μια γυναίκα με την πλάτη στον φακό κοιτά προς τη θάλασσα
Νιώθω περήφανη που έφυγα
Η έμφυλη βία παραμένει ανομολόγητη. Κρύβεται πίσω από κατεβασμένες γρίλιες και μαύρα γυαλιά ηλίου. Αλλά η Άννα είχε αποφασίσει να μιλήσει.

«Δεν άντεχα άλλο. Παρακολουθούσα τον εαυτό μου να μικραίνει και να αχρηστεύεται. Το μοναδικό που τον ένοιαζε ήταν να με κρατάει εγκλωβισμένη, να έχει έναν άνθρωπο του χεριού του και να ξεσπάει». Η Άννα είναι μια νέα γυναίκα με μεγάλα, υπέροχα μάτια που θολώνουν και υγραίνονται όταν αναβιώνουν τα στιγμιότυπα τρόμου που έζησε εξαιτίας του πρώην συζύγου της. Δυσκολεύτηκε να τα πει κι εγώ δυσκολεύτηκα να τα’ ακούσω.

Τι κι αν η έμφυλη βία είναι η συλλογική εμπειρία των θηλυκοτήτων που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, από τη μια είναι τόσο κανονικοποιημένη που γίνεται μη ανιχνεύσιμη, από την άλλη σε τραυματίζει πυρηνικά που η ανάκληση της απωθείται από τους μηχανισμούς αυτοσυντήρησης του ανθρώπινου ψυχισμού.

Είναι, επίσης, από εκείνες τις μορφές βίας που δεν επιφέρουν ντροπή στους δράστες αλλά στα θύματα. Ποτέ δε ντρέπονται οι κακοποιητές. Εφευρίσκουν άπειρες δικαιολογίες για τις πράξεις τους κι ένα ολόκληρο σύμπαν από παπάδες, μίντια, κρατικούς λειτουργούς και γείτονες τους σιγοντάρει. Οι κακοποιημένες γυναίκες ντρέπονται.

Γι’ αυτό η έμφυλη βία παραμένει ανομολόγητη. Κρύβεται πίσω από κατεβασμένες γρίλιες και μαύρα γυαλιά ηλίου. Πνίγεται σε βουβά μοναχικά δάκρυα. Αλλά η Άννα είχε αποφασίσει να μιλήσει κι ας ήξερε ότι αυτή η κουβέντα δε θα είναι ευθύγραμμη, θα έχει ασυνέχειες, σιωπές και ένα τρεμάμενο ηχόχρωμα. Θα μοιάζει με κόμπο.

Είχε αποφασίσει να εξιστορήσει το δικό της πέρασμα από την ανυπαρξία στην υποκειμενοποίηση. Ίσως, γιατί όπως εξηγούσε η Τζούντιθ Μπάτλερ, «ο λόγος είναι η ολοκλήρωση της πράξης». Κι η Άννα μιλώντας προσπαθεί να ολοκληρώσει τη δική της απόδραση από μια  άτεγκτη συνθήκη βίας και κακοποίησης.

«Ήρθα στην Ελλάδα όταν ήμουν 13 ετών. Έκατσα ένα χρόνο στο σπίτι για να μάθω τη γλώσσα, τελείωσα το γυμνάσιο και μετά πήγα στο τεχνικό λύκειο. Ήθελα να γίνω νοσηλεύτρια. Τον γνώρισα μέσω κοινών φίλων. Ήμουν 17 χρονών κι αυτός 24. Δεν άρεσε στον πατέρα μου αυτή η σχέση.

Ρωτούσε γι’ αυτόν κι από αυτά που μάθαινε δε σχημάτιζε θετική εντύπωση. Με απέτρεψε. Τότε εγώ ήρθα σε ρήξη με την οικογένεια μου. Έφυγα από το σπίτι και πήγα να μείνω μαζί του. Εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι το εκμεταλλεύτηκε. Κατάλαβε ότι εγώ βρέθηκα μετέωρη και αδύναμη και με παγίδευσε σ’ ένα σπίτι. Τα έχασα όλα, γονείς, σχολείο, φίλους. Χωρίς να προλάβω να το καταλάβω απομονώθηκα από όλους και όλα.

Εκείνος δεν ήθελε να βγαίνω, ούτε να κάνω πράγματα. Ζήλευε αφόρητα. Ο ίδιος βέβαια έλλειπε σχεδόν όλη μέρα. Πήγαινε στη δουλειά, επέστρεφε για να φάει και να κάνει μπάνιο, ξανάφευγε. Στην αρχή δεν έλεγα τίποτα. Μετά άρχισα να παραπονιέμαι. Εκείνος φώναζε και έβριζε. Μετά από λίγο άρχισε να σηκώνει χέρι. Θυμάμαι ότι κάλεσα μια φορά τη μητέρα του μήπως με βοηθήσει και μου απάντησε πως έτσι είναι ο γιος της»

Αυτή ήταν η αρχή του μαρτυρίου για την Άννα. Ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε αρκετές ιστορίες κακοποίησης. Μια γυναίκα – μετανάστρια δεύτερης γενιάς, σε νεαρή ηλικίας ξεκινάει μια σχέση μ’ έναν άνδρα που την αποκόπτει από τα στηρίγματα της, την καθιστά ευάλωτη και εξαρτώμενη, απαιτεί τον έλεγχο στη ζωή της, την περιορίζει και φανερώνει σταδιακά το αποκρουστικό πρόσωπο της βίας, μιας βίας που κλιμακώνεται, εκκινεί από λεκτικές επιθέσεις και προσβολές για να φτάσει στο σώμα.

Οι κακοποιητές γαλουχημένοι ως κανακεμένα παιδιά της πατριαρχίας που πριμοδοτεί το νταηλίκι ως έκφανση αρρενωπότητας, θεωρούν ότι τα γυναικεία σώματα ανήκουν στη σφαίρα της κυριαρχίας τους, ότι είναι πλασμένα για να εκπληρώνουν τις δικές τους επιθυμίες, ότι έχουν απόλυτο δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω τους.

share

πρόσφατα άρθρα

Μετάβαση στο περιεχόμενο