«Δεν άντεχα άλλο. Παρακολουθούσα τον εαυτό μου να μικραίνει και να αχρηστεύεται. Το μοναδικό που τον ένοιαζε ήταν να με κρατάει εγκλωβισμένη, να έχει έναν άνθρωπο του χεριού του και να ξεσπάει». Η Άννα είναι μια νέα γυναίκα με μεγάλα, υπέροχα μάτια που θολώνουν και υγραίνονται όταν αναβιώνουν τα στιγμιότυπα τρόμου που έζησε εξαιτίας του πρώην συζύγου της. Δυσκολεύτηκε να τα πει κι εγώ δυσκολεύτηκα να τα’ ακούσω.
Τι κι αν η έμφυλη βία είναι η συλλογική εμπειρία των θηλυκοτήτων που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, από τη μια είναι τόσο κανονικοποιημένη που γίνεται μη ανιχνεύσιμη, από την άλλη σε τραυματίζει πυρηνικά που η ανάκληση της απωθείται από τους μηχανισμούς αυτοσυντήρησης του ανθρώπινου ψυχισμού.
Είναι, επίσης, από εκείνες τις μορφές βίας που δεν επιφέρουν ντροπή στους δράστες αλλά στα θύματα. Ποτέ δε ντρέπονται οι κακοποιητές. Εφευρίσκουν άπειρες δικαιολογίες για τις πράξεις τους κι ένα ολόκληρο σύμπαν από παπάδες, μίντια, κρατικούς λειτουργούς και γείτονες τους σιγοντάρει. Οι κακοποιημένες γυναίκες ντρέπονται.
Γι’ αυτό η έμφυλη βία παραμένει ανομολόγητη. Κρύβεται πίσω από κατεβασμένες γρίλιες και μαύρα γυαλιά ηλίου. Πνίγεται σε βουβά μοναχικά δάκρυα. Αλλά η Άννα είχε αποφασίσει να μιλήσει κι ας ήξερε ότι αυτή η κουβέντα δε θα είναι ευθύγραμμη, θα έχει ασυνέχειες, σιωπές και ένα τρεμάμενο ηχόχρωμα. Θα μοιάζει με κόμπο.
Είχε αποφασίσει να εξιστορήσει το δικό της πέρασμα από την ανυπαρξία στην υποκειμενοποίηση. Ίσως, γιατί όπως εξηγούσε η Τζούντιθ Μπάτλερ, «ο λόγος είναι η ολοκλήρωση της πράξης». Κι η Άννα μιλώντας προσπαθεί να ολοκληρώσει τη δική της απόδραση από μια άτεγκτη συνθήκη βίας και κακοποίησης.
«Ήρθα στην Ελλάδα όταν ήμουν 13 ετών. Έκατσα ένα χρόνο στο σπίτι για να μάθω τη γλώσσα, τελείωσα το γυμνάσιο και μετά πήγα στο τεχνικό λύκειο. Ήθελα να γίνω νοσηλεύτρια. Τον γνώρισα μέσω κοινών φίλων. Ήμουν 17 χρονών κι αυτός 24. Δεν άρεσε στον πατέρα μου αυτή η σχέση.
Ρωτούσε γι’ αυτόν κι από αυτά που μάθαινε δε σχημάτιζε θετική εντύπωση. Με απέτρεψε. Τότε εγώ ήρθα σε ρήξη με την οικογένεια μου. Έφυγα από το σπίτι και πήγα να μείνω μαζί του. Εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι το εκμεταλλεύτηκε. Κατάλαβε ότι εγώ βρέθηκα μετέωρη και αδύναμη και με παγίδευσε σ’ ένα σπίτι. Τα έχασα όλα, γονείς, σχολείο, φίλους. Χωρίς να προλάβω να το καταλάβω απομονώθηκα από όλους και όλα.
Εκείνος δεν ήθελε να βγαίνω, ούτε να κάνω πράγματα. Ζήλευε αφόρητα. Ο ίδιος βέβαια έλλειπε σχεδόν όλη μέρα. Πήγαινε στη δουλειά, επέστρεφε για να φάει και να κάνει μπάνιο, ξανάφευγε. Στην αρχή δεν έλεγα τίποτα. Μετά άρχισα να παραπονιέμαι. Εκείνος φώναζε και έβριζε. Μετά από λίγο άρχισε να σηκώνει χέρι. Θυμάμαι ότι κάλεσα μια φορά τη μητέρα του μήπως με βοηθήσει και μου απάντησε πως έτσι είναι ο γιος της»
Αυτή ήταν η αρχή του μαρτυρίου για την Άννα. Ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε αρκετές ιστορίες κακοποίησης. Μια γυναίκα – μετανάστρια δεύτερης γενιάς, σε νεαρή ηλικίας ξεκινάει μια σχέση μ’ έναν άνδρα που την αποκόπτει από τα στηρίγματα της, την καθιστά ευάλωτη και εξαρτώμενη, απαιτεί τον έλεγχο στη ζωή της, την περιορίζει και φανερώνει σταδιακά το αποκρουστικό πρόσωπο της βίας, μιας βίας που κλιμακώνεται, εκκινεί από λεκτικές επιθέσεις και προσβολές για να φτάσει στο σώμα.
Οι κακοποιητές γαλουχημένοι ως κανακεμένα παιδιά της πατριαρχίας που πριμοδοτεί το νταηλίκι ως έκφανση αρρενωπότητας, θεωρούν ότι τα γυναικεία σώματα ανήκουν στη σφαίρα της κυριαρχίας τους, ότι είναι πλασμένα για να εκπληρώνουν τις δικές τους επιθυμίες, ότι έχουν απόλυτο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω τους.
«Σκεφτόμουν ότι αν κάνουμε ένα παιδί θα ηρεμήσει η κατάσταση. Παντρευτήκαμε με πολιτικό γάμο και έκανα το πρώτο μου παιδί σε ηλικία 20 ετών. Τίποτα δεν άλλαξε. Μη σου πω ότι έγιναν χειρότερα. Η γέννα ήταν η αφορμή για να διορθωθεί η σχέση με τους γονείς μου.
Αποκτήσαμε ξανά επαφές αλλά τους κράταγα σε απόσταση. Αυτός δεν ήθελε να τους επισκέπτομαι συχνά. Εγώ πάλι δεν ήθελα να τους αποκαλύψω τι συμβαίνει. Ένιωθα ότι από τη στιγμή που ο πατέρας μου ήταν αντίθετος με αυτή τη σχέση και εγώ τον αψήφησα, ήμουν υπεύθυνη για αυτά που περνούσα.
Πιστεύω, όμως, πως η μάνα μου καταλάβαινε γιατί ήμουν θλιμμένη, προσπαθούσα να το κρύψω αλλά εκείνη το διαισθανόταν. Κύλησε ο καιρός. Έκανα και δεύτερο παιδί. Πάλι καμία αλλαγή. Εγώ κλεισμένη να καθαρίζω, να μαγειρεύω και να φροντίζω τα παιδιά. Αυτός να λείπει συνέχεια κι όταν γυρνάει να ξεσπάει πάνω μου.
Ούτε τα παιδιά δε σεβόταν, μου έχει φωνάξει και με έχει χτυπήσει μπροστά τους. Ειδικά ο μεγάλος έχει πολύ έντονες μνήμες από εκείνη την περίοδο. Αναρωτιόμουν τι κάνω λάθος. Σκέψου ότι στα παραπάνω από 10 χρόνια που έμεινα μαζί του, βγήκαμε με τους φίλους του μόλις τρεις φορές. Κι αυτές με είχε προτρέψει αυστηρά να μη μιλάω και να μην αντιδράω.
Οπότε καθόμουν δίπλα του σαν γλάστρα εντελώς. Έλεγα «μα τι έχω, χαζή είμαι;». Απέκτησα τρομερό κόμπλεξ με τον εαυτό μου και την εικόνα μου. Τα παιδιά μεγάλωναν κι έπρεπε να κάνουν διάφορες δραστηριότητες. Τα πήγαινα, λοιπόν, σχολείο, φροντιστήριο κλπ. Αυτός θύμωνε.
Νόμιζε ότι ψάχνω αφορμές για να βγω από το σπίτι. Εξαντλήθηκε η υπομονή μου. Αποφάσισα να φύγω. Πήγα στους γονείς μου. Στην αρχή δε μου έδινε τα παιδιά. Μια μέρα με πήρε τηλέφωνο η σπιτονοικοκυρά μας και μου είπε ότι ο μικρός είναι σε άθλια κατάσταση από τότε που έφυγα, ότι δεν τρώει και δεν κοιμάται. Πήγα και πήρα τα παιδιά. Τότε ξεκίνησαν τα χειρότερα».
Πολλές γυναίκες που εγκλωβίζονται σε κακοποιητικές σχέσεις αυτοενοχοποιούνται. Υφιστάμενες μια συστηματική και μεθοδευμένη διαδικασία ταπείνωσης και απαξίωσης της προσωπικότητας τους, χάνουν την αυτοπεποίθηση τους. Η αυτοεικόνα τους τσαλαπατιέται και νιώθουν ότι φταίνε, ότι η βία που δέχονται είναι η τιμωρία για ένα δικό τους λάθος.
Ούτως ή άλλως ο κοινωνικός ρόλος της θηλυκότητας είναι ταυτισμένος με την υπακοή. Γι’ αυτό συνήθως αποσιωπούν τα βιώματα τους, παρότι είναι τόσο φωναχτά και ορατά. Σκέψου, είναι οι γυναίκες που ακούς τις φωνές τους τα βράδια, που φοράνε μακριά και κλειστά ρούχα τη μέρα, που «έπεσαν και χτύπησαν».
Η συνειδητοποίηση και η απομάκρυνση από ένα τέτοιο περιβάλλον δεν είναι αυτονόητη και συνήθως δε γίνεται εύκολα αποδεκτή από τον κακοποιητή. Για την Άννα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο το γεγονός ότι η οικογένεια της δεν την είχε ξεγράψει, ότι όταν η ίδια πήρε την απόφαση, ήταν εκεί να τη στηρίξουν.
«Σκεφτόμουν καιρό να φύγω αλλά δείλιαζα. Φοβόμουν την εκδίκηση του. Για μένα το σημαντικό ήταν ότι είχα κάπου να πάω. Στην αρχή αγχωνόμουν πως θα το πάρει ο πατέρας μου που με είχε προειδοποιήσει. Με δέχτηκαν, όμως, πίσω και με βοήθησαν. Μετά άρχισε το κυνηγητό.
Ερχόταν έξω από το σχολείο και το φροντιστήριο των παιδιών και με έκανε ρεζίλι. Ούρλιαζε μπροστά στον κόσμο. Ερχόταν στις δουλειές που έβρισκα και με απέλυαν, γιατί κανένας εργοδότης δε θέλει φασαρίες στο μαγαζί του. Εγώ, όμως, είχα ανάγκη από δουλειά. Τη διατροφή που όριζε το διαζύγιο δεν μου την έδινε. Η μάνα μου μόνο δούλευε και δε μπορούσε να μας συντηρήσει όλους. Έπρεπε να εργάζομαι για να καλύπτω τα έξοδα των παιδιών.
Με τα παιδιά μου έκανε το χειρότερο ψυχολογικό πόλεμο. Τα έπαιρνε όποτε ήθελε, τους ασκούσε πίεση, τα έστρεφε εναντίον μου και τα δωροδοκούσε με ακριβά δώρα. Εγώ πάλευα να βρω χρήματα για το ενοίκιο του σπιτιού μας, για την τροφή τους και τα φροντιστήρια. Δεν ήταν προτεραιότητα μου να αγοράζω κινητά και videogames.
Με τον μικρό δεν είχε αποτέλεσμα. Δε θέλει καν να τον συναντάει και αυτό με ηρεμεί. Τον είχε δει μια φορά να με χτυπάει και μπήκε μπροστά λέγοντας του να μη με ξαναχτυπήσει. Αυτό το κρατάει ακόμα. Με τον μεγάλο, όμως, που είναι στην εφηβεία αντιμετώπισα πρόβλημα.
Κάποια στιγμή έφυγε και πήγε να μείνει μαζί του. Έκανα τα πάντα για να γυρίσει πίσω. Γύρισε αλλά ήταν αλλαγμένος, μου επαναλάμβανε δικά του λόγια, ότι χάλασα το σπίτι μας, ότι είμαι κακιά που δε θέλω τον πατέρα του κλπ.
Αυτό που με ανησύχησε περισσότερο ήταν όταν τον πέτυχα να χτυπάει τον αδερφό του, σα να αντιγράφει τη συμπεριφορά του πατέρα του. Προσπαθούμε και με τη βοήθεια ψυχολόγου να τα διορθώσουμε αυτά. Κάπως τα έχουμε φέρει σε μια ισορροπία αλλά θέλει δουλειά ακόμα».
Η εργαλειοποίηση των παιδιών για την αγκίστρωση σε μια κακοποιητική σχέση είναι μια πάγια τακτική που χρησιμοποιούν οι κακοποιητές και από τα πιο σαθρά επιχειρήματα που αρθρώνονται για να ανακόψουν την πορεία μιας γυναίκας προς την ελευθερία.
Το «να μη χαλάσεις το σπίτι σου» ή «πως θα μεγαλώσουν τα παιδιά σου χωρίς πατέρα» που σου τριβελίζουν το μυαλό είναι απολύτως εγκληματικό και αποσκοπεί αφενός στην καθυπόταξη της επιθυμίας και αφετέρου στην αναγωγή της τοξικής αρρενωπότητας σε εγχειρίδιο διαπαιδαγώγησης.
Λες και είναι προτιμότερο τα παιδιά να γνωρίζουν τον κόσμο μέσα από αναπαραστάσεις έμφυλης βίας, λες και αυτό δεν πλήττει τον ψυχισμό τους.
Η Άννα μετά έκανε μια μακρόσυρτη παύση, σήκωσε το κεφάλι της και πήρε μια βαθιά ανάσα, από αυτές που παίρνουμε προληπτικά για να φουσκώσουν οι αεραγωγοί μας και να αντέξουν αυτό που θα πούμε. Διηγήθηκε τις δύο φορές που κινδύνεψε να χάσει τη ζωή της.
«Δύο φορές στάθηκα τυχερή και σώθηκα. Την πρώτη ήμουν στη δουλειά, αυτός είχε το παιδί σπίτι του, με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να πάω γιατί το παιδί είχε χτυπήσει. Τα παράτησα όλα κι έτρεξα. Με το που έφτασα, διαπίστωσα ότι ο γιος μου δε βρισκόταν καν στο χώρο.
Μου επιτέθηκε, προσπάθησε να με βιάσει, αντιστάθηκα και με χτύπησε. Πάνω στην πάλη μου βγήκε ο ώμος. Τα χασα. Λιποθύμησα. Νομίζω γι’ αυτό με άφησε. Τη δεύτερη σχόλασα το βράδυ από τη δουλειά, πήρα τη συγκοινωνία για να γυρίσω σπίτι, κατέβηκα από το τρένο και περπατούσα.
Κατάλαβα ότι με ακολουθούσε με το αμάξι. Έσκυψα και πήρα μια πέτρα στα χέρια μου για να χω κάτι. Σταμάτησε, άρχισε να με σπρώχνει και να με βρίζει, με τράβαγε από τα μαλλιά, πήρε την πέτρα από τα χέρια μου και μου άνοιξε το κεφάλι.
Ευτυχώς σταμάτησε ένας ντελιβεράς, του φώναξε, αυτός εξαφανίστηκε. Το παλληκάρι κάλεσε αστυνομία και ασθενοφόρο. Έκανα 12 ράμματα στο κεφάλι αλλά τουλάχιστον σώθηκα»
Αρχικά επεδίωξε να διαχειριστεί την κατάσταση μόνη της, συνεπικουρούμενη από την οικογένεια της. Πολλές γυναίκες το κάνουν είτε από συστολή καθώς ντρέπονται να εκμυστηρευτούν τα βιώματα τους, είτε από έλλειψη εμπιστοσύνης γιατί μπορεί να απευθύνθηκαν στο παρελθόν σε αρχές όπως η Αστυνομία και να μη βρήκαν ανταπόκριση, είτε από άγνοια, γιατί μπορεί να μη γνωρίζουν όλο το φάσμα των δικαιωμάτων τους και τις δομές που μπορεί να λειτουργήσουν διευκολυντικά.
Απευθύνθηκε τελικά στη Διοτίμα με παρότρυνση του αδερφού της. «Άργησα να πάω. Δεν ήθελα να εκτεθώ. Έτσι το σκεφτόμουν. Μετά πείσθηκα. Το πιο σημαντικό είναι ότι μου προσφέρουν νομική βοήθεια, καθώς για μένα ήταν δύσκολο να επωμισθώ το οικονομικό βάρος για τις δικαστικές κινήσεις.
Ξέρουν τους νόμους και κάνουν ό,τι μπορούν για να προστατευτώ. Κάναμε ασφαλιστικά μέτρα και τα κερδίσαμε. Βέβαια, η αστυνομία όταν αυτός τα παραβιάζει, συχνά δεν παρεμβαίνει αλλά τα κορίτσια το κυνηγάνε. Τώρα περιμένω το δικαστήριο για να αποκτήσω το 100% της επιμέλειας των παιδιών.
Στείλαμε τους γιους μου σε ψυχολόγο. Μου πρότειναν να πάω κι εγώ. Δε θέλω, όμως, να πω ψέματα. Δεν έχω πάει ακόμα. Δεν έχω χρόνο γιατί δουλεύω πολύ. Κυρίως δεν είμαι έτοιμη. Υπάρχουν πράγματα που δε θέλω να τα θυμάμαι. Ωστόσο, ξέρω ότι μπορώ να τις πάρω τηλέφωνο όταν συμβεί κάτι και να με καθοδηγήσουν. Είναι πολύτιμο».
Το ξέρω ότι η προσπάθεια που κάνει η Άννα φαντάζει βουνό που σε καταπλακώνει μόνο που το ακούς. Σίγουρα δεν είναι ανώδυνη υπόθεση να σπάσεις τον κύκλο της βίας και βρεις διέξοδο. Γίνεται, όμως.
Μπορεί να συμβεί και αξίζει να συμβεί, γιατί αφορά στη ζωή σου, τη μια και μοναδική ζωή που διαθέτουμε για να τη διακυβεύουμε και να τη χαραμίζουμε στις εσχατιές του φόβου και της απόγνωσης. Είναι μια διαδρομή προς την ελευθερία που την κερδίζεις μέρα – μέρα, ανακαλύπτοντας τη χαντακωμένη δύναμη σου κάτω από μελανιασμένες στρώσεις δέρματος.
Γίνεσαι ξανά υποκείμενο που αποκτά τον έλεγχο του σώματος του και σημασιοδοτεί ξανά με αξία τη ζωή του. Στην κορυφή του βουνού απλώνεται μπροστά σου ο ορίζοντας και μπορείς να ονειρευτείς πάλι. Η Άννα γέλασε αμήχανα όταν της είπα ότι είναι πολύ νέα και όμορφη.
Είναι, όμως, γιατί βγήκε από το κουκούλι της ανημποριάς. Έδωσε έναν αγώνα για να σώσει τη ζωή της και για να σώσει τα παιδιά της. Κι αυτό επισείει μόνο θαυμασμό.
«Ναι νιώθω περήφανη που κατάφερα να φύγω. Τόσα χρόνια αισθανόμουν άχρηστη. Έτσι με έκανε να νιώθω. Επειδή δεν είχα δουλέψει ποτέ πίστευα ότι δε θα τα καταφέρω. Κι αυτός προσπαθούσε διαρκώς να με μειώσει, να με πείσει ότι είμαι ανίκανη, ότι μπορώ μόνο να σφουγγαρίζω και να μαγειρεύω. Αλλά να έφτασα μέχρι εδώ.
Στηρίζομαι στις δυνάμεις μου και μεγαλώνω μόνη μου τα παιδιά μου χωρίς στερήσεις. Αν είχα μείνει εκεί θα κινδύνευα να σκοτωθώ και τα παιδιά μου να μεγαλώσουν μαθαίνοντας τη βία, να θεωρούν ότι αυτός είναι ο τρόπος να συμπεριφερόμαστε στις γυναίκες.
Για πρώτη φορά έκανα το σωστό για μένα. Κι αυτό θέλω να πω στις γυναίκες που μπορεί να διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη, να μη συμβιβαστούν με τη βία, να το παλέψουν. Δε θα είναι μόνες. Εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν και μπορούν να βοηθήσουν».
Στην ιστορία της Άννας εγγράφονται πολλές ακόμα ιστορίες, ιστορίες γυναικών που παραμένουν βυθισμένες στο σπιράλ της κακοποίησης και αναζητούν φυσαλίδες για να οδηγηθούν στην επιφάνεια, ιστορίες γυναικών που αγωνίζονται με πισωγυρίσματα και αντιξοότητες, ιστορίες γυναικών που νίκησαν, που απέδειξαν ότι η τοξική αρρενωπότητα δεν είναι ακατανίκητη.
Η Μαρία Αποστολάκη, συντονίστρια νομικών υπηρεσιών στο Κέντρο Διοτίμα, έχοντας παρακολουθήσει την εξέλιξη πολλών υποθέσεων που έχει χειριστεί ο φορέας, συγκεφαλαιώνει την εμπειρία της: «Γιατί μια γυναίκα δεν φεύγει εύκολα από μια κακοποιητική σχέση;
Παρέχοντας νομικές υπηρεσίες σε γυναίκες επιζώσες έμφυλης βίας τα τελευταία τρία χρόνια στο Κέντρο Διοτίμα, διαπιστώνω πως οι λόγοι που εγκλωβίζουν μια γυναίκα σε μια κακοποιητική σχέση είναι πολλοί και το να φύγεις δεν είναι ούτε απλή ούτε εύκολη υπόθεση.
Η αίσθηση «ανημπόριας» και αδυναμίας ελέγχου του εαυτού, ο φόβος για την «επόμενη μέρα» αλλά και για τον κοινωνικό στιγματισμό, ιδίως αν υπάρχουν παιδιά, η έλλειψη υποστηρικτικού περιβάλλοντος, η οικονομική εξάρτηση από τον βίαιο σύζυγο/σύντροφο είναι κάποιοι από τους λόγους που οδηγούν πολλές γυναίκες να υπομένουν χρόνια κακοποίηση, υπό τη μορφή της σωματικής, σεξουαλικής και ψυχολογικής βίας, αλλά και της αποστέρησης πόρων και ευκαιριών.
Πολλές όμως από αυτές τις γυναίκες καταφέρνουν να αποδράσουν και είναι σημαντικό να μιλήσουμε για αυτές τις γυναίκες που κάποια στιγμή σπάνε τη σιωπή τους, αφήνουν πίσω το φόβο, αναζητούν βοήθεια και φεύγουν.
Αυτό συνήθως δεν γίνεται από την μια μέρα στη άλλη, αλλά αντίθετα, από τη στιγμή που η γυναίκα προβεί στην αποκάλυψη του φαινομένου, είναι πολύ σημαντικό να έχει ψυχοκοινωνική υποστήριξη και βέβαια πρόσβαση σε νομική βοήθεια, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλες οι μορφές βίας σε συντροφικό/συζυγικό πλαίσιο απαγορεύονται και τιμωρούνται αυστηρά από τον νόμο 3500/2006 και από τον Ποινικό Κώδικα.
Σε συνεργασία με τις εξειδικευμένες συμβούλους και νομικούς του Κέντρου μας, οι γυναίκες καταστρώνουν ένα πλάνο διαφυγής από την κακοποίηση που είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες τους και διεκδικούν νομικά τα δικαιώματά τους.
Αυτή η διαδικασία είναι από μόνη της ενδυναμωτική καθώς μεταμορφώνονται από συναισθηματικά τραυματισμένα «θύματα» σε ανθεκτικές προσωπικότητες που διεκδικούν μια ζωή χωρίς βία , αποστέρηση και αποκλεισμό, για τις ίδιες και τα παιδιά τους».
Παγκόσμια Μέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών σήμερα και κάθε μέρα 137 γυναίκες δολοφονούνται σε όλο τον κόσμο από το σύντροφο τους ή από κάποιον συγγενή. Ναι, οι γυναικοκτόνοι και οι βιαστές έχουν τα κλειδιά του σπιτιού μας.
Η ιστορία της Άννας είναι μια υπόμνηση ότι κάθε μέρα είναι μέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, κάθε μέρα είναι μια μέρα αγώνα ενάντια στην πατριαρχία, μια μέρα που σπάμε την πόρτα και βγαίνουμε στο φως.
* Αν μια γυναίκα υφίσταται κακοποίηση μπορεί να καλέσει χωρίς χρέωση στην τηλεφωνική γραμμή SOS 15900 ή να στείλει e-mail στην ηλεκτρονική διεύθυνση sos15900@isotita.gr. Από εκεί θα λάβει άμεση βοήθεια σε έκτακτα περιστατικά βίας σε 24ωρη βάση, 365 ημέρες το χρόνο.