Η σύμβαση αφορά στην πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, αποτελώντας σημαντικό εργαλείο στην προώθηση της έμφυλης ισότητας και της ισότιμης πρόσβασης των γυναικών σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής ζωής.
Χαιρετισμοί
Στην ημερίδα απεύθυναν χαιρετισμό η Μαρίνα Χρυσοβελώνη (υφυπουργός Εσωτερικών), η Φωτεινή Κούβελα (Γενική Γραμματέας Ισότητας των Φύλων), η Μαρία Γιαννακάκη (Γενική Γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), τονίζοντας ομόφωνα «την πολιτική βούληση και την αμέριστη στήριξή τους στη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων, που θα συμβάλλουν καταλυτικά στην έναρξη ισχύος της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης στη χώρα μας, σηματοδοτώντας τη μετάβαση από τη θεωρία στην πράξη».
Εισηγήσεις
Ακολούθησαν οι πέντε ενδιαφέρουσες κεντρικές ομιλίες, που έγιναν ενώπιον ενός -κατά κύριο λόγο- γυναικείου ακροατηρίου, όλων των ηλικιών. Η Θεοδώρα Κατσιβαρδάκου (νομικός, προϊστάμενη διεύθυνσης κοινωνικής προστασίας και συμβουλευτικών υπηρεσιών της ΓΓΙΦ) παρουσίασε τη διαδρομή μέχρι την κύρωση της Σύμβασης από το ελληνικό κράτος – μια πορεία αγώνων, πιέσεων, διεκδικήσεων που διήρκησε επτά χρόνια, από την υπογραφή της Σύμβασης από την χώρα μας (2011).
Η Μίκα Ιωαννίδου (δικηγόρος, επικεφαλής της Ελληνικής Αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Λόμπυ Γυναικών) και η Μαρία Σκαλτσά – Καραχάλιαου (αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελληνίδων Νομικών) σκιαγράφησαν το σημαντικό ρόλο των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στην κύρωση της Σύμβασης.
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου (πρόεδρος ΕΚΔΔΑ, αν. καθηγήτρια συνταγματικού δικαίου) αναφέρθηκε στο ρόλο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, τονίζοντας ότι η κύρωση αποτελεί μια «καλή πρακτική για το πώς τα κοινωνικά αιτήματα τυγχάνουν επεξεργασίας και προπαρασκευής από τη διοίκηση, οδηγώντας τελικά σε νομοθέτηση». Τέλος ο Κωνσταντίνος Κονδυλογιάννης (νομικός σύμβουλος ΓΓΙΦ) μίλησε για τη σημασία του συγκεκριμένου νόμου του κράτους.
Μετά τις κεντρικές εισηγήσεις ακολούθησαν παρεμβάσεις, ερωτήσεις, τοποθετήσεις, που αποτύπωσαν τόσο το αμείωτο ενδιαφέρον του κοινού για το ζήτημα, όσο και τη διαμόρφωση ενός πλαισίου γόνιμου διαλόγου, «τα συμπεράσματα του οποίου πρόκειται να ληφθούν υπόψη και να αξιολογηθούν, προκειμένου για την ένταξή τους στις πολιτικές ισότητας των φύλων», όπως τονίζει σε Δελτίο Τύπου η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων.
Παρέμβαση του Κέντρου Διοτίμα
Εκ μέρους του Κέντρου Διοτίμα πραγματοποίησαν παρεμβάσεις η Μαρίνα Φαρμακίδη και η Μαρία Αποστολάκη (δικηγόροι της Νομικής Υπηρεσίας του Κέντρου), οι οποίες έφεραν στο προσκήνιο αθέατα ζητήματα, που προκύπτουν από την καθημερινή άσκησης των νομικών καθηκόντων της ομάδας.
Η Μαρίνα Φαρμακίδη έκανε λόγο για την εμφάνιση μιας άτυπης συνθήκης, κυρίως κατά την εκδίκαση των προσωρινών διαταγών, σύμφωνα με την οποία οι πρόεδροι προτρέπουν, ενίοτε και φορτικά ,τους συζύγους με παιδιά να «τα βρουν».
«Στο πλαίσιο αυτής της στάσης, οι αιτούσες σύζυγοι και οι δικηγόροι τους, κατά την εκδίκαση προσωρινών διαταγών επιμέλειας, μετοίκησης και μη προσέγγισης, με πολύ σοβαρά περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, έρχονται αντιμέτωπες με μία απροκάλυπτα εκφραζόμενη κατηγορία ότι ‘’δεν έσωσαν τον γάμο τους’’ ή δεν έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κατευνάσουν τον κακοποιητή σύζυγο, πριν ή μετά τη διάσταση, π.χ. κατά την άσκηση της επικοινωνίας του με τα παιδιά.
«Με αυτές τις διαδικασίες, διαμορφώνεται ένα κλίμα ενοχής, επειδή η ‘’οικογενειακή υπόθεση’’ μεταφέρθηκε στα δικαστήρια, ενώ θα μπορούσε να λυθεί ‘’στο σαλόνι ή στα σκαλιά της πολυκατοικίας κατά την παράδοση των τέκνων’’».
«Σε κάθε περίπτωση αυτή η λογική θεωρεί ότι η υπόθεση θα μπορούσε να τύχει απλής διαχείρισης, με αποτέλεσμα έτσι να υποπίπτει σε λήθη το διακύβευμα αξιοπρέπειας, ψυχικής και σωματικής ακεραιότητας της επιζήσασας, στο όνομα της διατήρησης της οικογένειας, του κακώς εννοούμενου συμφέροντος των τέκνων και της μετα-γαμιαίας, υποτίθεται, αρμονικής σχέσης των πρώην συζύγων».
Όπως τόνισε η Μαρίνα Φαρμακίδη πρόκειται για «αντιδικονομικές και παράτυπες πρακτικές», οι οποίες θα πρέπει να εξαλειφθούν.
Από την άλλη πλευρά, η Μαρία Αποστολάκη εξέφρασε την ικανοποίησή του Κέντρου Διοτίμα «για τη ρύθμιση που εγκαθιδρύεται με την Σύμβαση της Κων/πολης, βάσει της οποίας προστατεύονται από την ‘’έκδοση απόφασης επιστροφής’’ οι ‘’παράτυπες’’ μετανάστριες – επιβιώσασες έμφυλης βίας, που καταγγέλλουν σχετικές πράξεις».
Στάθηκε δε στη σημασία της επιμόρφωσης των αστυνομικών αρχών, τονίζοντας πως: «Παρά τη βελτίωση στην ανταπόκριση σε περιστατικά έμφυλης βίας, τα τελευταία χρόνια, ακόμη διαπιστώνουμε σχετική αδράνεια σε ό,τι αφορά τις επιβιώσασες προσφύγισσες».
«Αυτές αντιμετωπίζονται συχνά στο πλαίσιο μιας ‘’πολιτισμικής’’ σχετικοποιήσης της βίας, κάτι που καθιστά δυσκολότερη την απεύθυνσή τους στις αρχές. Σε συνδυασμό μάλιστα με την έλλειψη επαρκούς διερμηνείας, η όλη πρόσβαση καθίσταται εν γένει προβληματική».