γραφιστικό, δύο γυναίκες αγκαλιασμένες σε πράσινο φόντο
Κενά και προκλήσεις στην προστασία των επιζωσών
Η συντονίστρια των νομικών υπηρεσιών του Κέντρου Διοτίμα, Μαρία Αποστολάκη, παρουσιάζει κενά του συστήματος προστασίας επιζωσών.

Η εισήγηση της Μαρίας Αποστολάκη «Κενά και προκλήσεις στην προστασία των επιζωσών έμφυλης βίας. Η εμπειρία μέσα από τη δράση του Κέντρου Διοτίμα» έγινε στο πλαίσιο του συνεδρίου «Ενδοοικογενειακή βία και Γυναικοκτονία: Σύγχρονοι προβληματισμοί», τον Μάιο του 2022.

Διαβάστε ολόκληρη την εισήγηση παρακάτω:

Η δράση του Κέντρου Διοτίμα

Το Κέντρο Διοτίμα είναι μη κερδοσκοπικός φορέας με προφίλ γυναικείας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Δημιουργήθηκε το 1989 κατόπιν πρωτοβουλίας μιας ομάδας γυναικών, με διαφορετικές επιστημονικές προελεύσεις.

Κατά την πολυετή δράση του έχει σταθερά επιδιώξει τη συστηματική ανάδειξη και αντιμετώπιση των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής.

Στο πλαίσιο αυτό, το Κέντρο Διοτίμα παρέχει δωρεάν υπηρεσίες με στόχο τη στήριξη και την ενδυνάμωση των γυναικών. Υλοποιεί δράσεις πρόληψης και αντιμετώπισης σχετικά με την έμφυλη βία, στηρίζει τις γυναίκες στην αυτό-οργάνωσή τους μέσα από προγράμματα ενδυνάμωσης, παρεμβαίνει συστηματικά με γνώμονα την κατοχύρωση της ισότητας των φύλων.

Ένα κομμάτι των δράσεων του Κέντρου αποτελεί και η παροχή δωρεάν νομικής και ψυχοκοινωνικής βοήθειας σε επιζώσες.

Μέσα από την εμπειρία των στελεχών του Κέντρου, που παρέχουν τις παραπάνω υπηρεσίες, τις δικηγόρους, τις ψυχολόγους και τις κοινωνικούς λειτουργούς του, είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε τις δυσκολίες και τα κενά στη διαχείριση του φαινομένου της έμφυλης βίας σε πολλά επίπεδα:  

Τόσο κατά την απόκριση των Αρχών δίωξης  (αστυνομικές και δικαστικές αρχές) αλλά και κατά την αντιμετώπιση του φαινομένου από τον κρατικό μηχανισμό προστασίας, δηλαδή από το δίκτυο των δομών για την πρόληψη και αντιμετώπιση όλων των μορφών βίας κατά των γυναικών.

Οι διωκτικές αρχές

Τα τελευταία χρόνια που το φαινόμενο είναι πολύ περισσότερο ορατό, όλες και όλοι κατανοούμε καλύτερα πως την έμφυλη βία, είτε πρόκειται για χρόνια κακοποίηση είτε για συμπτωματική, δεν την αποκαλύπτει πολύ εύκολα μια επιζώσα, ακόμη δυσκολότερα, δε, φτάνει στο σημείο η ίδια να την καταγγείλει.

Για τα εγκλήματα ιδιαίτερα που τελούνται σε ενδοοικογενειακό πλαίσιο, από συζύγους/συντρόφους, γνωρίζουμε πως είναι ακόμη δυσκολότερη η αποκάλυψη και η καταγγελία, λόγω εμπεδωμένων και ενεργών ακόμη και σήμερα  αναχρονιστικών πατριαρχικών  αντιλήψεων που θέλουν την γυναίκα να υπομένει τη βία προκειμένου να μη διαρραγεί η οικογενειακή συνοχή.

Και όταν όμως φθάσει στο σημείο να καταγγείλει μια επιζώσα στις Αρχές  περιστατικά έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας εναντίον της, έχουμε συναντήσει, δυστυχώς ακόμη και σήμερα, παρά την βελτίωση που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια, ακατάλληλες συμπεριφορές από αρκετά αστυνομικά όργανα, κάτι που συμβαίνει είτε λόγω έλλειψης γνώσης του νομικού πλαισίου είτε λόγω αναπαραγωγής έμφυλων στερεοτύπων.

Από τις αφηγήσεις γυναικών – εξυπηρετούμενων του Κέντρου Διοτίμα, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε και μπορούμε να επιβεβαιώσουμε πως έχουν υπάρξει ουκ ολίγες περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν αποθαρρυνθεί οι παθούσες να καταγγείλουν αδικήματα που μάλιστα διώκονται αυτεπαγγέλτως, είτε πρόκειται για αδικήματα υπαγόμενα στον νόμο 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία, είτε είναι άλλα σεξουαλικά εγκλήματα που τυποποιούνται στον Ποινικό Κώδικα:

Αποθάρρυνση και επιφυλακτικότητα

Τι έχουνε ενίοτε αυτές οι γυναίκες ακούσει από χείλη αστυνομικών: «Αν κάνεις μήνυση, θα σου κάνει και ο άλλος για ψευδή καταμήνυση. Μπορεί να  πάτε και οι δυο στο αυτόφωρο. Θα ταλαιπωρηθείς. Που να μπλέκεις τώρα; Δεν κοιτάς καλύτερα να τα βρείτε;» !

 Η παρότρυνση δηλαδή να διατηρηθεί, με κάθε κόστος, η οικογενειακή συνοχή έχει οδηγήσει αρκετές φορές πίσω στα σπίτια τους πολλές γυναίκες που κακοποιήθηκαν ξανά και ξανά. Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι κάποιες από αυτές στο τέλος μπορεί να δολοφονηθούν;

Επίσης, στις περιπτώσεις προσπάθειας καταγγελίας σεξουαλικών πράξεων, πολλές επιζώσες συναντούν την αποθάρρυνση και την επιφυλακτικότητα, συμπεριφορές δηλαδή που μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και τη δευτερογενή θυματοποίησή τους.

Το πρόσφατο δυστυχώς περιστατικό στην Κάλυμνο, σύμφωνα με δημοσιογραφικά δημοσιεύματα, φαίνεται να μην έχει τύχει σωστής διαχείρισης. Εκεί οι αστυνομικοί, σύμφωνα με όσα αναφέρει η δικηγόρος της νεαρής γυναίκας που φέρεται να έχει βιασθεί από τον πρώην σύντροφό της, προσπάθησαν να την προτρέψουν να μην προχωρήσει σε μήνυση, λέγοντάς της πως θα βρει κι εκείνη τον μπελά της και της είπαν ότι θα καλέσουν τον καταγγελλόμενο για συστάσεις.

Οι ορθές πρακτικές

Και όλα αυτά ενώ η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί σε αυτές τις περιπτώσεις είναι απολύτως σαφής: Τα αδικήματα του ν. 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενα, πράγμα που σημαίνει πως οποιαδήποτε αναφορά στις Αρχές σχετικά με αυτά, είτε από το άμεσα παθόν άτομο είτε από τρίτο πρόσωπο,  συνιστά μήνυση.

Από τη στιγμή η ίδια η επιζώσα ή και οποιοσδήποτε τρίτος αναφέρει στην αστυνομία ένα περιστατικό κακοποίησης, θα πρέπει να σχηματιστεί ποινική δικογραφία και να διερευνηθεί η τέλεση των αδικημάτων προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του δράστη.

Αν πρόκειται για πράξεις που τελέστηκαν εντός του χρονικού πλαισίου του «αυτοφώρου», θα πρέπει να ακολουθηθούν όσα ορίζονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δηλαδή η άμεση αναζήτηση του δράστη με σκοπό τη σύλληψή του και την παραπομπή του σε δίκη.

Ταυτόχρονα θα πρέπει να παραγγελθεί η ιατροδικαστική εξέταση της παθούσας, και να διενεργηθεί αυτή το συντομότερο δυνατόν.  

Και βέβαια, παράλληλα με όλα τα παραπάνω, θα πρέπει η επιζώσα να λάβει πλήρη και ενδελεχή ενημέρωση για όλες τις δυνατότητες που έχει ως προς τη διεκδίκηση των νομικών της δικαιωμάτων, αλλά και για τις δομές στις οποίες μπορεί να απευθυνθεί για νομική υποστήριξη, ψυχολογική ενδυνάμωση και γενικότερη αρωγή (πχ. ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στέγαση, κλπ).

Η ενημέρωση για το μετά -την-καταγγελία-στάδιο, δεν είναι προαιρετική ούτε εναπόκειται στην «καλοσύνη» των αστυνομικών οργάνων αλλά αντίθετα αποτελεί υποχρέωση, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακή βίας, τη γνωστή σε όλες και όλους μας Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης’

Αντί όμως για τα παραπάνω, συναντιούνται εμπόδια, εμπόδια που δυστυχώς είναι ευρέως γνωστά και τελικά είναι ικανά να αποθαρρύνουν ή και να αποτρέψουν τελικά τις παθούσες να προχωρήσουν.

Μετανάστριες & προσφύγισσες

Και αν οι γηγενείς αντιμετωπίζουν αυτής της τάξεως τις δυσκολίες, ακόμη μεγαλύτερες αντιμετωπίζει ο μεταναστευτικός και προσφυγικός πληθυσμός που βιώνει έμφυλη βία. Φαίνεται πως είναι ακόμη πιο δύσκολο ένα θύμα, λόγου χάριν ενδοοικογενειακής κακοποίησης ή σεξουαλικών πράξεων, με προσφυγικό ή μεταναστευτικό προφίλ, να απευθυνθεί σε κάποιο αστυνομικό τμήμα και να καταγγείλει.

Έχουμε παρατηρήσει πως ακόμη και αν παρακαμφθεί το τεράστιο εμπόδιο της γλώσσας επικοινωνίας που προκύπτει από την έλλειψη διερμηνέων, ιδίως των πιο σπάνιων γλωσσών, είναι πιθανό μια παθούσα να αντιμετωπίσει ιδιαίτερη μεροληψία και προκατάληψη εξαιτίας της χώρας καταγωγής της, ακόμη και να κινδυνεύσει με σύλληψη και διοικητική κράτηση αν δεν διαθέτει τα απαιτούμενα νομιμοποιητικά έγγραφα για την παραμονή της στη χώρα, παρά το γεγονός ότι, εν μέρει αυτό το ζήτημα ρυθμίζεται.

Συγκεκριμένα, σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση της Κων/πολης έχει τροποποιηθεί η νομοθεσία μας και σύμφωνα με το αρ. 41 του ν. 3907/2011, όπως πλέον ισχύει : «Απαγορεύεται η επιστροφή αλλοδαπού εφόσον η) είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας κατά τις διατάξεις του νόμου 3500/2006 και προσέρχεται προς υποβολή καταγγελίας ή αναφορά του περιστατικού στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές».

Δυστυχώς αυτές οι προστατευτικές διατάξεις δεν αφορούν τις παράτυπα διαμένουσες στην Ελλάδα μετανάστριες ή προσφυγικού προφίλ γυναίκες που δεν έχουν αποκτήσει ακόμη την ιδιότητα της αιτούσας άσυλο, είναι θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων όχι σε ενδοοικογενειακό πλαίσιο και θα ήθελαν να τα καταγγείλουν στην Αστυνομία, με αποτέλεσμα, συνεπώς, λόγω φόβου διοικητικής κράτησης και απέλασης να μην διεκδικούν τη δικαίωσή τους και την τιμωρία των δραστών.

Καταγγελίες από τρίτους

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σταθώ και στο ζήτημα της ανταπόκρισης της αστυνομίας σε εκκλήσεις για βοήθεια ή καταγγελίες τρίτων προσώπων.

Ενώ όπως είπαμε και πριν, τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα μπορεί να τα καταγγείλει οποιοδήποτε τρίτο άτομο τα αντιληφθεί, και παρά το γεγονός ότι η ίδια η ΕΛ.ΑΣ σε πρόσφατη καμπάνια ευαισθητοποίησης του κοινού προτρέπει τόσο τα θύματα όσο και τους τρίτους «να σπάσουν τη σιωπή», στην πράξη πολλές φορές όταν ένα τρίτο άτομο προσέρχεται για καταγγελία δεν υπάρχει η προσήκουσα απόκριση ως προς την δημιουργία ποινικής δικογραφίας και ζητείται οπωσδήποτε η υποβολή καταγγελίας της ίδιας της παθούσας.

Σε περιπτώσεις δε, ανώνυμων, καταγγελιών, θα λέγαμε πως η κινητοποίηση για διερεύνηση είναι ακόμη πιο σπάνια. Βέβαια σε περιπτώσεις μιας επείγουσας κλήσης στην Άμεση Δράση, ακόμη και από τρίτο άτομο, ακόμη και με την τήρηση ανωνυμίας, θεωρητικά εφόσον δοθούν στοιχεία διεύθυνσης κλπ, τα όργανα του αντίστοιχου Σώματος θα πρέπει να πάνε να διερευνήσουν τι συμβαίνει.

Συμβαίνει πάντα αυτό; Στην περίπτωση μιας περυσινής γυναικοκτονίας (Δάφνη, Ιούλιος 2021) ένοικος της ίδιας πολυκατοικίας με ανάρτησή της στο διαδίκτυο είχε αποκαλύψει ότι είχε ειδοποιήσει την Αστυνομία για περιστατικό βίας κατά του θύματος 20 περίπου ημέρες δηλαδή πριν τη γυναικοκτοτονία, όταν λάμβανε χώρα άλλο περιστατικό κακοποίησης της γυναίκας από τον σύζυγό της.

Τα όργανα που κατέφθασαν, σύμφωνα με δημοσιογραφικά δημοσιεύματα, δεν βγήκαν καν  από το περιπολικό, και σύντομα έφυγαν από το σημείο χωρίς να αναζητήσουν το τρίτο πρόσωπο που ανέφερε το συμβάν ενδοοικογενειακής βίας.

Παρατηρείται δηλαδή λοιπόν μια όχι τελικά επαρκής αντιμετώπιση του ζητήματος από πλευράς αστυνομικών αρχών.

Μη θυματοκεντρική δικαιοσύνη

Ενώ το νομικό οπλοστάσιο υπάρχει, μετά και την ενσωμάτωση της Σύμβασης της Κων/πολης στην εσωτερική μας νομοθεσία με τον Ν. 4531/2018, και πλέον σήμερα αποτυπώνονται στο εθνικό νομικό μας σύστημα, στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ήδη της έμφυλης βίας (σεξουαλική, σωματική, ψυχολογική, εξαιρουμένης δηλαδή της οικονομικής βίας), δεν εξαντλούνται πάντα τα διαθέσιμα εργαλεία του νομοθετικού πλαισίου για την ορθή ποινική αντιμετώπιση των σχετικών εγκλημάτων.

Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί πως υπάρχουν δυστυχώς ακόμη και σήμερα Δικαστές, Εισαγγελείς αλλά και συνάδελφοί μου, δικηγόροι που –αγνοώντας και αδιαφορώντας για την ψυχολογία των θυμάτων– αμφισβητούν την αξιοπιστία τους, και χαρακτηρίζουν τα συμβάντα ενδοοικογενειακής κακοποίησης ως «παρεξηγήσεις και υπερβολές».

Όσον αφορά, δε, στα εγκλήματα που σχετίζονται με τη γενετήσια ελευθερία, πολλές παθούσες τελικά θυματοποιούνται δευτερογενώς αφού υποβάλλονται στη βάσανο εξευτελιστικών ερωτήσεων που προσβάλουν βάναυσα την προσωπικότητά τους.

Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με χαμηλές-σχετικά με την βαρύτητα των αδικημάτων-ποινές καταλήγουν στο να εμπεδώνεται μια αίσθηση ατιμωρησίας των δραστών αλλά και (μια αίσθηση) σχετικοποίησης της έμφυλης βίας με αποτέλεσμα πολλές επιζώσες βίας να θεωρούν τελικά περιττό ως και βλαπτικό για τις ίδιες να κινήσουν τις προβλεπόμενες ποινικές διαδικασίες.

Βεβαίως και χαιρετίζουμε με ανακούφιση τις παρεμβάσεις και την πρόσφατη εγκύκλιο του κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με την αντιμετώπιση των παραπάνω εγκλημάτων, ωστόσο στην πράξη προκύπτει πως ο δρόμος για τη δικαστική δικαίωση δεν είναι καθόλου εύκολος.

Πανελλαδικό Δίκτυο Δομών

Η Σύμβαση της Κων/πολης προβλέπει τη δημιουργία και τη λειτουργία Συμβουλευτικών Κέντρων για Κακοποιημένες Γυναίκες καθώς και Ξενώνων Φιλοξενίας για αυτές (και τα παιδιά τους) ώστε να μπορέσουν να ενδυναμωθούν και να απομακρυνθούν από το κακοποιητικό περιβάλλον και να βρεθούν σε ένα ασφαλές πλαίσιο.

Στην Ελλάδα λειτουργούν, υπό την αιγίδα της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, δεκατέσσερα (14) Συμβουλευτικά Κέντρα Γυναικών (στην Αθήνα, Πειραιά, Ηράκλειο, Λαμία, Πάτρα, Τρίπολη, Ιωάννινα, Κέρκυρα, Κομοτηνή, Λάρισα, Μυτιλήνη, Ερμούπολη, Θεσσαλονίκη και Κοζάνη).

Επίσης, Συμβουλευτικά Κέντρα λειτουργούν και σε άλλους 27 Δήμους της χώρας. Επιπλέον, είκοσι (20) ξενώνες φιλοξενίας (18 των Δήμων και 2 του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης) περιλαμβάνονται στο Πανελλαδικό δίκτυο προστασίας από την έμφυλη βία.

Είναι αυτές οι δομές επαρκείς για το σύνολο των περιστατικών που χρήζουν διαχείρισης;  

Συμβουλευτικά κέντρα

Τα ΣΚ παρέχουν δωρεάν υπηρεσίες πληροφόρησης και συμβουλευτικής στις γυναίκες που απευθύνονται σε αυτά, στο πλαίσιο ολοκληρωμένων δράσεων ψυχοκοινωνικής στήριξης. Παρέχουν ψυχολογική υποστήριξη και επίσης υπηρεσίες νομικής συμβουλευτικής.

Δεν προφέρεται όμως η νομική εκπροσώπηση, που είναι ένα βασικό και πάγιο αίτημα των επιζωσών, προκειμένου να προβούν σε νομικές ενέργειες (στα ποινικά και αστικά δικαστήρια). Έτσι, οι γυναίκες με χαμηλά εισοδήματα πρέπει να καταφύγουν στο θεσμό της κρατικής, δωρεάν, νομικής βοήθειας, που όμως δεν αποδεικνύεται πάντα μια αποτελεσματική λύση για την αντιμετώπιση αυτού του είδους των καταστάσεων.

Πρόσφατα η Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων υπέγραψε μνημόνια συνεργασίας με τους Δικηγορικούς Συλλόγους των Νομών όπου λειτουργούν Συμβουλευτικά Κέντρα, οπότε και θα καταρτιστούν κατάλογοι δικηγόρων που θα αναλαμβάνουν να παρέχουν νομικές υπηρεσίες σε θύματα έμφυλης βίας.

Εν προκειμένω και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, έχει ήδη υπογράψει τη σχετική συμφωνία και σύντομα ελπίζουμε πως θα υλοποιηθεί, ώστε το υπάρχον κενό κάπως να καλυφθεί. 

Ξενώνες φιλοξενίας

Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί πως στους Ξενώνες Φιλοξενίας εντάσσονται γυναίκες, και τα παιδιά τους. Αν πρόκειται για αγόρια, αυτά πρέπει να είναι μέχρι 12 ετών.

Όταν γυναίκες με μεγαλύτερα αγόρια αναζητούν φιλοξενία, τότε είτε τα αγόρια θα επιλέξουν τα ίδια ή η μητέρα για λογαριασμό τους, να μείνουν με τον πατέρα τους και να φιλοξενηθεί μόνο η μητέρα, είτε αναζητούνται δομές ανηλίκων για να μεταβεί το παιδί, όπως το Χαμόγελο του Παιδιού.

Αυτό, όπως αντιλαμβανόμαστε όλες και όλοι, είναι μια ακόμα παράμετρος που δυσχεραίνει την γυναίκα που υφίσταται κακοποίηση να απομακρυνθεί από το κακοποιητικό περιβάλλον.

Σε ό,τι αφορά στους χρόνους, κατά κανόνα, η εισαγωγή και φιλοξενία μπορεί να είναι άμεση, αν μιλάμε για μια εξαιρετικά επικίνδυνη περίπτωση. Ο χρόνος διάρκειας της διαδικασίας ποικίλει ανάλογα και με τη συνεργασία της ίδιας της γυναίκας με τους συμβούλους των Συμβουλευτικών Κέντρων. Πριν την ένταξη στον Ξενώνα, απαιτείται να διενεργηθούν συγκεκριμένες ιατρικές εξετάσεις.

Οι απαραίτητες εξετάσεις είναι: ακτινογραφία θώρακος (φυματίωση), δερματολογική εκτίμηση (ψώρα), ψυχιατρική εκτίμηση και για τα παιδιά ιατρικές εξετάσεις, συν ό,τι πλέον σχετίζεται με την COVID-19. Στην παρούσα συγκυρία όμως, μετά την πανδημία, η φιλοξενία μίας γυναίκας που βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο ενδέχεται να μην είναι άμεση.

Από την εμπειρία μας μπορούμε να πούμε ότι έχουν υπάρξει επείγουσες περιπτώσεις όπου δεν μπορούσε να γίνει άμεση εισαγωγή σε ξενώνα λόγω απουσίας test για τον covid και ιατρικών εξετάσεων. Σε παράτυπα διαμένουσες μετανάστριες κλπ («χωρις χαρτιά») που επομένως δεν έχουν ΑΜΚΑ ή ΠΑΑΥΠΑ, οι εξετάσεις γίνονται πολύ δύσκολα.

Επίσης, σχετικά με τοξικοεξαρτώμενες γυναίκες, ή γυναίκες με ψυχικά νοσήματα που έχουν υποστεί κακοποίηση και χρειάζονται υποστήριξη, υπάρχει ένα μεγάλο κενό, καθώς βάσει του Κανονισμού λειτουργίας των Ξενώνων Φιλοξενίας, άτομα τοξικοεξαρτημένα ή με ψυχικά νοσήματα δεν δύνανται να φιλοξενηθούν καθώς οι Ξενώνες δεν είναι στελεχωμένοι με το εξειδικευμένο προσωπικό, ούτε διαθέτουν τα μέσα που απαιτούνται για να στηριχτούν τέτοιες περιπτώσεις ευάλωτων κατηγοριών.

Σε ό,τι αφορά στο χρονικό πλαίσιο διαμονής, και αυτό είναι προκαθορισμένο. Οι γυναίκες με τα παιδιά τους μπορούν να φιλοξενηθούν έως τρεις (3) μήνες, και εάν κριθεί αναγκαίο από το επιστημονικό προσωπικό του Ξενώνα, η διάρκεια φιλοξενίας μπορεί να παραταθεί μέχρι και έξι (6) μήνες επιπλέον αλλά αυτό ισχύει μόνο για εξαιρετικά ευάλωτες υποθέσεις, υπό τη λογική ότι «η φιλοξενία πρέπει είναι βραχύβια και έχει σκοπό να ενδυναμώσει την γυναίκα προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή της».

Αυτό θα μπορούσε να ισχύσει για γυναίκες οι οποίες έχουν τα μέσα και τις δυνατότητες να συνεχίσουν τη ζωή τους, οπότε αυτό που χρειάζονται είναι η ενδυνάμωση. Δεν ισχύει το ίδιο για τις ευάλωτες και αποκλεισμένες περιπτώσεις, για άνεργες, μετανάστριες, προσφύγισσες, για τις οποίες αυτό το διάστημα, ακόμη και 9 μηνών, δεν είναι αρκετό, σε μια χώραμε ανύπαρκτες κοινωνικές παροχές, και με καταγεγραμμένες τις έμφυλες διακρίσεις στην πρόσβαση αγορά εργασίας.

Λιγότερες κλίνες

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί πως τελικά, όπως προκύπτει από πρόσφατη έρευνα[1], η Ελλάδα δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή της που προκύπτει από τη Σύμβαση της Κων/πολης, σχετικά με τον αριθμό των Ξενώνων και των κλινών που θα έπρεπε να διατίθενται. Σύμφωνα με τη Σύμβαση κάθε περιφέρεια πρέπει να διαθέτει μια οικογενειακή θέση ανά 10.000 άτομα.

Από αυτό, προκύπτει ότι με βάση τον πληθυσμό της, η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει 1.072 κλίνες, ενώ η Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων ανακοίνωσε πως ο αριθμός των κλινών ανέρχεται σε 400 μόλις, στις οποίες πρέπει να φιλοξενηθούν οι γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους.

Είναι λοιπόν προφανές πως υπάρχει υπερ- πληρότητα, και έτσι οι ωφελούμενες πρέπει να περιμένουν για τη διαθεσιμότητα σε κάποιο ξενώνα ακόμη και σε άλλη πόλη από αυτή στην οποία βρίσκονται.

Από την εμπειρία μας, αυτός χρόνος αναμονής δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Και αν σκεφτούμε πως οι ωφελούμενες πολλές φορές επιθυμούν να παραμείνουν σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο όπου ήδη διαβιούν, τους δημιουργείται  ένα επιπλέον άγχος να απομακρυνθούν από μια πόλη που έχουν συνηθίσει να κινούνται και εν γένει να ζουν.

Όλα τα παραπάνω κενά και εμπόδια, τόσο κατά την απόκριση των αρχών δίωξης αλλά και κατά την υπόλοιπη διαχείριση του φαινομένου από τον κρατικό μηχανισμό, δυστυχώς συντείνουν στο να παραμένουν πολλά θύματα εγκλωβισμένα σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον ή να επιστρέφουν σύντομα σε αυτό.

Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό αφού δεν μπορεί να αποσυνδεθεί, τουλάχιστον στη χώρα μας, η ακραία μορφή της έμφυλης βίας, η γυναικοκτονία, από μια προηγούμενη, συνεχή και συστηματική κακοποιητική συμπεριφορά (“continuum”, συνεχές βίας).

Από τα στοιχεία που διατίθενται [2] [3] [4], πολύ συχνά ο δράστης είναι ο  (πρώην ή νυν) σύζυγος ή σύντροφος, ο οποίος είχε μακροχρόνια κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι στο θύμα, που βρισκόταν μάλιστα συχνά και σε θέση οικονομικής αδυναμίας.

Και βέβαια, μια καταγγελία της βίας από μόνη της δεν είναι η λύση. Η πραγματική προστασία και ασφάλεια θα υπάρξει μόνο όταν οι επιζώσες εντάσσονται σε ειδικά διαμορφωμένα και υποστηρικτικά πλαίσια ώστε να κάνουν τα βήματα για μια νέα ζωή.

Καταγραφή του φαινομένου

Είναι πολύ σημαντική η συλλογή των στοιχείων από τις αρμόδιες διωκτικές αρχές (αστυνομικές/δικαστικές), όμως και ο ρόλος των κρατικών δομών υποστήριξης θυμάτων (Ξενώνες, Συμβουλευτικά Κέντρα κλπ)  καθώς και των ΜΚΟ του πεδίου είναι πολύ σημαντικός για να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο των γυναικοκτονιών, καθώς πολλά θύματα είχαν και στο παρελθόν ζητήσει βοήθεια, χωρίς να έχουν προβεί σε καταγγελία κατά των δραστών, είτε γιατί δεν το επιθυμούσαν, είτε γιατί τα εγκλήματα έμειναν στο στάδιο της απόπειρας, είτε για άλλους λόγους.

Πιστεύουμε λοιπόν πως η δημιουργία μιας κεντρικής βάσης στατιστικών δεδομένων που θα αντλεί στοιχεία από όλους τους παραπάνω φορείς, δομές και οργανώσεις θα φωτίσει τους παράγοντες κινδύνου που ανιχνεύονται σε περιπτώσεις γυναικοκτονιών και θα μας επιτρέψει να προωθήσουμε πιο αποτελεσματικές πολιτικές αντιμετώπισης.


[1]  Έρευνα του WAVE, ενός δικτύου φεμινιστικών οργανώσεων από 46 ευρωπαϊκές χώρες.

[2] https://isotita.gr/wp-content/uploads/2021/01/27ο-Ενημερωτικό-Σημείωμα-Έμφυλη-Βία.pdf,

[3] https://isotita.gr/wp-content/uploads/2021/11/2h-ethsia-ekthesi.pdf

[4] https://socialpolicy.gr/wp-content/uploads/2021/07/ΕΛΛΗΝΙΚΗ-ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ-ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ-ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ-ΒΙΑΣ-ΕΤΗΣΙΑ-ΕΚΘΕΣΗ-ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ-2020.pdf

share

πρόσφατα άρθρα

Μετάβαση στο περιεχόμενο