Διάβασε το γλωσσάρι με τους διεθνώς αναγνωρισμένους ορισμούς της έμφυλης βίας, για να την αναγνωρίζεις όπου τη συναντάς.
Η έμφυλη βία είναι ένα καθημερινό, παγκόσμιο φαινόμενο, που πλήττει στη συντριπτική πλειοψηφία γυναίκες και νεαρά κορίτσια, αλλά και ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Περιλαμβάνει οποιαδήποτε επιβλαβή πράξη, κατά της αξιοπρέπειας και της ακεραιότητας όσων την υφίστανται. Μπορεί να τελεστεί τόσο σε ιδιωτικό όσο και σε δημόσιο χώρο (σπίτι, εργασία, Μέσα Μαζικής Μεταφοράς κλπ), στρεφόμενη εναντίον της θέλησης του ατόμου.
Διακρίνεται από τις άλλες μορφές βίας καθώς πηγάζει από την ιστορικά διαπιστωμένη ανισότητα στις σχέσεις κοινωνικής ισχύος/εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, η οποία οδήγησε στην κυριαρχία των ανδρών επί των γυναικών και στις διακρίσεις σε βάρος τους.
Η έμφυλη βία προκαλεί σωματικά, σεξουαλικά ή ψυχικά τραύματα. Στο ακρότατο όριο της μπορεί να οδηγήσει σε γυναικοκτονία. Ακόμη και οι απειλές τέτοιων πράξεων, ο εξαναγκασμός ή/και η στέρηση ελευθερίας – αποτελούν έμφυλη βία. Εμπεριέχει τη χρήση υπαρκτής ή υποτιθέμενης δύναμης – εξουσίας και χρησιμοποιείται ως μέσο άσκησης κοινωνικού ελέγχου, τιμωρίας και «σωφρονισμού» των ατόμων που την υφίστανται.
Η έμφυλη βία σε όλες της τις μορφές συνιστά ποινικό αδίκημα (συχνά κακουργηματική πράξη) και τιμωρείται αυστηρότατα από την ελληνική νομοθεσία. Μάλιστα με την επικύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης από την Ελλάδα (2018), αποτυπώνονται πλέον με συστηματοποιημένο τρόπο και ποινικοποιούνται μορφές έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, που ως τώρα δεν αναγνωρίζονταν νομικά ως τέτοιες (stalking, οικονομική βία, Ακρωτηριασμός Γυναικείων Γεννητικών Οργάνων, εξαναγκαστικός γάμος).
Σύμφωνα με τους διεθνώς αναγνωρισμένους ορισμούς της έμφυλης βίας (GBVIMS), οι βασικοί τύποι της είναι τέσσερις: Σεξουαλική, Σωματική, Ψυχολογική και Οικονομική βία. Αξίζει πάντως να επισημανθεί ότι τα τοπικά και εθνικά νομικά συστήματα μπορούν να ορίζουν διαφορετικά ή/και να έχουν κι άλλες νομικά αναγνωρισμένες μορφές έμφυλης βίας (Gender Based Violence).
Λεκτική, σωματική, ψυχολογική/συναισθηματική κακοποίηση, βιασμός, σεξουαλική βία, σεξουαλική παρενόχληση, εμπορία ανθρώπων (human trafficking), σεξουαλική εκμετάλλευση, οικονομική βία, εξαναγκαστικός γάμος, Ακρωτηριασμός Γυναικείων Γεννητικών Οργάνων, stalking.
Πρόκειται για ανθρωποκτονία γυναικών, από πρόθεση, επειδή είναι γυναίκες. Συνιστά ακραία μορφή έμφυλης και σεξιστικής βίας. Διαπράττεται με κίνητρο την άσκηση κοινωνικού ελέγχου στα σώματα, αλλά και τις επιλογές των γυναικών. Στην ουσία οι γυναικοκτονίες είναι εγκλήματα που στηρίζονται στις βαθιά εμπεδωμένες κοινωνικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες πρέπει να είναι υποτελείς στην ανδρική εξουσία, ενώ δυνητικά μπορούν να «τιμωρηθούν» και να «σωφρονιστούν» μέσω της βίας. Δράστης –στην πλειοψηφία των περιπτώσεων– είναι ο (πρώην ή νυν) σύζυγος ή σύντροφος. Συνήθως ο δράστης είχε μακροχρόνια κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι στη σύζυγο, που είναι συχνά σε θέση οικονομικής αδυναμίας.
Η γυναικοκτονία συνιστά διακριτό αδίκημα που παλιότερα συγκαλύπτονταν πίσω από τον όρο «εγκλήματα τιμής» και αργότερα από τον όρο «εγκλήματα πάθους». Καταγράφηκε για πρώτη φορά ως όρος το 1976 από την κοινωνιολόγο Νταϊάνα Ράσελ (Diana E. H. Russel) και υιοθετήθηκε από την εγκληματολογία, μετά το 1992, χάρη στο βιβλίο «Femicide: the politics of woman killing», μια συλλογή δοκιμίων που επιμελήθηκαν η εγκληματολόγος Τζιλ Ράντφορντ (Jill Radford) και η κοινωνιολόγος Νταϊάνα Ράσελ (DianaE. H. Russell).
Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί μια από τις πιο διαδεδομένες μορφές έμφυλης βίας, παγκοσμίως. Λαμβάνει χώρα μέσα στην οικογένεια ή το νοικοκυριό. Πρόκειται για (λεκτική, ψυχολογική/συναισθηματική, σωματική, σεξουαλική, οικονομική) κακοποίηση ή απειλή βίας, που ασκείται μεταξύ (πρώην ή νυν) συζύγων/συντρόφων/μερών του συμφώνου συμβίωσης, ή μεταξύ άλλων μελών μιας οικογένειας.
Συνηθέστερη μορφή ενδοοικογενειακής βίας είναι η βία από τον (πρώην ή νυν) σύζυγο ή σύντροφο προς τη σύζυγο ή σύντροφο του αντίστοιχα. Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ποινικό αδίκημα, που τιμωρείται με αυστηρότατες ποινές, σύμφωνα με νόμο που ψηφίστηκε στη χώρα μας, το 2006.
Κάθε πράξη σωματικής κακοποίησης, που δεν έχει σεξουαλική φύση, και έχει ως κατάληξη τον πόνο, τη δυσφορία και την πρόκληση βλαβών στο άτομο που τη βιώνει. Συγκεκριμένα: χαστούκια, σπρώξιμο, τράβηγμα από τα μαλλιά, χτυπήματα με τα χέρια ή άλλα αντικείμενα σε όλο το σώμα ή σε σημεία του σώματος (αγκωνιές, κλωτσιές, μπουνιές κ.λπ.), κοψίματα ή κάψιμο σημείων του σώματος, πνίξιμο, πυροβολισμός, επιθέσεις με οξύ/χημικά.
Πρόκειται για συστηματική, επίπονη και διαβρωτική διαδικασία που οδηγεί το άτομο σε διανοητική και συναισθηματική οδύνη ή βλάβη. Ως ψυχολογική και συναισθηματική κακοποίηση αναφέρεται ένα σύνολο ενεργειών: πρώτον ο εκφοβισμός και οι απειλές για σωματική ή σεξουαλική βία.
Συχνότατα ο θύτης απειλεί ότι θα βλάψει το θύμα ή την οικογένειά του, ότι θα πάρει την κηδεμονία των παιδιών ή ότι θα αυτοκτονήσει. Δεύτερον, η συστηματική ταπείνωση και διαρκής κριτική, η δημιουργία ενοχών στην/στον σύντροφο, και ο αδιάκοπος έλεγχο της προσωπικής της/του ζωής. Τρίτον, η προσπάθεια απομόνωσης του θύματος, από τον οικογενειακό/φιλικό/συγγενικό περίγυρο. Τα παραπάνω στοχεύουν στη μείωση της αυτοπεποίθησης, την υπονόμευση της αυτοεκτίμησης και αυτεξουσιότητας του θύματος, σε σημείο που το ίδιο να αμφιβάλλει για την ψυχική του διαύγεια και να πιστεύει ότι είναι υπεύθυνο και ένοχο για την κακοποίηση που δέχεται.
Η λεκτική βία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ψυχολογική κακοποίηση. Προκαλεί πόνο και ψυχική οδύνη στα θύματα. Εμπεριέχει ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών που ξεκινούν από φωνές, απειλές και εξυβρίσεις και φτάνουν ως το λεκτικό εξευτελισμό και την τρομοκράτηση του θύματος. Στόχος της λεκτικής κακοποίησης είναι η χειραγώγηση διαμέσου του φόβου και ο έλεγχος πάνω στη ζωή του ατόμου. Οι προσβολές, οι κατηγορίες, οι μομφές, η δυσφήμηση, η επίρριψη ευθυνών για την κακοποιητική συμπεριφορά στο θύμα, οι συνεχείς επικρίσεις, η λεκτική υποβάθμιση και υπονόμευση της αυτοπεποίθησης, αποτελούν μερικά μόνο πρόσωπα αυτού του πολύπλοκου φαινομένου. Αν και είναι η πιο συνηθισμένη μορφή κακοποίησης, δεν αντιμετωπίζεται με την ίδια σοβαρότητα όπως οι άλλες μορφές έμφυλης βίας, γιατί δεν υπάρχουν ορατές αποδείξεις πως έχει συμβεί και ο θύτης μπορεί να παραπλανά, διατηρώντας άψογη συμπεριφορά στο δημόσιο χώρο.
Η στέρηση πόρων, ευκαιριών, αγαθών και υπηρεσιών, με σκοπό να καταστεί το θύμα εξαρτημένο και χειραγωγούμενο από το θύτη. Συνήθως, η οικονομική βία εντός της σχέσης αποσκοπεί στον έλεγχο της συντρόφου προκειμένου να αισθανθεί ανίσχυρη και αδύναμη να εγκαταλείψει τον κακοποιητικό δεσμό.
Η οικονομική βία ασκείται με πολλούς τρόπους: Πρώτον, τη στέρηση του δικαιώματος για οικονομική αυτονομία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απαγόρευση ή παρεμπόδιση του δικαιώματος στην εργασία. Δεύτερον, τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων και του εισοδήματος του θύματος. Ο θύτης μπορεί να αποσπά το μισθό του θύματος ή να του αρνείται την κατά βούληση αξιοποίησή του, να το αποκλείει από χρηματοπιστωτικούς πόρους (π.χ. παρακράτηση τραπεζικής κάρτας), να εξαναγκάζει το θύμα να παίρνει δάνειο στο όνομά του, να μην του επιτρέπει την πρόσβαση στο οικογενειακό εισόδημα ή να αποφασίζει για κοινούς πόρους χωρίς την ενημέρωση της συντρόφου. Τρίτον, η αποστέρηση του θύματος από αναγκαία εισοδήματα για την κάλυψη των βασικών του αναγκών. Τέλος, μορφές οικονομικής βίας αποτελούν και η παρεμπόδιση της άμβλωσης ή αντισύλληψης, αλλά και η δημιουργία εμποδίων στην πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά (παιδεία, υγεία κ.λπ.).
Σεξουαλική βία είναι οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη, αλλά και απόπειρα τέτοιας πράξης, χωρίς την εκούσια και ελεύθερη συναίνεση του θύματος. Κατά την άσκησή της, συχνά (αλλά όχι πάντα) χρησιμοποιείται σωματική βία, εξαναγκασμός, αλλά και απειλές βίας, προκαλώντας βλάβες στο θύμα. Κάτω από την ομπρέλα της σεξουαλικής βίας συμπεριλαμβάνονται τόσο ο βιασμός/απόπειρα βιασμού, η σεξουαλική κακοποίηση, η σεξουαλική παρενόχληση, όσο και η εμπορία ανθρώπων, η σεξουαλική εκμετάλλευση, ο Ακρωτηριασμός Γυναικείων Γεννητικών Οργάνων, η καταναγκαστική εγκυμοσύνη και οι εξαναγκαστικές εκτρώσεις.
Στο ορισμό της σεξουαλικής βίας κατατάσσονται και τα ανεπιθύμητα σεξουαλικά σχόλια ή οι αντίστοιχες κινήσεις, όπως μη επιθυμητό φίλημα, άγγιγμα γεννητικών οργάνων ή/και άλλων ιδιωτικών σημείων του σώματος κ.ά. Η σεξουαλική βία μπορεί να ασκηθεί από οποιοδήποτε άτομο ανεξάρτητα από τη σχέση του µε το θύμα, τόσο στο χώρο κατοικίας, εργασίας αλλά και το δημόσιο χώρο.
Ο εξαναγκασμός ατόμου χωρίς την ελεύθερη, εκούσια και αβίαστη συναίνεσή του, σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή ανοχή τέτοιας πράξης. Ο βιασμός είναι η σεξουαλική έκφραση της έμφυλης βίας, συχνά και με τη χρήση σωματικής βίας ή/και απειλής, και όχι η βίαιη έκφραση της σεξουαλικότητας. Αποτελεί έγκλημα εξουσίας και επιβολής που προκαλεί διαφόρων ειδών βλάβες στα θύματα, ενώ ταυτόχρονα πλήττει βάναυσα την προσωπικότητα και την αξιοπρέπειά τους. Με βάση την ελληνική νομοθεσία (2006), βιασμός μπορεί να τελεστεί και εντός του γάμου, αποτελώντας ποινικό αδίκημα.
Μορφή σεξουαλικής βίας που αφορά στη μερική ή ολική αφαίρεση των εξωτερικών γυναικείων γεννητικών οργάνων. Πρόκειται για επιβλαβή πρακτική που εφαρμόζεται παράνομα, τόσο σε χώρες που αποτελεί «παράδοση» (π.χ. χώρες της υποσαχάριας Αφρικής), όσο και σε χώρες της ΕΕ. Την υφίστανται κυρίως κορίτσια ηλικίας μεταξύ πέντε και οχτώ ετών. Δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση ιατρική πράξη, μιας και δεν ακολουθεί κανένα ιατρικό πρωτόκολλο, ενώ δεν έχει κανένα ιατρικό όφελος. Αντίθετα επιφέρει ανεπανόρθωτες βλάβες στη σωματική και ψυχική υγεία, αλλά και τη σεξουαλική ζωή των γυναικών. Πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ παραβιάζει και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και σεξουαλικότητα των θυμάτων. Στην ουσία συνιστά ένα από τα πιο ακραία εργαλεία καθυπόταξης των γυναικών, απότοκο της έμφυλης καταπίεσης.
Οποιοσδήποτε γάμος διεξάγεται χωρίς την πλήρη συναίνεση και των δύο μερών. Συνήθως κατά την τέλεσή του χρησιμοποιείται πίεση για να καμφθεί η θέληση του ενός ατόμου.
Κάθε μορφή γάμου που συμπεριλαμβάνει ένα άτομο μικρότερο των 18 ετών. Οι περισσότεροι πρόωροι γάμοι έχουν τη συγκατάθεση των γονέων.
Τo human trafficking είναι ένα ειδεχθές έγκλημα έμφυλης βίας, που παραβιάζει την έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μέσω βίας, απειλών, απαγωγών, εξαναγκασμού, αλλά και εξαπάτησης και κατάχρησης της ευάλωτης θέσης του άλλου προσώπου, εκατομμύρια άνθρωποι (κυρίως γυναίκες και παιδιά) στρατολογούνται, ξεριζώνονται από τις εστίες τους, κρατούνται έγκλειστοι/ες, διακινούνται σαν να ήταν εμπορεύματα, με ένα και μοναδικό σκοπό την οικονομική εκμετάλλευση. Το καθεστώς εξαναγκαστικής πορνείας ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης, η αναγκαστική εργασία, η αναγκαστική επαιτεία, το καθεστώς δουλείας ή παρόμοιων με αυτήν πρακτικών, οι εξαναγκαστικοί γάμοι παιδιών, αλλά και η αφαίρεση σωματικών οργάνων, αποτελούν μορφές της εμπορίας ανθρώπων.
Στον ορισμό της σεξουαλικής εκμετάλλευσης εντάσσεται η εξαναγκαστική πορνεία ή η ανταλλαγή σεξουαλικής χάρης με υλικά αγαθά, υπηρεσίες και υποστήριξη. Ως επί το πλείστον, τα θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης είναι γυναίκες και νεαρά κορίτσια, αλλά και έφηβα αγόρια, που δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές βιοτικές τους ανάγκες. Στόχος αυτής της μορφής έμφυλης βίας είναι η εξασφάλιση (οικονομικού, κοινωνικού, πολιτικού) κέρδους από το θύμα. Συχνά ο θύτης καταχράται τη θέση και την εξουσία του, αλλά και την ευαλωτότητα ή την εμπιστοσύνη του θύματος.
Οποιαδήποτε μη επιθυμητή λεκτική ή σωματική συμπεριφορά με σεξουαλικό κίνητρο, η οποία θεωρείται προσβλητική από την/τον αποδέκτη. Η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να λάβει χώρα στο εργασιακό περιβάλλον, σε χώρους εκπαίδευσης, αθλητισμού, θρησκευτικής λατρείας, σε κοινωνικά ιδρύματα, καθώς και σε οποιοδήποτε τομέα της κοινωνικής ζωής, όπου η ιεραρχία και οι σχέσεις εξουσίας μπορούν να αποτελουύν παράγοντες ευαλωτότητας και θυματοποίησης.
Δράστες της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας μπορεί να είναι εργοδότες, προϊστάμενοι ή συνάδελφοι. Η συστηματική και κατ΄ εξακολούθηση σεξουαλική παρενόχληση έχει σοβαρές ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες στη ζωή του ατόμου που την υφίσταται. Δημιουργεί ανασφαλές, αβέβαιο και επικίνδυνο εργασιακό περιβάλλον, καθώς συντελεί στη δημιουργία κλίματος ντροπής, αμηχανίας, περιορισμού, ακόμα και ταπείνωσης ή εχθρικότητας, που γίνεται ασφυκτικό για το παρενοχλούμενο άτομο.
Συχνά αυτοί που ασκούν σεξουαλική παρενόχληση, χρησιμοποιούν την απόρριψη ή την αποδοχή της συμπεριφοράς τους, για να επηρεάσουν την πρόσβαση του παρενοχλούμενου ατόμου στην επαγγελματική κατάρτιση, στη συνέχιση της απασχόλησης, στην προαγωγή, στο μισθό ή στις συνθήκες εργασίας.
Το stalking (παρενοχλητική παρακολούθηση) καλύπτει μια γκάμα από ανεπιθύμητες, σκόπιμες, επαναλαμβανόμενες και επίμονες παρενοχλητικές συμπεριφορές και πράξεις, που προκαλούν φόβο, τρόμο ή ανησυχία στο παρενοχλούμενο άτομο. Οι συμπεριφορές αυτές εκδηλώνονται άλλες φορές άμεσα και άλλες έμμεσα. Σε αυτό το πλαίσιο, το θύμα καλείται να αντιμετωπίσει, παρά την εκπεφρασμένη αντίθετη βούλησή του: επίμονα τηλεφωνήματα, μηνύματα, emails, παρακολούθηση ή/και εισβολή στο οικογενειακό, κοινωνικό ή εργασιακό περιβάλλον, προσέγγιση των οικείων του, ψευδείς κατηγορίες, απειλές, εκδικητική πορνογραφία και μια σειρά άλλων παραβιαστικών συμπεριφορών. Πρόκειται, αναμφίβολα, για επικίνδυνο φαινόμενο που πρόσφατα θεωρείται, και στη χώρα μας, ποινικό αδίκημα.
Άτομο που έχει βιώσει έμφυλη βία. Οι όροι «θύμα» και «επιζήσασα/ών» μπορούν να χρησιμοποιηθούν εξίσου. Ο πρώτος προτιμάται κυρίως στο νομικό και τον ιατρικό τομέα, ο δεύτερος σε τομείς όπως η ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη. Στη δεύτερη περίπτωση υποδηλώνει το ψυχικό σθένος και την ανθεκτικότητα του ατόμου που βιώνει/βίωσε έμφυλη βία.
Άτομο, ομάδα ατόμων ή θεσμός που ασκεί άμεσα ή στηρίζει με οποιονδήποτε τρόπο την κακοποίηση ή την άσκηση έμφυλης βίας σε άλλο άτομο. Οι δράστες διαθέτουν πραγματική ή υποτιθέμενη ισχύ και με τις πράξεις τους ασκούν έλεγχο στα θύματά τους.
Αναφέρεται στην αποκάλυψη ενός περιστατικού έμφυλης βίας. Συχνά άτομα που έχουν επιζήσει τέτοιων περιστατικών διστάζουν να τα αποκαλύψουν ή να ζητήσουν βοήθεια.
Αποδοχή ή συγκατάθεση μετά από ώριμη σκέψη σε κάποια πράξη. Το άτομο κατανοεί πλήρως τις συνέπειες της συναίνεσής του και συμφωνεί ελεύθερα, χωρίς καμία πίεση ή εξαναγκασμό.
Έννοια που αναφέρεται στις κοινωνικές διαφορές, ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, σε αντίθεση με τις βιολογικές διαφορές. Στο κοινωνικό φύλο συμπεριλαμβάνονται όλες οι κοινωνικές συμπεριφορές και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά, οι νόρμες και οι δραστηριότητες, που η εκάστοτε κοινωνία μιας δεδομένης ιστορικής περιόδου αποδίδει ως «τυπικά» στη γυναίκα και τον άνδρα.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη, θεωρείται ότι αυτές οι συμπεριφορές και τα χαρακτηριστικά εκπορεύονται «φυσικά» από το βιολογικό φύλο (sex). Αυτό όμως δεν ισχύει. Αντίθετα συγκροτούνται και επιβάλλονται από την κοινωνία. Οι άντρες και οι γυναίκες γίνονται, δεν γεννιούνται. Οι κανόνες του κοινωνικού φύλου, αν και βαθιά ριζωμένοι σε κάθε κουλτούρα, επιδέχονται διαρκούς τροποποίησης αλλά και κριτικής αμφισβήτησης, ενώ παρουσιάζουν μεγάλο εύρος τόσο μέσα στην ίδια όσο και σε διαφορετικές κουλτούρες.
Αποτελεί το σύνολο εκείνο των βιολογικών χαρακτηριστικών (π.χ. γονάδες, φυλετικά χρωμοσώματα, ορμόνες, εσωτερικά και εξωτερικά γεννητικά όργανα) που αξιοποιούνται από την ιατρική κοινότητα για να αναθέσουν σε ένα άτομο το φύλο κατά τη γέννηση του. Το βιολογικό φύλο αναφέρεται και καλύπτει όλη την ποικιλία καταστάσεων, εκ των οποίων συνηθέστερες είναι η θηλυκή (π.χ. κόλπος, κλειτορίδα, ΧΧ χρωμοσώματα, ανάπτυξη στήθους κλπ) και η αρσενική (π.χ. πέος, όρχεις, ΧΥ χρωμοσώματα κλπ). Κάποια άτομα δεν αποδέχονται την έννοια του βιολογικού φύλου και κάνουν λόγο μόνο για βιολογικά-ανατομικά χαρακτηριστικά.
Η ταυτότητα φύλου αναφέρεται στον ατοµικό και εσωτερικό τρόπο που βιώνεται το κοινωνικό φύλο (gender) από κάθε άτοµο και που µπορεί να συµπίπτει ή όχι µε το αποδοθέν κατά τη γέννησή του φύλο.
Πρόκειται για το πλέγμα των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δομών, που συντηρούν και αναπαράγουν διαφορετικούς και διακριτούς ρόλους σε γυναίκες και άνδρες.
Τα στερεότυπα γενικότερα είναι αυστηροί και άκαμπτοι όροι που περιγράφουν τα χαρακτηριστικά των μελών μιας κοινωνικής ομάδας. Αποτελούν «προκατασκευασμένες» πεποιθήσεις, παράγωγα υπερβολικών ή υπεραπλουστευμένων κρίσεων για άτομα, ομάδες, καταστάσεις. Τα έμφυλα στερεότυπα αποτελούν υποκατηγορία των στερεοτύπων και στηρίζονται στις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις για τα φύλα. Για παράδειγμα στα έμφυλα στερεότυπα εντάσσονται οι πεποιθήσεις ότι οι άνδρες είναι καταλληλότεροι από τις γυναίκες σε ανάληψη ρόλων ευθύνης, ηγεσίας, μυϊκής δύναμης και σωματικής αντοχής, ενώ οι γυναίκες θα πρέπει να περιορίζονται σε βοηθητικούς ρόλους, όπως αυτοί των επαγγελμάτων φροντίδας, της αγωγής – ανατροφής των παιδιών, της τροφού και της νοικοκυράς.
Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σύνολο των (κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, δικαστικών, συμβολικών) θεσμών, αλλά και ατομικών ή συλλογικών συμπεριφορών, που εκφράζουν, διαιωνίζουν και νομιμοποιούν την κυριαρχία των ανδρών σε βάρος των γυναικών. Παράγωγα του σεξισμού αποτελούν και η ομοφοβία, η αμφιφοβία και η τρανσφοβία.
Η πατριαρχία αποτελεί το σύστημα εκείνο που ιστορικά οργανώνει και αναπαράγει σε κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας, τις άνισες και κυριαρχικές δηλαδή σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών φύλων, της επικράτησης μιας ανδροκρατικής αντίληψης εις βάρος των γυναικών και όσων δεν ταυτίζονται με αυτή.
copyright © διοτιμα 2022, all rights reserved