Search
Close this search box.
Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ. Γυναίκα με μαύρο φόντο μιλάει στην κάμερα. Βλέπουμε το στέρνο και το πρόσωπο της.
Πολλαπλά κενά στην υποστήριξη των αναπήρων γυναικών
Η διαθεματική προσέγγιση της έμφυλης βίας μαζί με ανάπηρες γυναίκες είναι κομβική για την ανάδειξη των θεσμικών κενών στην υποστήριξή τους.

Διαβάστε παρακάτω την εισήγηση της Έλιας Χαρίδη, Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, εκ μέρους του Κέντρου Διοτίμα, στην παρουσίαση του ντοκιμαντέρ ‘‘SAFEable. Προσβασιμότητα και Συμπερίληψη στην Ενημέρωση και Προστασία από την Έμφυλη Βία’’, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 10/12/2022 στην Ταινιοθήκη Ελλάδος.

Διπλή μορφή καταπίεσης

«Χρησιμοποιείται συχνά η ύπαρξη της αναπηρίας για να νιώσει κάποιος πιο άνετα, ίσως να φανταστεί μια θηλυκότητα ως πιο ακίνδυνη για να μπορέσει να πει κάτι που είναι ταυτόχρονα προσανατολισμένο προς την έμφυλη βία και προς το κομμάτι του μισαναπηρισμού».

Με αυτόν τον τρόπο συμπύκνωσε τη διασταύρωση της έμφυλης βίας με την αναπηρία μία από τις τυφλές γυναίκες που συμμετείχαν ενεργά στην καμπάνια και καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος ‘‘SAFEable’’.

Σε παρόμοια κατεύθυνση κινείται και η κοινωνική ανθρωπολόγος, Ράια Λιγνού, καθώς υποστηρίζει ότι «οι θέσεις υποκειμένων που καταλαμβάνουν οι ανάπηρες ‘γυναίκες’ υπόκεινται σε τουλάχιστον διπλή μορφή καταπίεσης […] τουλάχιστον διπλή, γιατί οι εμπειρίες των ανάπηρων ‘γυναικών’ διαφοροποιούνται τόσο στο εσωτερικό τους, όσο και με όρους έμφυλους, κοινωνικής τάξης, ηλικίας και σεξουαλικότητας» (2019: 157).

Διαθεματική προσέγγιση

Τα παραπάνω είναι χαρακτηριστικά του δρόμου που ακολούθησε το Κέντρο Διοτίμα στη συνεργασία της με τη liminal για τη διαθεματική διερεύνηση και παρουσίαση της έμφυλης βίας στην αισθητηριακή αναπηρία.

Λαμβάνοντας υπόψιν, αφενός μία φεμινιστική προσέγγιση της έμφυλης βίας και αφετέρου, τη θεώρηση του κοινωνικού μοντέλου για τον κοινωνικό αποκλεισμό των ανάπηρων γυναικών, βασικό μέλημα ήταν να εξεταστούν και στη συνέχεια να επικοινωνηθούν, πάντα σε συνεργασία με αισθητηριακά ανάπηρες γυναίκες, οι πολλαπλοί αποκλεισμοί, οι σύμπλοκες κανονικοποιήσεις και καταπιέσεις που προκύπτουν από τις σχέσεις εξουσίας που ενεργοποιούνται κατά τη διασταύρωση της πατριαρχίας με το μισαναπηρισμό.

Παράλληλο μέλημα ήταν να προσδιοριστεί το είδος φροντίδας και μέριμνας που απαιτεί η προστασία των ανάπηρων γυναικών από την έμφυλη βία, χωρίς να ενδώσουμε σε, αλλά αντιθέτως να αποδυναμώσουμε πατερναλιστικούς και στερεοτυπικούς  λόγους περί αδυναμίας, τραγικότητας και ατομικής ευθύνης του ανάπηρου «θύματος» κακοποίησης.

Θεσμικά κενά

Η διαθεματική αυτή προσέγγιση της βίας και η συν-δημιουργία με ανάπηρες γυναίκες υπήρξαν κομβικές για την ανάδειξη των πολλαπλών κενών που υπάρχουν σε κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο, τόσο για την προστασία των ανάπηρων γυναικών από την έμφυλη βία, όσο και για την υποστήριξη τους στο ενδεχόμενο κακοποίησης.

Κάποια από τα πιο βασικά είναι: 1) έλλειψη προσβάσιμης ενημέρωσης για την έμφυλη βία και τα σχετικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, 2) απουσία εκπαίδευσης σε θέματα αναπηρίας του προσωπικού των δομών για κακοποιημένες γυναίκες και σε θέματα έμφυλης βίας του προσωπικού των δομών για ανάπηρα άτομα, 3) μη-προσβάσιμες δομές για κακοποιημένες γυναίκες, 4) δυσκολία εύρεσης εργασίας και, άρα, δυσκολία μίας ανάπηρης γυναίκας να αυτονομηθεί οικονομικά και να εγκαταλείψει το κακοποιητικό περιβάλλον.

Στερεότυπα και εμποδια

Διάφορα βαθιά ριζωμένα στερεότυπα παγιώνουν και αναπαράγουν τα παραπάνω κενά, όπως αυτό περί αποκλείνουσας ή υπολείπουσας θηλυκότητας και σεξουαλικότητας των ανάπηρων γυναικών. Ή εκείνο περί αδυναμίας τους να μεταφέρουν τα όσα συνέβησαν, ώστε να προβούν για παράδειγμα σε καταγγελία και να γίνουν πιστευτές, ή ακόμη και κατανοητές, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις που δεν είναι διαθέσιμη διερμηνεία στην ελληνική νοηματική γλώσσα.

Τα εμπόδια αυτά, και η έλλειψη εμπιστοσύνης, ο έντονος δισταγμός ή και ο φόβος που μπορεί να νιώσει μία ανάπηρη γυναίκα για να μιλήσει ανοιχτά ώστε να λάβει τη βοήθεια που χρειάζεται, συνόψισε μία από τις τυφλές συμμετέχουσες στις ομάδες συζήτησης που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος:

«Αν μία γυναίκα πει ‘ωραία το επόμενο επίδομα πάει για να μετακομίσω, γιατί δεν αντέχω άλλο, θέλω να ζήσω μόνη μου […]’, μπορεί να μη βρει καθόλου υποστήριξη. Για μία γυναίκα με αισθητηριακή αναπηρία θα ήθελα, σε κάθε δομή από αυτές που υπάρχουν ή φτιάχνονται, να υπάρχει […] μια γυναίκα αρμόδια να ξέρει τι να κάνει μαζί της. Από το πολύ απλό, πώς θα την υποδεχτεί, θα τη συνοδεύσει, θα την ενημερώσει, μέχρι το πώς θα της δώσει τις κατευθύνσεις ώστε να βρει υποστήριξη. Αυτό δεν υπάρχει. Οπότε […] πιο πιθανό είναι να της πω, έλα σπίτι μου να μείνεις, παρά να τη στείλω κάπου που θα νιώσει άβολα […] Έχει φύγει από ένα περιβάλλον που είναι τραυματισμένη. Εγώ δεν ξέρω αν θα μπορούσα να πάρω την ευθύνη να την επανατραυματίσω».

Αυξημένη έκθεση των ανάπηρων γυναικών στη βία

Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία και κάποιες λίγες έρευνες που έχουν διεξαχθεί για τη σχέση μεταξύ έμφυλης βίας και αναπηρίας (βλ. ενδεικτικά Mays 2006, Nixon 2009, Curry κ.ά. 2011, Νταλάκα 2022), οι ανάπηρες γυναίκες αντιμετωπίζουν περισσότερες πιθανότητες στη διάρκεια της ζωή τους να βιώσουν κάποιο περιστατικό βίας ή να ζήσουν σε μία κακοποιητική σχέση, όπου ενδέχεται να παραμείνουν και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Οι λόγοι για αυτή την αυξημένη έκθεση των ανάπηρων γυναικών στη βία, καθώς και το ότι πολύ μικρό ποσοστό αποφασίζει να την αποκαλύψει, είναι πολλοί και περίπλοκα συνδεόμενοι.

Φροντιστές κακοποιητές

Παράλληλα με όσους αναφέρθηκαν παραπάνω, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο παίζει επίσης και το ότι: 1) ο κακοποιητής συχνά είναι ο σύντροφος/σύζυγος που αναλαμβάνει καθημερινά χρέη προσωπικής φροντίδας και βοήθειας (αυτά του φροντιστή/προσωπικού βοηθού/συνοδού/ διερμηνέα νοηματικής), και 2) ανάλογα με το είδος της αναπηρίας, μπορεί να απαιτείται πιο συχνή έκθεση μίας γυναίκας σε ιατρικά πλαίσια ή/και ιδρύματα, όπου το προσωπικό συχνά αποδεικνύεται κακοποιητικό.

Όπως έχει υποστηριχθεί από κοινωνικούς μελετητές της αναπηρίας, «η ανάγκη για προσωπική βοήθεια [αποτελεί] μία ευαλωτότητα απέναντι στην κακοποίηση». Ωστόσο, «εάν ένα άτομο έχει το νόμιμο δικαίωμα να λάβει υπηρεσίες ή τα οικονομικά μέσα να προσλάβει το δικό του προσωπικό βοηθό, θα ασκεί έναν πιο αυτόνομο έλεγχο και θα είναι λιγότερο πιθανό να βιώσει κακοποίηση. Είναι η κοινωνική θέση που δημιουργεί εξάρτηση και ευαλωτότητα, και όχι η φυσική αναπηρία» (Shakespeare στο Calderbank 2000: 526).

Η ταξική διάσταση στην αναπηρία ορθώς εισάγεται στο σύμπλεγμα πατριαρχίας και μισαναπηρισμού, καθώς η φτώχεια αποτελεί μία από τις βασικές παραμέτρους εγκλωβισμού των ανάπηρων γυναικών στην έμφυλη βία (Balderston 2013).

Και θα μπορούσαν, επίσης και κατά περίπτωση, να εισαχθούν και άλλοι παράγοντες  που περιπλέκουν περισσότερο τη διαθεματική προσέγγιση της έμφυλης βίας στην αναπηρία (π.χ. εθνικότητα και μετανάστευση, ηλικία, (μονο)γονεϊκότητα, κ.ο.κ.).

Στηρίζοντας ανάπηρες γυναίκες

Λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι ανάπηρες γυναίκες βιώνουν συχνά διαφορετικές μορφές έμφυλης βίας που σχετίζονται με το είδος της αναπηρίας τους, το ζήτημα είναι να δούμε και να στηρίξουμε το ανάπηρο και έμφυλα κακοποιημένο σώμα και υποκείμενο, στις συγκεκριμένες εμπειρίες και ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν εν μέσω των σχέσεων εξουσίας, κανονικοποίησης και καταπίεσης που πλέκουν το μισαναπηρικό και πατριαρχικό σύστημα, πολύ συχνά μαζί με το ρατσιστικό, το καπιταλιστικό, κ.ο.κ.

Σύμφωνα με θεωρήσεις της δημόσιας κοινωνικής ανθρωπολογίας μία «καμπάνια κοινωνικής αλλαγής» μπορεί να έχει επιτυχία αν «αποκαλύψει τα μοτίβα κατασκευής της δράσης και της γνώσης και […] τις κανονιστικές υποθέσεις που κινούν την ιδεολογία» (Besteman 2013: 5).

Στην περίπτωση της έμφυλης βίας στην αναπηρία, απαραίτητο για κάτι τέτοιο είναι να κάνουμε κατανοητό ότι η αναπηρία δεν κάνει εξ αρχής μία γυναίκα πιο ευάλωτη στη βία, αλλά ότι γυναίκες που χρειάζονται κάποιο είδος φροντίδας και εξαρτώνται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από άλλους, βρίσκονται σε μία ευάλωτη θέση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην κακοποίηση, είτε αυτή συμβαίνει στον ιδιωτικό είτε στο δημόσιο χώρο.

Οι καμπάνιες δεν οδηγούν πάντα σε άμεσες αλλαγές του κοινωνικοπολιτικού, αλλά λειτουργούν στη βάση μακροχρόνιων οραμάτων.

Ευελπιστούμε, λοιπόν, ότι με αυτή μας την προσπάθεια, και άλλες στο μέλλον, θα «συμβάλλουμε στη μετατόπιση του πλαισίου αντίληψης, στην αλλαγή του λόγου, ή στην επέκταση του φάσματος του πιθανού» (όπ.π.), για το ποιες μπορεί να είναι οι εμπειρίες των ανάπηρων γυναικών επιζωσών έμφυλης βίας και πώς μπορούν να υποστηριχθούν στις ανάγκες τους με την πρέπουσα ασφάλεια και αξιοπρέπεια, χωρίς να επαναθυματοποιηθούν και επανατραυματιστούν.

 

Βιβλιογραφία

Balderston, Susie 2013. «Victimised again? Intersectionality and Injustice in Disabled Women’s Lives after Hate Crime and Rape». Gendered violence: Macro and micro settings. Advances in Gender Research 18A: 17 – 51.

Besteman, Catherine 2013. «Three Reflections on Public Anthropology». Anthropology Today 29(6): 3 – 6.

Calderbank, Rosemary 2000. «Abuse and Disabled People: Vulnerability or Social Indifference?». Disability & Society 15(3): 521 – 534.

Curry, Mary Ann, Paula Renker, Susan Robinson-Whelen, Rosemary B. Hughes, Paul Swank, Mary Oschwald και Laurie E. Powers 2011. «Facilitators and Barriers to Disclosing Abuse Among Women With Disabilities». Violence and Victims 26(4): 430 – 444.

Mays, Jennifer M. 2006. «Feminist Disability Theory: Domestic Violence against Women with a Disability». Disability & Society 21(2): 147 – 58.

Nixon, Jennifer 2009. «Domestic Violence and Women with Disabilities: Locating the Issue on the Periphery of Social Movements». Disability & Society 24(1): 77 – 89.

Νταλάκα, Ελένη 2022. «Βία κατά των Γυναικών με Αναπηρία: Έννοιες, Θεσμοί, Πολιτικές». Κοινωνική Πολιτική 16: 59 – 75.

Λιγνού, Ράια 2019. «Και Ανάπηρες και ‘Γυναίκες’ (…)». Στο Community Course on Intersectionality. Αθήνα: Feminist Autonomous Center for Research.

share

πρόσφατα άρθρα

Μετάβαση στο περιεχόμενο