Άλλη μια χαμένη ευκαιρία | Για το ν/σ του υπ. Δικαιοσύνης 
Δυστυχώς η χώρα έχασε την ευκαιρία να ενσωματώσει στο νέο ν/σ μια σειρά σημαντικών άρθρων της Οδηγίας για την καταπολέμηση της έμφυλης βίας.

Το Κέντρο Διοτίμα εκφράζει την ανησυχία και τον προβληματισμό του για το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης που αφορά την αντιμετώπιση νέων μορφών έμφυλης βίας, με την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1385, και τις νέες ρυθμίσεις στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας.  

Αρχικά να επισημάνουμε ότι εγείρονται σοβαρά ζητήματα για τον γενικότερο τρόπο νομοθέτησης, τόσο εξαιτίας της ελάχιστης προθεσμίας που δόθηκε για διαβούλευση μέσα στην εορταστική περίοδο (24/1/2024-7/1/2025), και μάλιστα για μια τόσο σημαντική Οδηγία, όσο και για την ανυπαρξία οποιασδήποτε προηγούμενης ακρόασης των αρμόδιων φορέων, εξειδικευμένων οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών και γυναικείων οργανώσεων που υποστηρίζουν επιζώσες έμφυλης βίας, αλλά και διατομεακής συνεργασίας με συναρμόδιους δημόσιους φορείς (π.χ. Γενική Γραμματεία Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ΚΕΘΙ, άλλα αρμόδια υπουργεία, κ.λπ.). Η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν αποτελεί μόνο δείγμα δημοκρατικού ελλείμματος αλλά ταυτόχρονα απομειώνει την αποτελεσματικότητα της συνολικότερης νομοθετικής πρωτοβουλίας.

Μια από τις βασικότερες μας ενστάσεις είναι ότι το σχέδιο νόμου δεν υπηρετεί τη γενικότερη φιλοσοφία και τον σκοπό της Οδηγίας, η οποία δίνει ιδιαίτερο βάρος σε ολιστικές και μακρόπνοες πολιτικές για την πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας, μέσα από αλληλένδετα μέτρα ευαισθητοποίησης, προστασίας των θυμάτων, πρόσβασής τους στη δικαιοσύνη, συλλογής δεδομένων, διατομεακής συνεργασίας. Αντίθετα προκρίνει αποκλειστικά την ποινική αντιμετώπιση του φαινομένου, πριμοδοτώντας κατά κύριο λόγο κατασταλτικές πρακτικές (κατ’ οίκον περιορισμός, κατάργηση αναστολής, κατ’ εξαίρεση κατάργηση του βουλεύματος κλπ) και αυστηροποίηση των ποινών.

Δυστυχώς η χώρα έχασε, σε αυτή τη φάση, την ευκαιρία να ενσωματώσει μια σειρά πολύ σημαντικών άρθρων της Οδηγίας για την καταπολέμηση της έμφυλης βίας, που δεν συμπεριλήφθηκαν στο σχέδιο νόμου: το άρθρο 48 για την αποτροπή του victim blaming εντός δικαστικών αιθουσών σε υποθέσεις σεξουαλικής βίας, το άρθρο 35 που αφορά ειδικά μέτρα για την πρόληψη του βιασμού και την προώθηση της συναίνεσης, το άρθρο 36 για την κατάρτιση των επαγγελματιών, αλλά και διάφορα άρθρα που επισημαίνουν την ανάγκη λήψης στοχευμένων μέτρων υποστήριξης τόσο για τα θύματα σεξουαλικής βίας (26), Ακρωτηριασμού Γυναικείων Γεννητικών Οργάνων (27), σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία (28) όσο και για τις επιζώσες που βιώνουν πολλαπλές διακρίσεις και ανισότητες, όπως γυναίκες με αναπηρία, προσφύγισσες, μετανάστριες, ηλικιωμένες, γυναίκες με χαμηλό εισόδημα, κρατούμενες, ΛΟΑΤΚΙ (33).

Επιπλέον, από το σχέδιο νόμου παραλείπεται και αυτή τη φορά η ποινική τυποποίηση της γυναικοκτονίας, ενώ στην Οδηγία η γυναικοκτονία αναφέρεται στα εγκλήματα που εμπίπτουν στον ορισμό της βίας κατά των γυναικών (προοίμιο, σημείο 9) και υπάρχει ειδική μνεία για την ανάγκη υποστήριξης των παιδιών τους (προοίμιο, σημείο 69).

Η παράλειψη πολλών άρθρων της Οδηγίας αποστερεί από το νομοθετικό πλαίσιο της χώρας σημαντικά εργαλεία για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Μάλιστα η ανυπαρξία αιτιολόγησης για το αν κάποιες διατάξεις που παραλείπονται καλύπτονται από την εθνική νομοθεσία πλήττει τη διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας, ενώ δημιουργεί ζητήματα ορθής εφαρμογής του νόμου.

Προβλήματα εντοπίζονται και στη χρήση των όρων, στο σχέδιο νόμου. Για παράδειγμα, για την ενδοοικογενειακή βία εισάγεται ο νομικός νεολογισμός «εξ οικείων βία», χωρίς αναφορά στην ισχύουσα νομοθεσία ή διασαφήνιση του νέου όρου. Ο όρος Female Genital Mutilation αποδίδεται ως Ακρωτηριασμός Γεννητικών Οργάνων, ενώ παραλείπεται το «γυναικείων». Επιπλέον διατηρείται ο ξεπερασμένος όρος «εκμετάλλευση της γενετήσιας ζωής» αντί του ορθού «σεξουαλική εκμετάλλευση».

Η ανυπαρξία διαβούλευσης ή/και ακρόασης των εξειδικευμένων φορέων, αλλά και τα προαναφερόμενα ζητήματα, τα οποία  δεν είναι μόνο νομοτεχνικά, καταδεικνύουν τις ad hoc, βιαστικές και ασυντόνιστες προσπάθειες της Πολιτείας για την αντιμετώπιση ενός σύνθετου κοινωνικού φαινομένου που απαιτεί πολυπρισματικές λύσεις, ναρκοθετώντας μάλιστα και την ίδια την εφαρμογή του προτεινόμενου νόμου.

Οι επιφυλάξεις και ανησυχίες μας αφορούν τη σοβαρότητα και νομική εγκυρότητα της απόκρισης απέναντι σε ένα φαινόμενο που έχει πάρει μεγάλες και ορατές πλέον διαστάσεις και το οποίο η συγκροτημένη Πολιτεία οφείλει να αντιμετωπίζει ολιστικά, με ολοκληρωμένες παρεμβάσεις. Άλλωστε η ποινική καταστολή και αυστηροποίηση των ποινών ως η βασική, αν όχι αποκλειστική, οδός για την προστασία των θυμάτων έμφυλης βίας, δεν μπορεί να λειτουργήσει από μόνη της αποτρεπτικά για τους δράστες και προστατευτικά για τα θύματα, όπως έχουν καταδείξει έγκυρες εγκληματολογικές έρευνες, επίσημες στατιστικές, σύγχρονες θεσμικές τάσεις της αντεγκληματικής πολιτικής που δίνουν έμφαση στον προληπτικό χαρακτήρα των μέτρων για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας,  αλλά και η μακρά μας  εμπειρία στο πεδίο υποστήριξης των επιζωσών.

Τέλος σε αυτή την τοποθέτηση δεν θα μπορούσαμε να μην λάβουμε υπόψη τις έντονες αντιρρήσεις άλλων σχετικών επαγγελματικών φορέων όπως η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος που κάνουν λόγο για νέες τροποποιήσεις «που εισάγουν εξαιρετικό δίκαιο, παραβιάζουν το τεκμήριο αθωότητας, τη διάκριση των εξουσιών, την αρχή της αναλογικότητας, δημιουργούν κίνδυνο καταχρηστικής χρησιμοποίησης των προβλεπόμενων μέτρων και έρχονται σε αντίθεση ιδίως με τα άρθρα 5, 6 και 25 του Συντάγματος και 5 και 6 της ΕΣΔΑ».

Παρά την αγωνία μας για την προστασία της ζωής και της αξιοπρέπειας των επιζωσών και την ανησυχία μας για την πλημμελή κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους και την επαναθυματοποίησή τους δεν θα θέλαμε να διολισθήσουμε σε μία προσέγγιση που παραβιάζει το δικαίωμα και των δύο μερών σε μια δίκαιη δίκη, ούτε να υποχωρήσουμε από την υπεράσπιση του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών θεσμών και αρχών που διέπουν τον φιλελεύθερο πυρήνα του ποινικού δικαίου σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι το σχέδιο νόμου θα πρέπει να αποσυρθεί και να κατατεθεί εκ νέου αφού προηγηθεί ουσιαστική διαβούλευση και διατομεακή συνεργασία με τους αρμόδιους δημόσιους, επιστημονικούς, επαγγελματικούς φορείς και τις οργανώσεις που υποστηρίζουν επιζώσες έμφυλης βίας.

Διαβάστε τις κριτικές παρατηρήσεις του Κέντρου Διοτίμα κατ’ άρθρο για το σχέδιο νόμου στη πλατφόρμα της διαβούλευσης

DOWNLOAD

share

πρόσφατα άρθρα

Μετάβαση στο περιεχόμενο