Με αφορμή την ψήφιση σήμερα (11/11/21) από τη βουλή του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» το Κέντρο Διοτίμα καταθέτει τους προβληματισμούς του για την τροποποίηση του άρθρου 228 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 118).
Σύμφωνα με την προτεινόμενη τροποποίηση, η διαδικασία που ισχύει κατά την εξέταση θυμάτων εμπορίας ανθρώπων και ανηλίκων επεκτείνεται και στην εξέταση των θυμάτων όλων των σεξουαλικών εγκλημάτων που μεταξύ των άλλων περιλαμβάνουν τον βιασμό και τη σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, όπως και άλλες πράξεις (π.χ. κατάχρηση σε γενετήσια πράξη, κ.λπ. κ.α.).
Με βάση τη νέα διάταξη, θα διορίζεται και θα παρίσταται, ως πραγματογνώμονας ψυχολόγος ή ψυχίατρος, ο οποίος θα προετοιμάζει την παθούσα/όντα για την εξέταση από τις ανακριτικές αρχές (π.χ. αστυνομία, ανακριτής), χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους και θα αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάστασή της/του.
Δεύτερον, η κατάθεση των παθόντων για τα προαναφερόμενα αδικήματα θα συντάσσεται εγγράφως και θα καταχωρίζεται σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο με την πρόβλεψη για την ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης ή την ανάγνωση της γραπτής κατάθεσης στο ακροατήριο να αναπληρώνει την φυσική παρουσία των θυμάτων/ επιζωσών στο δικαστήριο.
Τέλος, για τα θύματα των παραπάνω πράξεων επιβάλλεται η διενέργεια ειδικής κοινωνικής έρευνας για την αξιολόγηση των προσωπικών χαρακτηριστικών τους, της σχέσης τους με τον δράστη και των συνθηκών τέλεσης του εγκλήματος, του βαθμού της βλάβης που υπέστησαν καθώς και των περιστάσεων του εγκλήματος προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος επαναθυματοποίησής τους (όπως αναφέρεται στην ανάλυση των συνεπειών της ρύθμισης)[1].
Στην περίπτωση αυτή, η κοινωνική έρευνα θα μπορεί να διεξαχθεί και από κοινωνικούς λειτουργούς δήμων ή περιφερειών.
Η διεύρυνση των παραπάνω προβλέψεων σε θύματα εγκλημάτων όπως ο βιασμός και η σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, στερείται δικαιολογητικής βάσης, με δεδομένο ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν ανήλικα άτομα και θύματα εμπορίας ανθρώπων και έχουν εισαχθεί στη νομοθεσία της χώρας σε συμμόρφωση με διεθνή κείμενα (π.χ. συμφώνα με τον Ν. 3625/2007 «Κύρωση, εφαρμογή του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία και άλλες διατάξεις»), με στόχο να διασφαλίσουν την προστασία θυμάτων που αποδεδειγμένα και εξ ορισμού είναι ευάλωτα.
Αντιθέτως, τα θύματα βιασμού ή σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, ούτε μπορούν να θεωρηθούν εκ προοιμίου ευάλωτα ούτε είναι ευάλωτα αποκλειστικά και μόνο λόγω του ότι είναι θύματα έμφυλης βίας, ώστε να δικαιολογείται η κατάθεσή τους στο πλαίσιο διαφορετικών και φερόμενων ως προστατευτικών διαδικαστικών προϋποθέσεων. Επομένως η εισαγόμενη διάταξη εγείρει προβληματισμό για τον σκοπό νομοθέτησής της.
Εξάλλου, η εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας και της ψυχολογικής κατάστασης των θυμάτων αυτών των πράξεων πριν την κατάθεσή τους, όπως και η διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας, εκτός του ότι δεν αιτιολογείται με βάση την ανάγκη προστασίας τους ως ευάλωτων, όπως συμβαίνει με τα ανήλικα άτομα και τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, υποβιβάζει την εγκυρότητα της κατάθεσής τους, αμφισβητεί εμμέσως την ικανότητά τους να αντιληφθούν και να αξιολογήσουν ό,τι τους συνέβη και να το καταγγείλουν, σε αντιδιαστολή προς τα θύματα άλλων εγκληματικών πράξεων του ποινικού κώδικα.
Το κυριότερο όμως είναι ότι με την νέα διάταξη επιλέγεται η διενέργεια μιας υποχρεωτικής ιατρικής πράξης, όπως σημειώνεται και στην σχετική έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της βουλής για το σχέδιο νόμου, σε όλα τα θύματα βιασμού και σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας χωρίς εξατομικευμένη κρίση, η οποία προσβάλλει το δικαίωμά τους σε αναγνώριση και σεβασμό, αλλά και το δικαίωμά τους να υποβάλλονται μόνο στις απολύτως αναγκαίες ιατρικές πράξεις στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην Οδηγία 2012/29.[2]
Με την προτεινόμενη τροποποίηση αποδυναμώνεται και περιχαρακώνεται με άχρηστα προστατευτικά διαδικαστικά πλέγματα η προφορική κατάθεση των θυμάτων στο ακροατήριο χωρίς μάλιστα αυτό να προκύπτει μετά από δική τους αίτηση, με αποτέλεσμα τα θύματα να καθίστανται πρόσωπα «ωσεί παρόντα» στην ποινική δίκη επ’ ωφελεία του παρόντος κατηγορουμένου.
Οι προαναφερόμενες προβλέψεις, εκτός από τις δικονομικές ακυρότητες που θα δημιουργήσουν, αμφισβητούν την ικανότητα των δικαστικών λειτουργών να εκτιμήσουν και να αξιολογήσουν τις καταθέσεις των θυμάτων/επιζωσών, παρεμβαίνοντας έτσι στο έργο της δικαιοσύνης.
Αμφισβητούν επίσης το γεγονός ότι έμφυλη βία μπορεί να βιώσει οποιοδήποτε άτομο ανεξάρτητα από την κατάσταση της ψυχικής ή πνευματικής του υγείας καθώς και την ικανότητα και ψυχική/ πνευματική συγκρότηση του θύματος να μιλήσει για ό,τι έχει υποστεί αν προηγουμένως δεν αξιολογηθεί από ειδικό ψυχολόγο ή ψυχίατρο. Επιχειρώντας δηλαδή ο νομοθέτης να μη καταστρατηγήσει τα δικαιώματα του κακοποιητή-κατηγορουμένου, κινδυνεύει να καταστρατηγήσει την διαδικασία απονομής δικαιοσύνης όταν εξαρχής θέτει εν αμφιβόλω την εγκυρότητα και αξιοπιστία της μαρτυρίας ενός θύματος έμφυλης βίας.
11/11/2021, Αθήνα, Κέντρο Διοτίμα
[1] Σελ. 30, https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/c8827c35-4399-4fbb-8ea6-aebdc768f4f7/11767468.pdf
[2] Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2012 για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου.