Γυναίκα πλάτυ, στέκεται μπροστά σε μια διάβαση στο δρόμο
Η έμφυλη διάσταση της ενδοοικογενιακής βίας
Εισήγηση της Μαρίας Λιάπη με τίτλο «Ενδο-οικογενειακή βία: σχέσεις αγάπης και έμφυλες σχέσεις εξουσίας», στο συνέδριο του μορφωτικού ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ.

Η επιστημονική υπεύθυνη του Κέντρου Διοτίμα, Μαρία Λιάπη, μιλάει στο Συνέδριο «Γυναικοκτονίες, έμφυλη βία και ΜΜΕ» του μορφωτικού ιδρύματος της ΕΣΗΕΣ, στο πάνελ «Η ενδοοικογενειακής βία ως αυτοτελές έγκλημα». Διαβάστε ολόκληρη της εισήγηση παρακάτω:

Θα ήθελα να επικεντρώσω την εισήγησή μου κυρίως στο σημείο που, όπως προδίδει και ο τίτλος της, η ενδο-οικογενειακή βία συνιστά και μπορεί να κατανοηθεί ως φαινόμενο όπου συνυπάρχουν αντινομίες όπως η σταθερή επιδίωξη των ανθρώπων για τη δημιουργία της οικογένειας και η εκτύλιξη/βίωση πολλαπλών μορφών άσκησης εξουσίας με έμφυλο πρόσημο που παραβιάζουν επιθυμίες, προσδοκίες και όνειρα ζωής. 

Ξεκινώ από την επισήμανση ότι η ίδια η έννοια της οικογένειας –ή της «αγίας οικογένειας»–σημασιοδοτείται και αναπαρίσταται στο κοινωνικό φαντασιακό με τη «τυπική» πυρηνική οικογένεια, λευκή, κυρίως ετεροκανονική και άλλες κυρίαρχες προσλήψεις που δεν επιτρέπουν την ιστορικοποίηση της, δηλαδή  την τοποθέτηση μέσα στα κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά και συμβολικά  συμφραζόμενα της. 

Ορισμός της οικογένειας

Ως προς τον ορισμό της οικογένειας ο νομοθέτης σπεύδει να δώσει έναν κατάλογο του ποιους και ειδικότερα ποιες σχεσιακότητες αφορά και περιλαμβάνει: 

«Η οικογένεια είναι η “κοινότητα” που αποτελείται από συζύγους ή πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους. Περιλαμβάνονται, εφόσον συνοικούν, και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός παραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος της οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια. Περιλαμβάνονται οι μόνιμοι σύντροφοι, τα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, οι τέως σύζυγοι, τα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί, καθώς και οι τέως μόνιμοι σύντροφοι».

Εισάγει ο νομικός ορισμός μια χωροχρονικότητα:  ως προς την έννοια της συνοίκησης ως τόπου εκτύλιξης και βίωσης των σχέσεων και της χρονικότητας εφόσον δεν αγνοεί παρελθοντικές σχέσεις και αυτό το στοιχείο συνδέεται με μια κοινωνική πραγματικότητα όπου οι γυναίκες πολύ συχνά κακοποιούνται  και βιώνουν βία όταν αποφασίσουν να διακόψουν  μια σχέση, όταν εκφράσουν την επιθυμία τους να αντισταθούν απέναντι σε ιδιοκτησιακού χαρακτήρα συναισθήματα, που αποκτούν οι άνδρες στο πλαίσιο της ηγεμονικής αρρενωπότητας και στο οποίο θα επανέλθω παρακάτω. 

Ως προς τον ορισμό της βίας κατά των γυναικών, σύμφωνα με τη Διακήρυξη για την Εξάλειψη της όπως υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1993 (20/12/1993), αυτή ορίζεται ως «οποιαδήποτε πράξη έμφυλης βίας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα ή είναι δυνατό να έχει ως αποτέλεσμα τη σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη ή πόνο στις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των απειλών για τέτοιες πράξεις, του εξαναγκασμού, ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας, είτε συμβαίνει στη δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή και συγκεκριμένα στην οικογένεια/οικιακή μονάδα».

Μέσα σε αυτό τον ιδιωτικό χώρο λοιπόν, όπως έχει ευρέως σημανθεί η οικογένεια, η οικιακότητα ή η συνοίκηση, λαμβάνουν χώρα όλες οι μορφές έμφυλης βίας όπως ψυχολογική/συναισθηματική, λεκτική, φυσική, σεξουαλική βία/βιασμός, οικονομική βία/αποστέρηση, έλεγχος/παρακολούθηση, επιβαλλόμενο αίσθημα, τακτικές ελέγχου της σχέσης, εκφοβισμός.  

Πόσο ιδιωτική είναι αυτή η σφαίρα όμως; Η φεμινιστική κριτική  έχει συμβάλλει στην αποκάλυψη αυτού του ιδιωτικού προσωπικού χώρου ήδη από τη δεκαετία του ’60 μιλώντας για το προσωπικό ως πολιτικό  και αντιμετωπίζοντας πολιτικά την προσωπική εμπειρία και το βίωμα των γυναικών/ θηλυκοτήτων και κάθε μη κανονικοποιημένης σεξουαλικής ταυτότητας. 

Σύμφωνα με τον Μαικλ Γουόρνερ, ο καταμερισμός μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου δεν λαμβάνει υπόψη του συχνά πόσο το ιδιωτικό και το δημόσιο είναι κατηγορίες που δεν μοιράζονται το ίδιο σε όλους, όπως για παράδειγμα στις γυναίκες, βοηθώντας μας να σκεφτούμε την έμφυλη και σεξουαλική βία ως «πολιτικά ιδιωτικού και απολιτικά δημόσιου» θέματος. 

Αντίθετα, με τις κοινές παραδοχές η οικογένεια είναι θεσμός και μάλιστα πολιτικός θεσμός που συνδέεται με την παραγωγή, την αναπαραγωγή και τη σεξουαλική ζωή. Πλαισιώνεται από πλήθος νόμων και κρατικής παρέμβασης που ιστορικά έχουν αναλάβει να ρυθμίζουν είτε με την επιβολή είτε με την πειθώ το ποιος μπορεί να παντρευτεί, ποιος μπορεί να έχει γονικά δικαιώματα και ποια είναι αυτά (ας σκεφτούμε τις πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές με την υποχρεωτική γονική συνεπιμέλεια), ποιος μπορεί να χωρίσει και με ποιες προϋποθέσεις, ποιος μπορεί να κληρονομήσει αλλά και την κατανομή εργασιών και ρόλων κατά φύλο, τη διάθεση του χρόνου ανδρών και γυναικών, την πρόσβαση σε πόρους, κοκ. 

Πρόκειται για νομοθετικές παρεμβάσεις που έχουν ιστορικά και σε διαφορετικά κάθε φορά κοινωνικο-οικονομικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα έχουν υπάρξει επιβλαβείς για τη ζωή της πλειονότητας των γυναικών και έχουν περιορίσει την ελευθερία τους.  

Βέβαια, εκτός από αυτό το νομικό-θεσμικό πλαίσιο, η οικογένεια στην καθημερινή αλληλεπίδραση των μελών της προσλαμβάνεται ως να βασίζεται σε δεσμούς αγάπης και φροντίδας και τα άτομα που την απαρτίζουν τη σκέφτονται από τη σκοπιά και με μια αίσθηση αλληλένδετων ζωών και κοινού καλού: «ένας παράδεισος σε έναν άκαρδο κόσμο». 

Η αλήθεια είναι ωστόσο ότι οι πραγματικές οικογένειες συχνά χαρακτηρίζονται από διαφωνίες, και βία, πειθάρχηση και εξαναγκασμό αντί για συναίνεση και συνεννόηση. 

Ακόμη όμως και στις αγαπημένες οικογένειες οι γυναίκες καθίστανται ευάλωτες από την άνιση κατανομή των οικογενειακών εργασιών, το μεγάλωμα των παιδιών και τη φροντίδα του νοικοκυριού και των εξαρτημένων μελών της, ηλικιωμένων κλπ. Πρόκειται για  ενδο-οικιακές ρυθμίσεις  που αναπαράγουν τις έμφυλες κοινωνικές ανισότητες και αδικίες.   

Όλοι σχεδόν βλέπουν την ανάγκη μεταρρύθμισης της οικογένειας που είναι ωστόσο μια δύσκολή αλλαγή εφόσον όλα τα κυρίαρχα πατριαρχικά και καπιταλιστικά κράτη και οικονομίες,  βασίζονται στην εργασία της φροντίδας των παιδιών, και της αναπαραγωγής των εργαζομένων μελών της,  που γίνεται σε καθημερινή βάση κυρίως από τις γυναίκες.  

Οι οικογένειες διαφέρουν ωστόσο και κατά την ταξική, κοινωνικό-οικονομική τους θέση. Έρευνες έχουν δείξει ότι πολλές γυναίκες παραμένουν οικονομικά εξαρτημένες από τους συζύγους τους και ευάλωτες στη φτώχεια στην περίπτωση διαζυγίου. 

Το επίπεδο ζωής των ανδρών αυξήθηκε κατά 42% τον πρώτο χρόνο μετά το διαζύγιο και το αντίστοιχο των γυναικών μειώθηκε κατά 78% (Weitzman 1985). Είναι αυτή η οικονομική εξάρτηση που καθιστά υποκείμενα της φυσικής, σεξουαλικής ή ψυχολογικής κακοποίησης από τους άνδρες ή συντρόφους τους πολλές γυναίκες. Διαθέτουν ασύμμετρη δύναμη διαπραγμάτευσης κατά την έξοδο από το γάμο και αυτό δίνει και την ισχύ στους συζύγους εντός του γάμου. 

Οι επιλογές των γυναικών μέσα στην οικογένεια αλληλεπιδρούν με τις άνισες κοινωνικές δομές έξω από την οικογένεια, και κυρίως με την κατά φύλο διαστρωμάτωση της οικονομίας και της αγοράς εργασίας, όπου π.χ. κερδίζουν το 75% του μισθού των ανδρών για συγκρίσιμες εργασίες (αυτό που αποκαλούμε μισθολογικό χάσμα). 

Οι σύγχρονες οικογένειες δεν συνιστούν, λοιπόν, μόνο μια σφαίρα ελεύθερων επιλογών αλλά και πολλών περιορισμών. Οι έμφυλες ιεραρχίες και οι σχέσεις εξουσίας που τις προσδιορίζουν, η σεξουαλική υποταγή, ο έλεγχος και η βία αξονίζονται πάνω στην οικογένεια (Okin 1989).

 Όλες αυτές οι ανισότητες συνιστούν διαφορετικές πηγές υποτέλειας που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και οδηγούν σε ένα φαύλο «κύκλο ευαλωτότητας» για τις γυναίκες. 

Το φύλο αλληλοεπιδρά με άλλες μορφές κοινωνικής ανισότητας όπως η τάξη και η φυλή, καθώς και οι διαφοροποιημένες εμπειρίες διαφορετικών μορφών οικογενειακότητας όπως μόνες γυναίκες, λεσβίες και ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειες, εκτεταμένες οικογένειες, οικογένειες σε (ακραία) φτώχεια. 

Επομένως, όταν μιλάμε και αναφερόμαστε στην οικογένεια πρέπει να έχουμε κατά νου τις διάφορες μορφές της και να μην εξισώνουμε διαφορετικές συνθήκες βίωσης των σχέσεων αυτών ή/και της διάρρηξής τους.

Οι οικογένειες επομένως δεν μπορούν να ιδωθούν έξω από το σύστημα ανισοτήτων που καθορίζει και τις έμφυλες σχέσεις.  Με τις κοινωνικές εξελίξεις και τις διάφορες μορφές συμβίωσης, απόκτησης παιδιών και σχέσεων είναι βέβαιο ότι το μόνο που βρίσκεται σε κρίση είναι η πυρηνική  ετερόφυλη γαμήλια ενότητα.

Η οικογένεια σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να βασίζεται σε πατριαρχικές διευθετήσεις που περιορίζουν την ελευθερία, τις επιλογές και την ισότητα για τις γυναίκες. 

Βία στην οικογένεια 

Βία και αμοιβαία αγάπη συνυφαίνονται  σε όλες τις διαφορετικές μορφές οικογένειας. Όλοι οι άνθρωποι βασίζονται για την επιβίωσή τους σε σχέσεις φροντίδας, αγάπης, τρυφερότητας, σεξουαλικής εκπλήρωσης και μοίρασμα υλικών πόρων. 

Οι κοινωνικά ιεραρχημένες  πατριαρχικές κοινωνίες μας και ειδικότερα στον ύστερο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό με την ευρεία εξάρτηση από τις δυνάμεις της αγοράς, την επικράτηση του καταναλωτισμού, της ατομικής ευημερίας και των πολλών και βαθιών κοινωνικών ανισοτήτων έχει ωθήσει τις ερωτικές σχέσεις σε μια ιδιαίτερη δομή διαπροσωπικής εξάρτησης:  εν μέρει επιβεβλημένης και εν μέρει κατ’ επιλογήν. 

Τα οικογενειακά και συγγενικά δίκτυα, τα άλλα μέλη της οικογένειας είναι κρίσιμα στηρίγματα σε τέτοιες συνθήκες. Αυτές οι σχέσεις μπορεί να θεωρηθούν και να είναι πηγές γνήσιας φροντίδας αλλά οι αναγκαίοι δεσμοί εξάρτησης τις αφήνουν εκτεθειμένες στη βία, την κακοποίηση και την κυριαρχία. 

Έχω ως εδώ προσπαθήσει να δείξω την αλληλεξάρτηση και την αλληλεπίδραση μεταξύ του κοινωνικού πλαισίου και της εσωτερικής δυναμικής των σχεσιακοτήτων: τα αμοιβαία αισθήματα, την έγνοια και τη φροντίδα, τις συγκρούσεις, την απειθαρχία κοκ.  

Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε την ακραία, μακροχρόνια, συστηματική, σωρευτική άσκηση ελέγχου πάνω στις ζωές και βίας πάνω στα σώματα, τη σκέψη και τον ψυχικό κόσμο των γυναικών;

Βιοπολιτική 

Σε αντίθεση με την κοινότοπη/συμβατική ατομική προσέγγιση, η θεώρηση/κατανόηση της ενδοσυντροφικής βίας ως αποτέλεσμα του φύλου και της επιτέλεσης του φύλου μάς βοηθά να την κατανοήσουμε ως αποτέλεσμα και συγχρόνως ως αιτία της βίας. 

Με δεδομένο ότι η άσκηση βίας δομείται ως ένδειξη αρρενωπότητας στην κουλτούρα μας, οι άνδρες επιτελούν τη βία ως μέσο για να επιδείξουν/σημάνουν την αρρενωπότητα τους και να δείξουν στους άλλους ότι είναι αληθινοί άνδρες ειδικότερα σε καταστάσεις όπου αμφισβητείται η αρρενωπότητά τους, όπως για παράδειγμα όταν θεωρήσουν ότι οι γυναίκες/ σύντροφοι τους απειλούν την εξουσία τους ή το στάτους τους ή, εφόσον η οικονομική επιτυχία και σταθερότητα είναι συστατικό στοιχείο/χαρακτηριστικό της αρρενωπότητας, χρησιμοποιούν τη βία ως εξισορρόπηση του γεγονότος ότι υπολείπονται από το έμφυλοποιημένο ιδεώδες. Οι γυναίκες που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «κουβαλητές» είναι θύματα κακοποίησης σε μεγαλύτερα ποσοστά.  

Η ηγεμονική αρρενωπότητα συνιστά ένα διακριτό χώρο μέσα στην κοινωνία, τον πολιτισμό και το κοινωνικό φαντασιακό και περιλαμβάνει μια εγκαθιδρυμένη σειρά πρακτικών καθώς και τις συνέπειες της ενστάλαξης αυτών των πρακτικών στα άτομα, τις σχέσεις, τους  θεσμούς. 

Κατά τον ίδιο τρόπο η ηγεμονική θηλυκότητα χαρακτηρίζεται από συμμόρφωση, αδυναμία άσκησης βίας, φυσική ευαλωτότητα και θέση σεξουαλικού αντικείμενου της αρρενωπότητας.

Μέσω αυτών των πρακτικών η ηγεμονική αρρενωπότητα εγκαθιδρύει το προνομιακό της στάτους που διαιωνίζεται μέσω της θέσπισης ενός  πολιτισμικού ιδεώδους και καθεστώτων  φύλου που αποτελούνται από ένα σύνολο θεσμικών, ψυχολογικών, φαντασιακών και λογοθετικών πρακτικών π.χ. απεικονίσεις και μηνύματα που επικοινωνούνται μέσω των μιντια, των κρατικών πολιτικών, του δημόσιου λόγου, των συστημάτων γνώσης/εξουσίας κ.ά. 

Την ίδια ώρα, κανένας από εμάς δεν είναι ολοκληρωτικά καθορισμένος από τις πολιτισμικές νόρμες. Το φύλο γίνεται ένα θέμα διαπραγμάτευσης, ένας αγώνας, ένας τρόπος να συνδιαλλαγούμε με τους ιστορικούς περιορισμούς και να διαμορφώσουμε νέες πραγματικότητες. Δεν το επιλέγουμε ακριβώς και δε μας επιβάλλεται ακριβώς. Αλλά η κοινωνική πραγματικότητα μπορεί και συνήθως αλλάζει καθώς οι κανόνες απορρίπτονται ή επαναδημιουργούνται. 

Τι μπορεί και πρέπει να γίνει από την οργανωμένη πολιτεία και τους θεσμούς της, από τα συλλογικά υποκείμενα, το κίνημα αγωνιστικής υποστήριξης των επιζωσών και επιζώντων, και μιας και είμαστε καλεσμένοι/ες από την ΕΣΗΕΑ και από τους επαγγελματίες και  λειτουργούς της ενημέρωσης ως προς την ενδοοικογενειακή έμφυλη βία. 

Επειδή ο κατάλογος θα ήταν μακρύς και δεν υπάρχει χρόνος για μια αναλυτική παράθεση των μέτρων και των πρακτικών βημάτων θα κλείσω με μια ιδέα της λεγόμενης «σκέψης του συνεχούς (continuum thinking)» που σημαίνει: Να τοποθετούμε, συζητάμε, ενημερώνουμε και στηρίζουμε τα ίδια τα άτομα στο πλαίσιο ενός συνεχούς κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών και βιοπολιτικών αιτιών των έμφυλων ανισοτήτων και διακρίσεων που δημιουργούν τους όρους έκφρασης εξουσιαστικών και παραβιαστικών συμπεριφορών εντός της οικογένειας ή των συντροφικών σχέσεων.  

Θα χρειαστεί να εργαστούμε επίμονα και να διανοίξουμε νέες κριτικές προσεγγίσεις ως προς την αλλαγή της κυρίαρχης κουλτούρας. Για εμάς στο Κέντρο Διοτίμα και σε όλη τη δουλειά που κάνουμε στον τομέα της πρόληψης, στο επίκεντρο βρίσκεται η έννοια και η πρακτική, η κοινωνική αξία και η κουλτούρα της συναίνεσης. Είναι ένα εργαλείο για την ασφαλή διαπραγμάτευση της οικειότητας και της έκφρασης της επιθυμίας που δεν την κάνει δεδομένη ούτε για τις ερωτικές σχέσεις και τη σεξουαλική πράξη σε αντίθεση με το κυρίαρχο σενάριο που την εγγράφει ως πάντοτε αποδεκτή. Μας παρέχει μια διαπραγματευτική ισχύ προστασίας των ορίων μας με ασφαλή τρόπο. Ας μην ξεχνάμε ότι το ΟΧΙ είναι μια ολοκληρωμένη πρόταση. 

Κάτι τρέχει λοιπόν με την οικογένεια, την οικογένεια βραχυκύκλωμα, όπως μας λέει ο Δημήτρης Παπανικολάου στο αντίστοιχο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του. Να εκτεθούμε στη βάσανο του κριτικού αναστοχασμού, αντί να αναζητάμε επίμονα σε στιγμές ακραίων κοινωνικοπολιτικών κρίσεων τη σταθερότητα μιας αφήγησης για την οικογένεια. Να ανοίξουμε τη σκέψη μας σε «καινούργιες εκδοχές της οικογενειακότητας, των σχέσεων των ανθρώπων και της συναισθηματικής κοινωνικής έκφρασης».  

Όσο για τη γραμματική της αγάπης, ας την εννοιολογήσουμε αντί για ουσιαστικό ως ρήμα, δηλαδή αγαπώ που σημαίνει πρόθεση για μια πράξη. Και εφόσον συνιστά πράξη και όχι ένα αίσθημα, συνεπάγεται λογοδοσία και υπευθυνότητα. Για να γνωρίσουμε και να διατηρήσουμε μια αληθινή σχέση αγάπης οφείλουμε να θέλουμε να εγκαταλείψουμε την επιθυμία για εξουσία.

share

πρόσφατα άρθρα

Μετάβαση στο περιεχόμενο