Η έρευνα του Κέντρου Διοτίμα εξετάζει κατά πόσο οι υπηρεσίες αντιμετώπισης της έμφυλης βίας στην Ελλάδα καλύπτουν τις ανάγκες του προσφυγικού και μεταναστευτικού πληθυσμού (κορίτσια, αγόρια, άνδρες, γυναίκες), και αν υπάρχουν εμπόδια στην πρόσβαση τους σε αυτές. Παράλληλα διερευνά τη λειτουργικότητα του συστήματος απόκρισης στην έμφυλη βία και διατυπώνει προτάσεις πολιτικής που θα συμβάλουν στη βελτίωση του.
Η έρευνα διεξήχθη με την υποστήριξη της UNICEF και τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών, το 2018.
Το πλαίσιο της έρευνας
Οι διαρθρωτικές αλλαγές στο ελληνικό σύστημα προστασίας των προσφύγων, και ιδίως το σύστημα απόκρισης στην έμφυλη βία και η μετάβασή του από μια καθοδηγούμενη κυρίως από ΜΚΟ απόκριση κατά τη διάρκεια μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης σε μια απόκριση στην οποία ο δημόσιος τομέας αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, κατέστησαν αναγκαίο να εκτιμηθεί η πρόοδος που έχει σημειωθεί ως τώρα, να εντοπιστούν οι υφιστάμενες αλλά και νέες ανάγκες και να αξιολογηθεί η βιωσιμότητα των σημερινών πολιτικών προσεγγίσεων.
Επιπλέον, δεδομένου ότι το εθνικό σύστημα προστασίας από την έμφυλη βί α επικεντρώνεται αποκλειστικά σε επιζώσες υπάρχει επιτακτική ανάγκη να διερευνηθεί η ικανότητα απόκρισης όχι μόνο όσον αφορά στις πτυχές (πολιτισμικής) διαφοροποίησης αλλά και στις ανάγκες άλλων ομάδων που αντιμετωπίζουν έμφυλη βία, όπως ενήλικες άνδρες κ αι παιδιά.
Τα παιδιά που έχουν επιζήσει από σεξουαλική κακοποίηση, τα οποία εξυπηρετούνται σήμερα από το ευρύτερο πλαίσιο προστασίας των παιδιών, έχουν παραμείνει εκτός του πεδίου των εξειδικευμένων υπηρεσιών, διαδικασιών και ρυθμίσεων περί προστασίας και ασφάλειας που προβλέπονται από το εθνικό πλαίσιο προστασίας από την έμφυλη βία.
Με βάση τα παραπάνω, η παρούσα έρευνα, στηριζόμενη στις υπάρχουσες γνώσεις, κάνει ένα βήμα προς την κατεύθυνση της συνολικής αξιολόγησης της διαθεσιμότητας, της προσβασιμότητας και της ποιότητας των υπηρεσιών αντιμετώπισης της έμφυλης βίας που ανταποκρίνονται στις ανάγκες του προσφυγικού και μεταναστευτικού πληθυσμού (γυναικών, ανδρών, κοριτσιών και αγοριών) και εξάγει προληπτικά συμπεράσματα και συστάσεις σχετικά με την κρατική ικανότητα απόκρισης στην έμφυλη βία υπό το φως της τρέχουσας μεταβατικής φάσης στην Ελλάδα.
Για τον σκοπό αυτό, η παρούσα έρευνα διατρέχει τις υπηρεσίες που παρέχονται από κρατικούς και μη κρατικούς φορείς και αναλύει τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που γεννά το υπό διαμόρφωση καθεστώς προστασίας.
Συνεπώς, εξετάζει την ανάγκη κάλυψης των μόνιμων κενών και των συνεχώς αυξανόμενων αναγκών παροχής ολοκληρωμένης υποστήριξης σε άτομα που επέζησαν έμφυλης βίας υπό το πρίσμα του αυξανόμενου ρόλου και συμμετοχής του κράτους.
Ακολουθώντας μια ποιοτική προσέγγιση και συγκεντρώνοντας τους προβληματισμούς και τα διδάγματα που αντλήθηκαν από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς, συμπεριλαμβανομένων για πρώτη φορά και των ίδιων των ωφελούμενων, η έρευνα επιχειρεί, επίσης, να ρίξει φως στα διάφορα εμπόδια όσον αφορά στην προσβασιμότητα στις υφιστάμενες υπηρεσίες, στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και στην ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις ανάγκες όσων τις χρησιμοποιούν.
Βασιζόμενη σε δεδομένα και στοιχεία που αντλήθηκαν από το πεδίο, η έρευνα εντοπίζει κακές και καλές πρακτικές, συνοψίζει τα βασικά σημεία δράσης που σχετίζονται με τη χάραξη πολιτικής και την ανάπτυξη προγραμμάτων και διατυπώνει διαρθρωτικές συστάσεις σχετικά με την αποτελεσματική κατανομή των πόρων για τη διατήρηση και την εξέλιξη της ικανότητας απόκρισης της Ελλάδας στην έμφυλη βία.
Η παρούσα έκθεση υιοθετεί τον ορισμό της έμφυλης βίας που διατυπώθηκε από τη UNICEF , σύμφωνα με τον οποίο η έμφυλη βία αποτελεί έναν όρο ομπρέλα για κάθε επιβλαβή πράξη που διαπράττεται ενάντια στη βούληση ενός ατόμου και βασίζεται σε κοινωνικά ορισμένες διαφορές (κοινωνικό φύλο) μεταξύ αρσενικών και θηλυκών.
Συμπεριλαμβάνει πράξεις που προκαλούν σωματικά, σεξουαλικά ή ψυχικά τραύματα, απειλές τέτοιων πράξεων, εξαναγκασμό και στέρηση ελευθερίας του ατόμου. Αυτές οι πράξεις μπορεί να συμβούν σε ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο.
Όσον αφορά στη βία σε βάρος των παιδιών, η παρούσα έρευνα επικεντρώνεται σε παιδιά που επέζησαν σεξουαλικής κακοποίησης.
Όσον αφορά τις γεωγραφικές διακυμάνσεις, η έρευνα επικεντρώνεται σε επιλεγμένες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας και των νησιών και διερευνά τις υπηρεσίες που παρέχονται τόσο στις ανοιχτές δομές φιλοξενίας όσο και σε αστικά περιβάλλοντα από: α) τον κρατικό/δημόσιο τομέα και β) τις διεθνείς ΜΚΟ και τις τοπικές ΜΚΟ, καθώς και τις συσχετίσεις μεταξύ τους.
Το γεωγραφικό πεδίο της έρευνας περιλαμβάνει τις περιφέρειες της Ελλάδας όπου εντοπίζεται η πλειοψηφία του προσφυγικού πληθυσμού, προκειμένου να εξασφαλίσει μια πανελλαδική εικόνα: Αττική, Κεντρική Μακεδονία (Θεσσαλονίκη), Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (Έβρος) και Βόρειο Αιγαίο (Λέσβος).
Eπιμέρους στόχοι
- Η καλύτερη κατανόηση του νομικού, πολιτικού και διαδικαστικού πλαισίου που ρυθμίζουν τις υπηρεσίες πρόληψης και αντιμετώπισης της έμφυλης βίας στην Ελλάδα, τους τρόπους με τους οποίους σχετίζονται με τον προσφυγικό και μεταναστευτικό πληθυσμό (άντρες, γυναίκες, κορίτσια, αγόρια), καθώς και ο εντοπισμός αναγκών που δεν καλύπτονται.
- Η χαρτογράφηση των υφιστάμενων υπηρεσιών πρόληψης και απόκρισης στην έμφυλη βία που παρέχονται από δημόσιους φορείς και διεθνείς και τοπικές ΜΚΟ στην Ελλάδα σε ένα εύρος τομέων και περιοχών και η αποτύπωση των περιφερειακών διακυμάνσεων στην Αττική, την Κεντρική Μακεδονία (Θεσσαλονίκη), την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη (Έβρος) και το Βόρειο Αιγαίο (Λέσβος).
- Η αποσαφήνιση του υφιστάμενου συστήματος παραπομπών περιστατικών έμφυλης βίας , η ανάλυση των τρόπων με τους οποίους χρησιμοποιούνται στην πράξη από τους εμπλεκόμενους φορείς, και ο εντοπισμός δυνατών σημείων αλλά και προκλήσεων, εμποδίων και οι παραλείψεων.
- Η αξιολόγηση της ικανότητας και της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας, ψυχοκοινωνικής στήριξης και ασφάλειας κατά τη διάρκεια των διαδικασιών εντοπισμού, παραπομπής και διαχείρισης ενός περιστατικού έμφυλης βίας.
- Ο εντοπισμός καλών και/ή υποσχόμενων πρακτικών.
- Η εκτίμηση του βαθμού που οι εμπλεκόμενοι φορείς κατανοούν τα εμπόδια και τους φραγμούς όσον αφορά στην προσβασιμότητα των υπηρεσιών και η άσκηση θετικής επιρροής σε αλλαγές πολιτικής και διοικητικών πρακτικών μέσω προτάσεων που βασίζονται σε στοιχεία.
Ερευνητική ομάδα
Μαρία Λιάπη, Επιστημονικά Υπεύθυνη
Χρύσα Γιαννοπούλου, Κεντρική Ερευνήτρια
Θανάσης Τυροβολάς, Ερευνητής
Τζένη Κουντούρη – Τσιάμη, Ερευνήτρια
Στέλλα Σαράτση, Συντονίστρια