Φωτογραφία. Κοντινό πλάνο σε δυό γυναικεία χέρια που κρατούν το ένα το άλλο.
Η έλλειψη διερμηνείας εμπόδιο στις καταγγελίες
Στο συνέδριο του Αριάδνη ΙΙ αποτυπώθηκε η αναγκαιότητα για ένα σύστημα απόκρισης που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των προσφυγισσών.

Πόσο συχνά αναφέρουν στις αστυνομικές αρχές περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας μετανάστριες και προσφύγισσες; Όταν οι γυναίκες φτάνουν στο Αστυνομικό Τμήμα  ποια είναι η απόκριση των αστυνομικών; Παρέχουν οι αστυνομικές αρχές προστασία, ασφάλεια και αρωγή όπως εκ του νόμου υποχρεούνται; Σχετίζεται η μη συχνότητα των αναφορών με την αντιμετώπιση που έχουν οι γυναίκες από τις αστυνομικές αρχές, με σεξιστικές αντιλήψεις και πολιτισμικά στερεότυπα που συχνά τις αποθαρρύνουν από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους; Έχουν παγιωθεί στην Ελλάδα, τρόποι σταθερής συνεργασίας μεταξύ της αστυνομίας και φορέων υποστήριξης θυμάτων έμφυλης βίας, όπως προκρίνει η εθνική νομοθεσία και η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης;

Απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα αλλά και προτάσεις στην κατεύθυνση της αλλαγής του συστήματος απόκρισης ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των προσφυγισσών/μεταναστριών, επιχειρεί να δώσει το πρόγραμμα ΑΡΙΑΔΝΗ ΙΙ, το οποίο υλοποιείται και με τη συμμετοχή του Κέντρου Διοτίμα.

Στο εναρκτήριο διαδικτυακό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 5/10/21, μας δόθηκε η ευκαιρία να μάθουμε τα έως σήμερα αποτελέσματα των δράσεων του προγράμματος, τα ευρήματα της ερευνητικής δραστηριότητας, τον αντίκτυπο των εκπαιδεύσεων των αστυνομικών. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ένα ρεπορτάζ από το συνέδριο.

Σεβασμός των πολιτισμικών διαφορών

Στην αρχική εισήγηση, η Μαρία Στρατηγάκη (αναπληρώτρια καθηγήτρια Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής – Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών / Επιστημονικά υπεύθυνη του έργου εκ μέρους του συντονιστή φορέα ΚΕΜΕΑ, ανέφερε ότι στον πυρήνα του το έργο είναι:

«Η δια-θεματικότητα στην ανάλυση, η δια-πολιτισμικότητα στην προσέγγιση, η δια-τομεακότητα στη διαχείριση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας». Όπως τόνισε «χρειάζεται οι επαγγελματίες που υποδέχονται και διαχειρίζονται περιστατικά έμφυλης βίας με θύματα μετανάστριες και προσφύγισσες να κατανοούν τόσο την επίδραση του φύλου αλλά και της  εθνοτικής προέλευσης, της θρησκείας κ.ά. Επιπλέον, κρίνεται αναγκαία η προσέγγιση των γυναικών με σεβασμό των πολιτισμικών διαφορών, γιατί χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό δεν μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη, μέγεθος κρίσιμο για την υποστήριξη των γυναικών και για την απρόσκοπτη πρόσβασή τους στις υπηρεσίες».

Η Έλλη Χριστούλα (συντονίστρια του έργου εκ μέρους του ΚΕΜΕΑ) ανέφερε ότι το ΑΡΙΑΔΝΗ 2 αποτελεί παράδειγμα δια-τομεακότητας καθώς για την υλοποίησή του συνεργάζονται τόσο δημόσιοι φορείς όσο και φορείς της Κοινωνίας των Πολιτών.

Η Στέλλα Παπαμιχαήλ (κοινωνιολόγος – εγκληματολόγος, επιστημονική συνεργάτιδα του ΚΕΘΙ για το έργο) παρουσίασε προβληματισμούς και διαπιστώσεις από τις επιμέρους έρευνες που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο του έργο, συγκεκριμένα: Σημαντικές ελλείψεις και κενά στη θεσμική οργάνωση και αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας. Περιορισμένη δια-τομεακή συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων. Ανάγκη άμεσης λήψης μέτρων στο επίπεδο των διαδικασιών.

Εμπόδιο η έλλειψη διερμηνείας

Ο Δημήτρης Αλειφέρης (στέλεχος ΕΛ.ΑΣ., συντονιστής έργου – ΚΕΜΕΑ) αναφέρθηκε στις ερευνητικές δράσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του έργου με τη συμμετοχή αστυνομικών στελεχών, προσωπικού του δικτύου υποστήριξης θυμάτων έμφυλης βίας (ξενώνες, συμβουλευτικά κέντρα, φορείς της Κοινωνίας των Πολιτών) και μεταναστριών / προσφυγισσών.

Στις στάσεις και αντιλήψεις αστυνομικών και μεταναστριών / προσφυγισσών επιζωσών σε θέματα αστυνομικής αναφοράς και παραπομπής περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, που αποτέλεσε ερευνητικό άξονα του έργου, αναφέρθηκε η Στέλλα Παπαμιχαήλ, παρουσιάζοντας ορισμένα από τα ευρήματα με βάση τα οποία θα εμπλουτιστούν οι δράσεις του έργου καθώς και οι προτάσεις πολιτικής.

Συγκεκριμένα, στην έρευνα συμμετείχαν 13 μετανάστριες/προσφύγισσες οι οποίες απάντησαν σχετικά με την απόκριση των αστυνομικών αρχών και τα κενά που διαπίστωσαν. Όπως επισήμαναν μεγάλο εμπόδιο στην καταγγελία περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας αποτελεί η έλλειψη διερμηνείας, ενώ ανέφεραν ότι ήρθαν αντιμέτωπες με στάσεις και συμπεριφορές εκκινούμενες από έμφυλα στερεότυπα και σεξιστικές αντιλήψεις. Οι απαντήσεις τους ανέδειξαν σημαντικές αδυναμίες στην απόκριση και σύγχυση ως προς τις πληροφορίες που δίνονται στις γυναίκες αν και εφόσον αποκτήσουν εν τέλει πρόσβαση στις αστυνομικές υπηρεσίες.

Από την άλλη πλευρά, το αστυνομικό προσωπικό που συμμετείχε στην έρευνα, αξιολόγησε την «εχεμύθεια» και την «αποτροπή της δευτερογενούς θυματοποίησης» στη διαχείριση περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας με χαμηλό «σκορ», παρά το γεγονός ότι αποτελούν βασικές αρχές στην παροχή υπηρεσιών υποστήριξης. Αντίθετα, υπέδειξαν ως σημαντικό το εμπόδιο της γλώσσας/επικοινωνίας, καθώς και την ασταθή συνεργασία με φορείς και δομές υποστήριξης όπως τα Συμβουλευτικά Κέντρα και οι ξενώνες προσωρινής φιλοξενίας.

Στις προτάσεις που κατέθεσαν τα μέλη Συμβουλευτικών Κέντρων και Ξενώνων που συμμετείχαν  στην έρευνα, περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων: η ανάπτυξη κοινών εκπαιδευτικών προγραμμάτων με αστυνομικό προσωπικό και η διαμόρφωση πρωτοκόλλων συνεργασίας ώστε να είναι δεσμευτική και αποτελεσματική η δια-τομεακή συνεργασία.

Αναγκαία η εκπαίδευση αστυνομικών

Ένας ακόμη σημαντικός κύκλος δράσεων του έργου, είναι η επιμόρφωση 164 αστυνομικών που υπηρετούν σε Γραφεία Καταπολέμησης της Ενδοοικογενειακής Βίας της ΕΛΑΣ και λοιπές συναρμόδιες αστυνομικές υπηρεσίες, σε 3 Περιφέρειες της χώρας (Αττική, Θεσσαλία και Κεντρική Μακεδονία), η οποία έχει ήδη ξεκινήσει, με έμφαση σε δύο διαστάσεις: Την διαπολιτισμική επικοινωνία, με στόχο τη βελτίωση των παρεχόμενων αστυνομικών υπηρεσιών σε μετανάστριες / προσφύγισσες που είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ Αστυνομικών Αρχών και φορέων αρωγής και στήριξης μεταναστριών / προσφυγισσών θυμάτων.

Η Σοφία Κυριάκου (ψυχολόγος, τμηματάρχης Τμήματος Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας, εκπαιδεύτρια αστυνομικού προσωπικού ARIADNE2) μίλησε σχετικά με την πλατφόρμα δικτύωσης αστυνομικών υπηρεσιών και δομών αρωγής και στήριξης μεταναστριών / προσφυγισσών επιζωσών ενδοοικογενειακής βίας, ενώ αναφέρθηκε και στη λειτουργία των Γραφείων Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η αναγκαιότητα για τη δημιουργία Γραφείων Καταπολέμησης Ενδοοικογενειακής Βίας είχε τονιστεί από το πρόγραμμα ΑΡΙΑΔΝΗ 1 (2016-2018), πρόταση που υιοθετήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία (Π.Δ. 37 / 23.4.2019) και ξεκίνησε η λειτουργία τους σε ορισμένα ΑΤ της χώρας. Όπως αναφέρθηκε μάλιστα στο Συνέδριο, επίκειται η έναρξη λειτουργίας και νέων Γραφείων.

Η διατομεακή συνεργασία στο προσκήνιο

Η Άννα Βουγιούκα (κοινωνική επιστήμονας, εμπειρογνώμονας σε θέματα φύλου, Κέντρο Διοτίμα), αναφέρθηκε αναλυτικά στη σημασία της διατομεακής συνεργασίας και επισήμανε τις αναγκαίες προϋποθέσεις μιας τέτοιας συνεργασίας, συγκεκριμένα: τη συμμετοχή κατάλληλων φορέων, τη ύπαρξη συντονιστικού οργάνου, την ανταλλαγή πληροφοριών και διαδικασιών διαχείρισης και παραπομπής (SOP’s), την ανάπτυξη δεξιοτήτων και την κατάρτιση των επαγγελματιών, τις στοχευμένες δράσεις.

Μεταξύ άλλων, ανέφερε ως εμπόδια στη διατομεακή συνεργασία την α-συνέχεια στις δημόσιες υπηρεσίες και εν προκειμένω τις συχνές μεταθέσεις αστυνομικού προσωπικού με αποτέλεσμα να χάνεται και η αξία της εκπαίδευσής τους αλλά και οι όποιες συνεργασίες με στελέχη άλλων φορέων.

Οι επόμενες δράσεις του έργου, όπως παρουσιάστηκαν από την Άννα Βουγιούκα, περιλαμβάνουν: τη συνέχιση των εκπαιδεύσεων, την ολοκλήρωση και χρήση της Πλατφόρμας Ηλεκτρονικής Διασύνδεσης, που θα δοκιμάσουν πιλοτικά 8 ομάδες εργασίας αποτελούμενες από το αστυνομικό προσωπικό που θα έχει ολοκληρώσει την εκπαίδευση στις 3 περιφέρειες (Αττική, Θεσσαλία και Κεντρική Μακεδονία).

Τέλος, το πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί με την υποβολή συστάσεων – προτάσεων πολιτικής προς την Ελληνική Πολιτεία και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση για θέματα δια-τομεακής συνεργασίας των Αστυνομικών Αρχών και των δομών αρωγής και στήριξης μεταναστριών / προσφυγισσών επιζωσών ενδοοικογενειακής βίας.

Σχετικά με το έργο και τη συμβολή της ActionAid, μίλησαν οι Μαρία Μουρτζάκη νομικός, και Ιωάννα Παπαδοπούλου ψυχολόγος, επισημαίνοντας τη σημασία της διαρκούς παρακολούθησης, αξιολόγησης και συντονισμού της δια-τομεακής συνεργασίας.

Στο επίκεντρο των εισηγήσεών τους έθεσαν τη δια-τομεακή συνεργασία και τις τοπικές δικτυώσεις, η Κατερίνα Δρούγα, (KE.Θ.Ι.), η Γεωργία Μπούρη (Δήμος Αθηναίων) και Καίτη Βελεσιώτου (Κέντρο Γυναικών Καρδίτσας) φέρνοντας παραδείγματα διασύνδεσης μεταξύ αστυνομικών στελεχών και φορέων από την πολύχρονη εμπειρία τους στο πεδίο.

Η Ευαγγελία Καραχάλιου, μιλώντας για τα βιωματικά εργαστήρια που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο του έργου, τόνισε τη σημασία της ενσυναίσθησης τόσο αναφορικά με την κατανόηση της θέσης και των αναγκών των γυναικών-θυμάτων, όσο και με το ρόλο των εμπλεκόμενων φορέων και στελεχών στην αλυσίδα των υπηρεσιών.

Την εμπειρία τους από τις εκπαιδεύσεις, που τις χαρακτήρισαν πολύτιμες,  κατέθεσαν οι αστυνομικοί Καλλιόπη Γκούρμη, Αλεξάνδρα Δημοπούλου και Γεωργία – Δανάη Καπάτου.

Συμπεράσματα

Η Μ. Στρατηγάκη, συνοψίζοντας τα συμπεράσματα του συνεδρίου, επισήμανε:

  • Την ανάγκη για δια-τομεακότητα

  • Τη σημασία της θεσμικής κατοχύρωσης της συνεργασίας και την αναγκαιότητα του συντονισμού που θα μπορούσε να αναλάβει είτε το ΚΕΜΕΑ ή το Δίκτυο Δομών της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων

  • Τη σπουδαιότητα της θυματοκεντρικής προσέγγισης που θα πρέπει να έχουν οι επαγγελματίες στην πρώτη γραμμή όταν υποδέχονται επιζώσες και τη σημασία της αντιμετώπιση τους με ενσυναίσθηση και σεβασμό

share

πρόσφατα άρθρα

Μετάβαση στο περιεχόμενο