σε ξενώνα λόγω απουσίας test για τον covid και ιατρικών εξετάσεων. Σε παράτυπα διαμένουσες μετανάστριες κλπ («χωρις χαρτιά») που επομένως δεν έχουν ΑΜΚΑ ή ΠΑΑΥΠΑ, οι εξετάσεις γίνονται πολύ δύσκολα.
Επίσης, σχετικά με τοξικοεξαρτώμενες γυναίκες, ή γυναίκες με ψυχικά νοσήματα που έχουν υποστεί κακοποίηση και χρειάζονται υποστήριξη, υπάρχει ένα μεγάλο κενό, καθώς βάσει του Κανονισμού λειτουργίας των Ξενώνων Φιλοξενίας, αυτά τα άτομα τοξικοεξαρτημένα δεν δύνανται να φιλοξενηθούν καθώς οι Ξενώνες δεν είναι στελεχωμένοι με το εξειδικευμένο προσωπικό, ούτε διαθέτουν τα μέσα που απαιτούνται για να στηριχτούν τέτοιες περιπτώσεις ευάλωτων κατηγοριών.
Χρονικό πλαίσιο διαμονής
Σε ό,τι αφορά στο χρονικό πλαίσιο διαμονής, και αυτό είναι προκαθορισμένο.
Οι γυναίκες με τα παιδιά τους μπορούν να φιλοξενηθούν έως τρεις (3) μήνες, και εάν κριθεί αναγκαίο από το επιστημονικό προσωπικό του Ξενώνα, η διάρκεια φιλοξενίας μπορεί να παραταθεί μέχρι και έξι (6) μήνες επιπλέον αλλά αυτό ισχύει μόνο για εξαιρετικά ευάλωτες υποθέσεις, υπό τη λογική ότι «η φιλοξενία πρέπει είναι βραχύβια και έχει σκοπό να ενδυναμώσει την γυναίκα προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή της».
Αυτό θα μπορούσε να ισχύσει για γυναίκες οι οποίες έχουν τα μέσα και τις δυνατότητες να συνεχίσουν τη ζωή τους, οπότε αυτό που χρειάζονται είναι η ενδυνάμωση.
Δεν ισχύει το ίδιο για τις ευάλωτες και αποκλεισμένες περιπτώσεις, για άνεργες, μετανάστριες, προσφύγισσες, για τις οποίες αυτό το διάστημα, ακόμη και 9 μηνών, δεν είναι αρκετό, σε μια Ελλάδα με ανύπαρκτες κοινωνικές παροχές, και με καταγεγραμμένες τις έμφυλες διακρίσεις στην πρόσβαση αγορά εργασίας.
Μικρός ο αριθμός ξενώνων και κλινών
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί πως τελικά, όπως προκύπτει από πρόσφατη έρευνα[1] , η Ελλάδα δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή της που προκύπτει από τη Σύμβαση της Κων/πολης, σχετικά με τον αριθμό των Ξενώνων και των κλινών που θα έπρεπε να διατίθενται. Σύμφωνα με τη Σύμβαση κάθε περιφέρεια πρέπει να διαθέτει μια οικογενειακή θέση ανά 10.000 άτομα.
Από αυτό, προκύπτει ότι με βάση τον πληθυσμό της, η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει 1.072 κλίνες, ενώ η Γενική Γραμματεία ανακοίνωσε πως ο αριθμός των κλινών ανέρχεται σε 400 μόλις, στις οποίες πρέπει να φιλοξενηθούν οι γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους.
Είναι λοιπόν προφανές πως υπάρχει υπερ- πληρότητα, και έτσι οι ωφελούμενες πρέπει να περιμένουν για τη διαθεσιμότητα σε κάποιο ξενώνα ακόμη και σε άλλη πόλη από αυτή στην οποία βρίσκονται. Από την εμπειρία μας, αυτός χρόνος αναμονής δεν μπορεί να προσδιοριστεί.
Και αν σκεφτούμε πως οι ωφελούμενες πολλές φορές επιθυμούν να παραμείνουν σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο όπου ήδη διαβιούν, τους δημιουργείται ένα επιπλέον άγχος να απομακρυνθούν από μια πόλη που έχουν συνηθίσει να κινούνται.
Εγκλωβισμένες σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον
Συνοψίζοντας, όλα τα παραπάνω κενά και εμπόδια, τόσο κατά την απόκριση των αρχών δίωξης αλλά και κατά την υπόλοιπη διαχείριση του φαινομένου από τον κρατικό μηχανισμό, δυστυχώς συντείνουν στο να παραμένουν πολλά θύματα εγκλωβισμένα σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον ή να επιστρέφουν σύντομα σε αυτό.
Μια καταγγελία της βίας από μόνη της δεν είναι η λύση.
Η πραγματική προστασία και ασφάλεια έρχεται μόνο όταν οι επιζώσες εντάσσονται σε ειδικά διαμορφωμένα και υποστηρικτικά πλαίσια ώστε να κάνουν τα βήματα για μια νέα ζωή. Τη δημιουργία αυτών των πλαισίων το φεμινιστικό κίνημα διεκδικούσε ανέκαθεν και θα συνεχίσει να διεκδικεί!
[1] Έρευνα του WAVE, ενός δικτύου φεμινιστικών οργανώσεων από 46 ευρωπαϊκές χώρες.