O Γιώργος Τσαντιράκης, ψυχολόγος του Κέντρο Διοτίμα, συμμετείχε στη συζήτηση “Bodies II: homonationalism revisitid” με καλεσμένη τη θεωρητικό στις κουίρ σπουδές, Jasbir Puar, στο πλαίσιο της έκθεσης “Plásmata: Bodies, Dreams, and Data”, στις 21 Ιουνίου 2022, στο Πεδίο του Άρεως.
Διαβάστε όλη την εισήγηση παρακάτω:
Ψυχολογική υποστήριξη σε επιζώντες
Ερχόμενος εδώ στην αποψινή μας συνάντηση φέρω τον ρόλο του ψυχολόγου στο Κέντρο Διοτίμα σε ένα πρόγραμμα που μεταξύ άλλων προσφέρει ψυχολογική υποστήριξη σε πρόσφυγες – επιζώντες έμφυλης βίας, στο πλαίσιο βασανιστηρίων.
Η πλειονότητα των ανθρώπων που βλέπουμε: κατάγονται από χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και τη Μέση Ανατολή, συνήθως εμφανίζουν ενεργό ψυχοπαθολογία, δεν έχουν υποστηρικτικό δίκτυο και δεν διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα.
Επισημάνω ξανά ότι είναι επιζώντες έμφυλης βίας. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είχαν βιαστεί ή καταστεί σεξουαλικά ανίκανοι, ως ένας τρόπος ευνουχισμού.
Τα αίτια των παραπάνω συμβάντων διαφέρουν, οφείλονται σε: εθιμικούς κανόνες, οικογενειακές νόρμες, ενώ το πιο σύνηθες είναι οι λόγοι να έχουν πολιτικές (διωγμοί από το καθεστώς) ή /και ταξικές ρίζες.
Σε μια προσπάθεια οι άνθρωποι αυτοί να έρθουν σε αντίθεση με τα συμφέροντα και καθεστώτα ισχύος στις χώρες καταγωγής τους, υπέστησαν μια σειρά βασανιστηρίων που είχαν έμφυλη διάσταση.
Βασανιστήρια με έμφυλη διάσταση
Η άλλη μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που υποδεχόμαστε είναι άνδρες που διαφοροποιούνται από τα κυρίαρχα πρότυπα αρρενωπότητας δηλαδή δεν είναι άντρες «όπως θα έπρεπε να είναι», διαφέρουν ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την έκφραση φύλου ή απλά δεν είναι τόσο επιδεικτικά κυριαρχικοί αρσενικοί.
Αποτέλεσμα της διαφοροποίησης τους είναι να κινδυνέψει η ζωή τους. Η κοινότητα τους προσπάθησε να τους θανατώσει με διάφορους τρόπους ή απλά να τους εξοστρακίσει με βία. Άλλη εκδοχή που εμφανίζεται είναι περιπτώσεις ανδρών που σε ένα σκληρά «ανταγωνιστικό» πατριαρχικό περιβάλλον γίνονται δέκτες της βίας των άλλων ισχυρότερων ανδρικών μορφών του περιβάλλοντος τους.
Ως αποτέλεσμα αυτού εμφανίζονται μακροχρόνιοι βιασμοί συνήθως ανήλικων ανδρών και μια εθιμικά εγκατεστημένη κατάσταση υποτέλειας στην εξουσία των «Άλλων» κυρίαρχων αρρενωποτήτων.
Η υπηρεσία μας έρχεται σε επαφή με ένα πληθυσμό πολλαπλά ευάλωτο και αποκλεισμένο. Ένα πλήθος ανδρών αποκομμένο από τα κοινωνικά τους σύνολα, από τους πατρογονικούς τους τόπους, καταγόμενοι από τις χώρες που εντάσσονται εκτός Δύσης, όπου εκεί είναι στιγματισμένοι ως διαφορετικοί και εξοστρακισμένοι.
Έχουν δεχτεί βία που δημιούργησε ένα ρήγμα ανάμεσα σε αυτό που ήταν και αυτό που αντικρίζουν στο σήμερα ως «εαυτός» τους. Οι συνθήκες αυτές τους ωθούν σε κάποιον «ειδικό» αναζητώντας να «γίνουν καλά». Η ερώτηση που μπορεί να γεννηθεί είναι:
Τι μπορούν οι αφηγήσεις τους να προσφέρουν σε μια συζήτηση γύρω από τον ομοεθνικισμό, ειδικά σε ένα τόπο όπως η Ελλάδα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχηματίζεται ως σύνορο «του δυτικού» ή της «Ευρώπης»;
Αφηγήσεις και ατέρμονες σιωπές
Συνήθως οι αφηγήσεις των ανθρώπων είναι αποσπασματικές, διαλυμένες και πολλές φορές βυθισμένες σε μεγάλες ατέρμονες σιωπές που μοιάζουν σαν έχουν παγώσει. Ο εσωτερικός συναισθηματικός τους κόσμος μπλέκεται με το κοινωνικό και το πολιτικό παρελθόν στις χώρες καταγωγής-στο ταξίδι τους και στα βιώματα τους σήμερα.
Οτιδήποτε αναφέρω στη σημερινή μας συζήτηση διαμεσολαβείται από τη θέση μου ως «λευκός, προνομιούχος, ειδικός» που ίσως οι εκτιμήσεις μου να έχουν αποτελέσματα άμεσα ή έμμεσα στη δική τους προσπάθεια να βγάλουν χαρτιά ή να καταφέρουν να αποκτήσουν μια ζωή που να αξίζει να βιωθεί. Η παράμετρος αυτή επηρεάζει την αφήγηση τους ενώπιον του ειδικού.
Θέλω να γίνω «φυσιολογικός»
Το κύριο αίτημα των ανθρώπων, που με έχει προβληματίσει αρκετά είναι: Θέλω να γίνω
«φυσιολογικός». Καθώς διερευνάται αυτό το αίτημα οι βασικές του πλευρές είναι:
«να βρεθεί ένα σπίτι για να μείνω, μια δουλειά για να επιβιώσω, το δικαίωμα να μπορώ να κυκλοφορώ ελεύθερος, τη δυνατότητα να μη φοβάμαι για τη σωματική μου ακεραιότητα».
Ακόμα υπάρχει μια επιπλέον σημασία του να μπορεί να αναγνωριστεί ως ανθρώπινο ον. Αναφέρουν συνήθως: «ήρθα στην Ευρώπη γιατί πίστευα ότι εδώ υπάρχουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά αυτό που συναντούν είναι ένας συνεχής αποκλεισμός».
Υπάρχει μια άρρητη και την ίδια στιγμή κυρίαρχη εσωτερική εντολή: «οφείλω να αντέξω και να προσπαθώ συνεχώς, για να τα καταφέρω. Αν θα τα καταφέρω είναι ατομική υπόθεση-ατομική ευθύνη». H δυσκολία πρέπει να κρύβεται.
Σαν είναι απαγορευτικό, το να δείξει κάποιος την αδυναμία, την ευαλωτότητά του. Χρειάζεται κάποιος να περάσει πολλά διαφορετικά σύνορα χρονικά, χωρικά, πολιτισμικά.
Κανονικοποιημένη «Λευκότητα»
Κάποιος για να γίνει «φυσιολογικός» χρειάζεται να αλλάξει, να αποδείξει την αξία του, να τα καταφέρει, να ανέβει την κοινωνική ιεραρχία, για να ενδυθεί την κανονικοποιημένη «Λευκότητα».
Πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους συντελείται μια διαδικασία υποκειμενοποίησης, που για να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία οφείλουν να επανακατασκευάσουν το ποιοι είναι και το πως είναι.
Εντός αυτής της διαδικασίας προεξάρχοντα συναισθήματα είναι η συνεχής ενοχή και ο έντονος φόβος που σχετίζεται με την επιβίωση τους και τη δυνατότητα να βρουν ένα «μέλλον» στο ρευστό τοπίο της σύγχρονής ελληνικής πραγματικότητας.
Τα παραπάνω συναισθήματα συνδέονται με τους πολλαπλούς αποκλεισμούς που βιώνουν, αποκλεισμένοι ανάμεσα σε αποκλεισμένους.
Διαδικασίες υποκειμενοποίησης
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, η εν λόγω διαδικασία υποκειμενοποίησης εντάσσεται σε ένα τρόπο διακυβέρνησης που το υποκείμενο βλέπει τον εαυτό του ως αποτέλεσμα των ατομικών επιλογών και ατομικών προσπαθειών του.
Αποκόβεται από τις πλευρές του εαυτού που δεν αρμόζουν στο πλαίσιο. Δεν αναγνωρίζει ότι αποτελεί μέρος μιας συλλογικής ιστορίας, που ξεπερνά τα όρια του ατομικού του βίου. Αν βλέπω τον εαυτό μου ότι είναι στο μηδέν έρχεται ως μονόδρομος η μίμηση του «Λευκού», γιατί έτσι θα μπορέσω να υπάρξω και να αναγνωριστώ ως «άνθρωπος».
Χρειάζεται να ξεχαστούν τα κομμάτια της ιστορίας (προσωπικής ή συλλογικής), του παρελθόντος και τόπου καταγωγής γιατί δεν αξίζουν ή δεν επιτρέπεται να μνημονευτούν.
Η Ευρώπη και η Δύση γενικότερα υπόσχεται την αναγνώριση των ανθρώπινων δικαιωμάτων παρότι ούτε η πρόσβαση ούτε η απόλαυση αυτών δεν εξασφαλίζεται από τις ασκούμενες πολιτικές και την βιοπολιτική στην οποία υπόκεινται.
Μας φέρνει στη σκέψη την έννοια της διπλής συνείδησης που αναφέρεται στην ψυχολογική πρόκληση και πίεση να βλέπουν τα υποτελή υποκείμενα τον εαυτό τους μέσα από τα μάτια μιας ρατσιστικής και ετεροκανονικής πατριαρχικής κοινωνίας (Fanon).