«Όποια γυναίκα το επιτρέπει είναι άξια της μοίρας της, ούτε σέβεται ούτε αγαπά τον εαυτό της», «Οι γυναίκες δεν πρέπει να κάθονται με σταυρωμένα χέρια και να τους ανέχονται», «Κρίμα που οι αδύναμες γυναίκες δεν αντιδρούν», «Είμαστε για κλάματα εμείς οι γυναίκες» (σχόλια χρηστών σε post του video «Μην προσπερνάς την έμφυλη βία», με πρωταγωνιστή τον Ερρίκο Λίτση, ψηφιακή καμπάνια Don’t Skip, Κέντρο Διοτίμα).
Σχόλια που ξαφνιάζουν με την πρώτη ματιά, που επιρρίπτουν την ευθύνη για τη βία στα θύματα ενδοοικογενειακή βίας και όχι στους θύτες, που διακρίνονται για την απουσία ενσυναίσθησης. Σχόλια γραμμένα και από γυναίκες.
Όλα τους φιλοτεχνούν μια στερεοτυπική εικόνα για την επιζώσα: Πρόκειται για «αδύναμη» γυναίκα, που «το επιτρέπει», «το ανέχεται», «κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια». Εν τέλει μπορεί να είναι ακόμα και «άξια της μοίρας της», αφού μένει.
Ας μην προτρέξουμε να θεωρήσουμε τα σχόλια αυτά ακραία και μεμονωμένα. Απηχούν έναν από τους βασικούς μύθους που συντηρούν και συγκαλύπτουν την ενδοοικογενειακή βία: ότι οι γυναίκες δεν φεύγουν και δεν καταγγέλλουν τη βία, από προσωπική επιλογή ή/και αδυναμία – και άρα είναι συνυπεύθυνες.
Ο βολικός αυτός μύθος παραβλέπει τις ψυχολογικές επιπτώσεις της χρόνιας κακοποίησης, που λειτουργούν παραλυτικά για το θύμα. Αποκρύπτει και αγνοεί τους οικονομικούς, πολιτισμικούς, κοινωνικούς παράγοντες που λειτουργούν αποτρεπτικά σε κάθε σχέδιο διαφυγής. Εν τέλει δίνει άλλοθι στους δράστες και ενοχοποιεί τα θύματα, επειδή δεν έχουν αρκετή δύναμη για να δραπετεύσουν από τη φυλακή της κακοποίησης.
Πώς όμως μια γυναίκα που κακοποιείται παραιτείται σταδιακά από την αυτονομία της; Πώς εγκαταλείπει κάθε σκέψη να (ξε)φύγει από τη βία;
Δεν «έχασε τον έλεγχο»
«Η βία ξεκίνησε μετά τον πρώτο χρόνο. Οι επιθέσεις ξεκινούσαν πάντοτε με άγριο βρίσιμο. Μόλις τον έβλεπα έτσι καταλάβαινα ότι αρχίζει ξανά…» (μαρτυρία επιζώσας που κατέφυγε στις υπηρεσίες του Κέντρου Διοτίμα).
Παρά τα όσα μπορεί να νομίζει κανείς, συνήθως, στην αρχή της κακοποιητικής σχέσης δεν υπάρχει βία. Όσο όμως ο χρόνος περνά, η βία κλιμακώνεται, τόσο σε συχνότητα όσο και σε σοβαρότητα.
Φυσικά όταν μιλάμε για ενδοοικογενειακή βία δεν αναφερόμαστε μόνο στη σωματική, αλλά και τη λεκτική, συναισθηματική/ψυχολογική και οικονομικήβία.
Σταθερό μοτίβο των βίαιων σχέσεων αποτελεί μια μεγάλη γκάμα επαναλαμβανόμενων κακοποιητικών συμπεριφορών: Απότομα και βίαια ξεσπάσματα θυμού, απειλές, προσβολές, διαρκής υποτίμηση και χρήση υβριστικών χαρακτηρισμών, απομόνωση από το φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον, άσκηση πίεσης για ερωτική συνεύρεση χωρίς συναίνεση, έντονα και παράλογα ξεσπάσματα ζήλιας, άσκηση ελέγχου της κάθε κίνησης, πιέσεις για εγκατάλειψη της εργασίας ή των σπουδών, οικονομικός έλεγχος (παρακράτηση εισοδήματος, στέρηση βασικών εφοδίων επιβίωσης).
Όλα τα παραπάνω αποτελούν στρατηγική εκφοβισμού, που ο δράστης ασκεί συνειδητά, σκόπιμα και μεθοδευμένα. Πρόκειται για προσχεδιασμένη κακοποίηση, που τις περισσότερες φορές δεν αφήνει ορατά σημάδια και δεν ασκείται σχεδόν ποτέ δημόσια.
Δεν βγήκε λοιπόν «εκτός εαυτού», δεν «έχασε τον έλεγχο», όπως συχνά ακούμε, αντίθετα κακοποιώντας ο δράστης ασκεί (κοινωνικό) έλεγχο.
Το γεγονός μάλιστα ότι δεν ασκεί βία σε άλλα άτομα (φίλο, γείτονα, εργοδότη) όταν θυμώνει, αλλά μόνο στη σύντροφο/σύζυγο, κάνει ξεκάθαρο ότι οι πράξεις πηγάζουν από εμπεδωμένες σεξιστικές αντιλήψεις και στερεοτυπικές αναπαραστάσεις για τους ρόλους των φύλων.
Οι έννοιες της εξουσίας και της κτήσης είναι εδώ κομβικές, καθώς ο δράστης θεωρεί πως η σύντροφός /σύζυγός είναι κτήμα του και δεν της επιτρέπει να εκφράζει διαφωνίες ή προσωπικά στοιχεία που διαφοροποιούνται από τα δικά του θέλω και το δικό του εγώ. Η έμφυλη βία αποκτά έτσι χαρακτήρα τιμωρία και «σωφρονισμού» του θύματος.
Ο κύκλος της βίας
Πολύ συχνά οι γυναίκες που έχουν κακοποιηθεί αναφέρουν πως νιώθουν εγκλωβισμένες σε ένα κλοιό που σφίγγει, σε ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν. Αυτή η αίσθηση δημιουργείται όταν το θύμα βρίσκεται αντιμέτωπο με τον αποκαλούμενο «κύκλο της βίας».
Ο «κύκλος της βίας» μπαίνει σε λειτουργία σε όλες τις κακοποιητικές σχέσεις, οδηγώντας την επιζώσα σε παράλυση, παραίτηση και εν τέλει θυματοποίηση, κάτι που είναι και ο στόχος του κακοποιητή, προκειμένου να εξασφαλίσει την κάμψη της αντίστασής της.
Το pattern είναι σταθερό, αποτελούμενο από τρεις διακριτές φάσεις, που ποικίλουν σε χρόνο και σε ένταση. Πρώτη είναι η φάση της «δημιουργίας της έντασης». Εδώ κάνουν την εμφάνιση τους τα πρώτα σημάδια κακοποιητικών συμπεριφορών. Το άγχος στη σχέση αρχίζει να κλιμακώνεται.
Ο κακοποιητής σύζυγος/σύντροφος παρουσιάζει απροσδόκητα ξεσπάσματα θυμού, για ασήμαντες αφορμές (π.χ. γιατί δεν είναι έτοιμο το φαγητό στην ώρα του ή γιατί τον ξύπνησε το κλάμα του μωρού). Η γυναίκα πιστεύει ότι μπορεί να τον κατευνάσει αν είναι υποχωρητική και περιποιητική ή κρατώντας αποστάσεις. Η ίδια πνίγει το θυμό της. Σταδιακά, η κατάσταση αρχίζει να ξεφεύγει από τον έλεγχο, με τον κακοποιητή να αυξάνει σταθερά την καταπίεση. Η φάση αυτή μπορεί να κρατήσει μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ποτέ δεν είναι μόνο μια φορά…
Μένος, μανία, βαναυσότητα, έλλειψη ελέγχου, σοβαρά επεισόδια κακοποίησης, σωματικές βλάβες – πρόκειται για τη «φάση της έκρηξης». Εδώ το θύμα κατανοεί ότι είναι αδύνατο να συζητήσει λογικά και υπεύθυνα με το θύτη. Πιστεύει ότι κάθε προβαλλόμενη αντίσταση θα χειροτερέψει την κατάσταση.
Πρόκειται για την πιο τρομακτική στιγμή στον «κύκλο της βίας», που μπορεί να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτες σωματικές βλάβες, ακόμα και σε γυναικοκτονία.
Παράλληλα είναι και η πιο σύντομη φάση, καθώς διαρκεί, συνήθως, από δυο (2) έως είκοσι τέσσερις (24) ώρες.
Πολλές γυναίκες τότε εγκαταλείπουν τον κακοποιητή. Άλλες πάλι, αδυνατώντας να φύγουν για διάφορους λόγους, που θα δούμε παρακάτω, αποστασιοποιούνται από την επίθεση και τον τρομερό πόνο που επιφέρει.
Μετά το ξέσπασμα ακολουθεί η «περίοδος της συμφιλίωσης». Η ένταση και η βία υποχωρούν. Το ζευγάρι αισθάνεται ανακούφιση και αποσιωπά το βίαιο επεισόδιο ή βρίσκει τρόπους να το δικαιολογήσει.
Ο θύτης μεταμορφώνεται σ’ «άγγελο», δείχνει μεταμέλεια, απολογείται, ζητάει συγγνώμη, προσφέρει δώρα και υπόσχεται να μην το ξανακάνει. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πράξεις του. Αντίθετα επιμένει ότι η συμπεριφορά του θύματος τον εξώθησε στη βία.
Η κακοποιημένη γυναίκα στη διάρκεια της τρίτης φάσης, επιθυμώντας να διατηρήσει την ήρεμη ατμόσφαιρα, πείθει τον εαυτό της ότι ο σύντροφός/σύζυγος δεν θα το ξανακάνει και θα αλλάξει. Αυτή ακριβώς είναι η πιο κρίσιμη φάση για τον εγκλωβισμό και τη θυματοποίηση της.
Σύντομα ο κύκλος θα επαναληφθεί…
Μαθαίνοντας να κατηγορείς εσένα
Οι σημαντικότατες επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία των γυναικών (άγχος, κατάθλιψη, σκέψεις αυτοκτονίας, μετατραυματικό στρες, ψυχοσωματικά συμπτώματα κ.ά.) και το συναισθηματικό προφίλ που αναπτύσσουν εξαιτίας της κακοποίησης (χαμηλή αυτοεκτίμηση, αισθήματα αναξιότητας, αίσθηση ότι δεν αξίζει να αγαπηθούν), σε συνδυασμό με τις εναλλασσόμενες αντιδράσεις του κακοποιητή, τις εγκλωβίζει στο «κύκλο της βίας».
Με τις συνεχείς λεκτικές και σωματικές τιμωρίες, τις απειλές, τον εξαναγκασμό, ο κακοποιητής «σπάει» το ηθικό του θύματος, που νιώθει ανίκανο να προβάλει αντίσταση, και να δει καθαρά την κατάσταση.
Μάλιστα, σταδιακά, η επιζώσα χρόνιας ενδοοικογενειακής βίας βλέπει τον εαυτό της με το βλέμμα του δράστη. «Μαθαίνει» να κατηγορεί τον εαυτό της. Ο κακοποιητής, αργά και μεθοδικά, της «εμφυτεύσει» την ιδέα ότι είναι συνυπεύθυνη, ώστε να παραιτηθεί από κάθε σενάριο διαφυγής.
Πολλές φορές, οι κακοποιημένες γυναίκες χρησιμοποιούν ακόμη και τα λόγια ή τα επιχειρήματα των ίδιων των δραστών: «Είμαι σαν τη μάνα μου, όπως και εκείνη τσάντιζε τον πατέρα μου και τις έτρωγε, έτσι κι εγώ το κάνω με τον Δ.», «Όλα τα κάνω λάθος, κάτι πάει στραβά με εμένα», «Ναι αλλά και εγώ τον προκάλεσα» (μαρτυρίες).
Εσωτερικεύοντας μια ευθύνη, που σε καμία περίπτωση δεν τους αναλογεί, οι γυναίκες που κακοποιούνται κυριαρχούνται από αισθήματα ενοχής και ντροπής, τα οποία δημιουργούν σημαντικά εμπόδια στην αποκάλυψη και καταγγελία της βίας.
Η «μαθημένη αβοηθησία»
Οι επαναλαμβανόμενες οδυνηρές εμπειρίες κακοποίησης και το τραυματικό είδος του δεσμού με το θύτη –που ενδυναμώνεται σε περιόδους μεταξύ των περιστατικών, όταν ο θύτης είναι ήρεμος, στοργικός και απολογητικός– οδηγεί τις επιζώσες σε παραλυσία, αίσθηση ανεπάρκειας και ανικανότητας υποστήριξης του εαυτού.
Σε αυτή την κατάσταση της λεγόμενης «μαθημένης αβοηθησίας», τα θύματα έχουν την εντύπωση ότι δεν ασκούν κανένα έλεγχο στη ζωή τους, οπότε σταδιακά εγκαταλείπουν την ιδέα της ανεξαρτητοποίησης μέσω της φυγής.
Μάλιστα, η φυγή λαμβάνει, τρομακτικές διαστάσεις εξαιτίας του φόβου: Φόβος διαρκής μέσα στη σχέση, για το τι θα συμβεί την επόμενη στιγμή. Φόβος ότι ο δράστης θα κάνει κακό σε εκείνη και τα παιδιά, άμα φύγουν. Φόβος ότι δεν θα γίνει πιστευτή. Φόβος κοινωνικού στιγματισμού.
Τέλος, και η οικονομική βία και εξάρτηση από τον κακοποιητή συνιστά σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα. Ειδικά σε περιπτώσεις που γυναίκες δεν εργάζονται, νιώθουν εξαιρετικά αδύναμες να φύγουν, καθώς πιστεύουν ότι δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες της καθημερινότητας, κυρίως δε όταν έχουν παιδιά.
«Που να μπλέξεις;»
«Αν κάνεις μήνυση, θα σου κάνει και ο άλλος για ψευδή καταμήνυση. Θα πάτε και οι δυο αυτόφωρο και ποιος θα σου κρατήσει τα παιδιά; Που να μπλέκεις τώρα; Κοίτα καλύτερα να τα βρείτε» είναι τα λόγια που ακούν συχνά οι επιζώσες, όταν πάνε να καταγγείλουν κάποιο περιστατικό στις αστυνομικές αρχές.
Δίπλα στις ψυχολογικές και οικονομικές επιπτώσεις της χρόνιας κακοποίησης, που λειτουργούν παραλυτικά για το θύμα, θα πρέπει να προστεθούν και μια σειρά από άλλοι παράγοντες που αποτελούν σημαντικά εμπόδια σε κάθε προσπάθεια απόδρασης: η αποθάρρυνση από τις αστυνομικές αρχές, η ατιμωρησία, η ανυπαρξία υποστηρικτικού πλαισίου.
Έτσι, ενώ τα τελευταία χρόνια υπάρχει βελτίωση στην ανταπόκριση των φορέων σε περιστατικά έμφυλης βίας, δεν λείπουν περιπτώσεις που τα θύματα αντιμετωπίζουν ακατάλληλες/αντιεπαγγελματικές συμπεριφορές από τις (αστυνομικές, δικαστικές) αρχές, λόγω έλλειψης ειδικών γνώσεων ή αναπαραγωγής έμφυλων στερεοτύπων:
Αστυνομικά όργανα που παρότι γίνονται μάρτυρες επεισοδίων ενδοοικογενειακής βίας δεν προχωρούν σε αυτεπάγγελτη δίωξη των δραστών (η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί αυτεπάγγελτο ποινικό αδίκημα, που τιμωρείται με αυστηρότατες ποινές)· που προτρέπουν τα θύματα να μην υποβάλουν μήνυση· που δεν ενημερώνουν τις καταγγέλλουσες για σωματική βλάβη, ότι είναι επιβεβλημένη η ιατροδικαστική τους εξέταση.
Δικαστές που –αγνοώντας την ψυχολογία των θυμάτων χρόνιας ενδοοικογενειακής βίας– αμφισβητούν την αξιοπιστία τους, με το επιχείρημα ότι απουσιάζουν παλαιότερες καταγγελίες· που χαρακτηρίζουν το συμβάν ως «παρεξήγηση» και τα καταγγελθέντα ως «υπερβολές»· που κατηγορούν μέσα στις δικαστικές αίθουσες τις γυναίκες ότι «δεν έσωσαν τον γάμο τους» ή δεν έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κατευνάσουν τον κακοποιητή σύζυγο, πριν ή μετά τη διάσταση.
«Μήπως υπερβάλεις;»
«Βρείτε τα», «Μην χαλάσεις το σπίτι σου», «Δεν μπορώ να επέμβω, είναι οικογενειακή υπόθεση», «Μήπως υπερβάλεις;», «Ναι αλλά και εσύ κάτι του έκανες», φράσεις που ακούν συχνά οι επιζώσες από το συγγενικό ή και φιλικό τους περιβάλλον, όταν αποκαλύπτουν τη βία που ζουν.
Η πίεση από τον περίγυρο να σώσουν την οικογένεια τους, η αίσθηση ότι δεν υπάρχουν άτομα για να στηριχθούν (συναισθηματικά ή/και υλικά), ο στιγματισμός και η κοινωνική απομόνωση είναι από τους βασικούς παράγοντες που εμποδίζουν τα θύματα να φύγουν.
Την επόμενη φορά που θα ακούσεις λοιπόν ότι μια γυναίκα κακοποιείται, μην ρωτήσεις «μα γιατί δεν φεύγει;». Υπάρχουν πολλοί λόγοι που παγιδεύουν τις γυναίκες σε μια κακοποιητική σχέση. Η φυγή σε καμία περίπτωση δεν είναι μια απλή προσωπική επιλογή.
Σπάζοντας τη σιωπή
Παρόλα αυτά, πάρα πολλές γυναίκες καταφέρνουν να σπάσουν τη σιωπή, αν και εξακολουθούν να φοβούνται και να ντρέπονται. Είναι η στιγμή της απόγνωσης ή η στιγμή που νιώθουν έτοιμες να παραμερίσουν το φόβο και τις ενοχές και να αναζητήσουν βοήθεια.
Για κάποιες η πρώτη «απόδραση» είναι και η τελευταία. Κάποιες άλλες, πριν την τελική «απόδραση», γυρνούν πίσω μία, δύο ή και περισσότερες φορές, καθώς το να εγκαταλείψεις μια βίαιη σχέση δεν είναι ούτε απλό, ούτε εύκολο.
Σε αυτή τη φάση, η ψυχοκοινωνική στήριξη από δημόσιες δομές (συμβουλευτικά κέντρα, καταφύγια κλπ) και η νομική βοήθεια, έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα κρίσιμη τόσο για την ενδυνάμωσή των ίδιων γυναικών όσο και για τη διαμόρφωση ενός νέου, πιο αποτελεσματικού, πλάνου απόδρασης, για τη διεκδίκηση μιας ζωή απαλλαγμένης από τη βία.
Αν είσαι θύμα έμφυλης βίας κάλεσε τη Γραμμή SOS 15900. Την υπηρεσία εθνικής εµβέλειας που δίνει τη δυνατότητα στα θύµατα βίας ή σε τρίτα πρόσωπα να επικοινωνήσουν άµεσα µε ένα φορέα αντιµετώπισης της έµφυλης βίας. Τη γραμμή στελεχώνουν ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι που παρέχουν άμεση βοήθεια σε έκτακτα και επείγοντα περιστατικά βίας σε 24ωρη βάση, 365 µέρες το χρόνο. Ταυτόχρονα υπάρχει δυνατότητα ηλεκτρονικής επικοινωνίας των γυναικών µέσω της διεύθυνσης e-mail: sos15900@isotita.gr.