Εισήγηση της Μαρίας Λιάπη, επιστημονικής υπεύθυνης του Κέντρου Διοτίμα, αναφορικά με την έννοια της συναίνεσης στα συμφραζόμενα μιας πατριαρχικής, ετεροκανονικής πραγματικότητας, στο πλαίσιο της ημερίδας «Τι μπορούμε να κάνουμε για την πρόληψη και αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας και παρενόχλησης εντός και εκτός διαδικτύου;» του έργου PRESS.
Διαβάστε όλη την εισήγηση παρακάτω:
Από φαινομενολογική σκοπιά, η συναίνεση στο πλαίσιο σεξουαλικών/ερωτικών αλληλεπιδράσεων, σημαίνει να συν-αισθάνομαι/αισθάνομαι από κοινού (feel-with) και να επιθυμώ αμοιβαία. Όπως τονίζει η Susan Bredlau (2018), η επιθυμία για τον άλλον εμπεριέχει την επιθυμία ο άλλος να με επιθυμεί. Η σεξουαλικότητα είναι μια διαμορφωτικά δι-υποκειμενική εμπειρία.
Η προθετικότητα που υποδηλώνει η συναίνεση εμπεριέχει αισθήματα και διαχέεται στο σώμα που πραγματώνει την ελευθερία μας, αφού αυτή είναι πάντοτε ενσώματη, όπως μας λέει η Beauvoir. Αλλά, το σώμα δεν είναι απλά ένα αντικείμενο επιθυμίας, αλλά μια ενσώματη συνείδηση που αναγνωρίζω ως ερωτικά επιθυμητή. Η σεξουαλική/ερωτική συναίνεση λοιπόν περιλαμβάνει μια περίπλοκη δυναμική του αισθήματος για τον/την σύντροφο όπου η σχέση με τον εαυτό και η σχέση με τον άλλον είναι αλληλοσυνδεδεμένες.
Μια προοπτική σχεσιακότητας
Είμαι η υποκειμενικότητά μου και αυτό που ο άλλος προσλαμβάνει ότι είμαι, και ο άλλος που εμφανίζεται ως ένα σώμα στο αντιληπτικό μου πεδίο, δεν είναι ένα αντικείμενο (επιθυμίας) αλλά μια προοπτική σχεσιακότητας. Εφόσον κατανοούμε τη συναίνεση ως μια κοινή εμπειρία, κάθε άλλο παρά εξανεμίζεται εκείνη η ασάφεια που περιβάλλει κάθε ερωτική εμπειρία και που διανοίγει τον ερωτικό χώρο.
Παράλληλα με τον λόγο για συναίνεση, που αντιμετωπίζει τη λεκτική ως διακριτή από τη μη λεκτική συμπεριφορά, και προκρίνει την πρώτη -εξού και τα συνθήματα στις φεμινιστικές καμπάνιες το «Όχι σημαίνει Όχι και μόνο το Ναι σημαίνει Ναι»- από φαινομενολογική σκοπιά και οι μη λεκτικές εκφράσεις παίζουν σημαντικό ρόλο.
Συναινετικές συμπεριφορές
Αυτή η φαινομενολογική σκοπιά σημαίνει ότι τα άτομα πρέπει να εξοικειωθούν με το να αναπτύξουν συναινετικές συμπεριφορές γιατί η άμεση πρόσληψη μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο σε αρμονία με τις αξίες, τις επιθυμίες και τις ανάγκες κάποιου/ας ή με τις αρχές, τα ιδανικά και την κατάσταση πραγμάτων και, επομένως, απαιτεί διαρκή εγρήγορση ως προς την αναγνώριση των παραγόντων που οδηγούν σε ανισότιμη εμπρόθετη δράση.
Αυτό περιλαμβάνει τη συνειδητή προσπάθεια τού να ξεμάθει κανείς τοξικά κοινωνικά σενάρια -που συνδέονται με τις ανδρικές κατά κύριο λόγο αναπαραστάσεις της σεξουαλικής πράξης- να ευαισθητοποιηθεί σχετικά με τη θεσιακότητα που κατέχει, και να καταστεί ικανός/ή να φροντίζει τον/την ερωτικό/ή σύντροφο (ακόμη και σε καταστάσεις που δεν γνωρίζονται καλά).
Κριτικός αναστοχασμός
Σε κοινωνικές σχέσεις που περιλαμβάνουν έντονες διαφορές ισχύος/εξουσίας, όπως συμβαίνει στις ετεροπατριαρχικές κοινωνίες μας, η Ward (2020) μας λέει ότι ένας «κριτικός αναστοχασμός προς την κοινωνική μας θεσιακότητα είναι προϋπόθεση για μια ηθική/θεμιτή μορφή σχεσιακότητας με ένα άλλο άτομο στις σεξουαλικές/ερωτικές επαφές».
Έχω αισθήματα για ένα άλλο πρόσωπο προϋποθέτει την αναγνώριση της θεσιακότητας του/της σε ένα πλαίσιο εξουσιαστικών σχέσεων. Αυτή η αναγνώριση, αν και είναι διαρκής, είναι απαιτούμενη προϋπόθεση για την αποδόμηση συνηθειών και συμπεριφορών που εξυπηρετούν είτε την ενίσχυση των προνομίων ή την ενθάρρυνση να γίνουν αποδεκτά.
Σύμφωνα με την Ward «οι προνομιούχοι ερωτικοί δρώντες όπως οι cisgender άνδρες θα έπρεπε να αναλάβουν την συνειδητή ευθύνη να αποκοπούν από την επιδίωξη της αυτό-επιβεβαίωσής τους, αν πρόκειται να συνάπτουμε θεμιτές/ηθικές ερωτικές επαφές».
Κουλτούρα ευαλωτότητας
Στο άρθρο αυτό χρησιμοποιώ τον όρο ηθικό με την έννοια του να γινόμαστε κριτικές των κανόνων υπό τους οποίους καλούμαστε να πράξουμε και τους οποίους δεν μπορούμε ποτέ να επιλέξουμε πλήρως. Και, όπως ορθά το θέτει το Μπάτλερ, να διερωτηθούμε για το τι σημαίνει για εμάς ως υπάρξεις που κάνουμε λάθη, να δημιουργούμε και να μοιραζόμαστε μια κουλτούρα ευαλωτότητας, ταπεινότητας και ηθικής αποκρισιμότητας.
Η πατριαρχική σεξουαλική κουλτούρα είναι αυτή που διαμορφώνει αυτή τη σώμα με σώμα μεταβίβαση που επηρεάζει την αίσθηση εαυτού και την οικοδόμηση των ορίων της ύπαρξής μας, που ορίζουν τον φυσικό και κοινωνικό μας κόσμο και διαμορφώνουν τις ατομικές μας πραγματικότητες. Οι προσπάθειες για κριτική αυτογνωσία, μπορεί να συμβάλουν στην αναγνώριση εκ μέρους των ατόμων των μικρο-δυναμικών της εξουσίας και να τα καταστήσει ικανά να εμπλακούν σε ερωτικές εμπειρίες με τρόπους που δεν αναπαράγουν αυτές τις δυναμικές.
Έμφυλα δυναμικά
Πράγματι, όταν προσεγγίζουμε τα θέματα της συναίνεσης θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τα συμφραζόμενα κάθε φορά, όπως ιστορικούς και ασύνειδους παράγοντες που επιδρούν στις εκφράσεις της συναίνεσης. Είναι σημαντικοί παράγοντες που από φεμινιστική κριτική σκοπιά δεν θα έπρεπε να αγνοήσουμε στις σχετικές συζητήσεις, κυρίως εξαιτίας της νομικής βάσης της έννοιας και της θεωρίας της συναίνεσης.
Το να βασιζόμαστε στη συναίνεση είναι ο βασικός τρόπος λένε πολλοί για να διακρίνουμε κανονιστικά μεταξύ καλών και κακών σεξουαλικών πρακτικών, αλλά η συναίνεση είναι πάντοτε εγκιβωτισμένη σε δομές που θέτουν ιδιαίτερες προκλήσεις για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (γυναίκες/θηλυκότητες, λοατκι+) και το να προσπερνάμε αυτές τις περιπλοκότητες συσκοτίζει τα ισχυρά έμφυλα δυναμικά της συναίνεσης.
Αισθάνομαι-μαζί-με-τον-άλλο
Η ερωτική συναίνεση ως δίνω-την-άδεια είναι μια νομική αφήγηση. Βασίζεται σε παρανοήσεις σχετικά με τη συνείδηση, την ενσωματότητα και την αντίληψη των άλλων. Αλλά, παρά την αστοχία της, αυτή η αφήγηση διαπερνά το δημόσιο λόγο όπου η ερωτική συναίνεση έχει κωδικοποιηθεί ως λεκτική και καταφατική μορφή του επιτρέπω, δίνω την άδεια. Καθώς έχει κερδίσει δημοτικότητα στο κοινωνικό-φαντασιακό αυτή η αφήγηση μπορεί επίσης να συγκροτεί και την επιρροή σε ατομικές εμπειρίες: εφόσον τα αντιληπτικά μας σχήματα και συνήθειες χτίζονται μέσα στα κοινωνικά σενάρια και αφηγήσεις.
Είναι σημαντικό σε δημόσιους λόγους να απομακρυνθούμε από την δίνω άδεια-επιτρέπω γλώσσα σχετικά με τις σεξουαλικές επαφές. Ο όρος/λέξη συν-αισθάνομαι (feeling-with) μπορεί να μη δίνει το νόημα που έχουν πλατιά καθιερωμένες έννοιες, αλλά είναι σημαντικός για τη διαμόρφωση μελλοντικών νοημάτων και όρων, εμμένοντας πάντα στον ενσώματο και διαδραστικό χαρακτήρα της σεξουαλικής κοινωνικής ηθικής. Άλλωστε, το νόημα της συναίνεσης έχει ήδη μετασχηματιστεί ιδιαίτερα στις ακτιβιστικές κοινότητες.
Όπως με τη συναίνεση, η μη-συναίνεση μπορεί να κατανοηθεί ως μια διασωματική (intracorporeal) αλληλόδραση εντός ενός κόσμου κοινής κατανόησης/αντίληψης. Αντί να μιλάμε λοιπόν για την ατομική αντίληψη με βάση την οποία ένα (ερωτικό) υποκείμενο μπορεί ή όχι να κατευθύνει με επιτυχία σε ένα άλλο την άρνηση προνομίων/εξελίξεων της κατάστασης, η έλλειψη συναίνεσης θα ήταν η έλλειψη του αισθάνομαι-μαζί-με-τον-άλλο, αισθανόμαστε κάτι αμοιβαία, το μοιραζόμαστε.
Μακριά από victim-blaming, αυτή η εναλλακτική υποδεικνύει ότι η αποτυχία να σταματήσω κάποιου το προχώρημα σε μια μη συναινετική κατάσταση είναι λάθος αυτού που το ξεκινά και που παίρνει την πρωτοβουλία, όχι μόνο από ηθική σκοπιά, αλλά και για το ότι αποτυγχάνει να δει ότι η κατάσταση δεν είναι συναινετική λόγω της έλλειψης μιας εναρμονισμένης συν-αντίληψης. Αυτό καθιστά τις ιδιότητες της συναίνεσης και της μη συναίνεσης στοιχείο της κοινωνικής κατάστασης παρά των ατομικών δρώντων.
Το δικαίωμα στην άρνηση
Στο πλαίσιο του MeΤoo, εκτός από την πολιτικοποίηση των σεξουαλικών συμπεριφορών, ο λόγος και η ακουστότητα των γυναικών θυμάτων βίας αποκάλυψε ότι σε συνθήκες σεξουαλικής πατριαρχίας με τα οικονομικο-πολιτικά προνόμια των ανδρών, πολύ συχνά η απόλαυση των μεν πληγώνει το σώμα των δε. Αυτή η δημόσια εκφορά λόγων υπενθυμίζει την υποχρέωση των ανδρών να σέβονται το «Όχι» που ακόμα και όταν δεν λέγεται ρητά, πολλές σωματικές ενδείξεις ή ενοχλημένες σιωπές το καθιστούν πρόδηλο.
Λόγοι που μας εγκαλούν επίσης για νομικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές διαδικασίες που θα κάνουν τις γυναίκες κατά κύριο λόγο, να μπορούν να λένε όχι, γιατί η άρνηση δεν είναι μια ισότιμα κατανεμημένη «γλωσσική» ικανότητα. Απαιτεί εκμάθηση για να αρθρώνεται χωρίς φόβο και ντροπή: για να ενισχυθεί το δικαίωμα στην άρνηση σε ό,τι παρουσιάζεται ως αναπαράσταση ηδονής και για να γίνει γνωστό ότι και πολλοί/ές άλλοι/ες διεκδικούν αυτό το δικαίωμα. Γιατί, όπως μας λέει η Όντρι Λορντ, «οι γυναίκες έχουν εκπαιδευτεί να φοβούνται το “ναι” μέσα τους. Η δύναμη να λες “όχι” στη βία είναι αλληλένδετη με την απαίτηση να λες “ναι” στην ηδονή».
Αυτό που δεν αρθρώνεται
Σύμφωνα με τον Φεσέλ, και στα «ναι» και στα «όχι» που δεν αρθρώνονται, βρίσκουμε την ίδια κοινωνική επιταγή: να έχουμε ένα σώμα. Ένα σώμα φτιαγμένο για να προσφέρεται στους άνδρες ή καταδικασμένο στον ασκητισμό. Και επιπλέον, ένα σώμα που εξασφαλίζει τη διαβίωση –σώμα για να εργάζομαι, σώμα αποδοτικού οφέλους– αλλά και σώματα, σύμφωνα με τον Ρουσσώ, που έχουν την ικανότητα να χορεύουν, να γλεντούν, να αγαπούν, να απολαμβάνουν.
Αντί να ελευθερώσουμε την επιθυμία μας – σύνθημα της φεμινιστικής σεξουαλικής απελευθέρωσης– πρέπει να δημιουργήσουμε νέες ηδονές (Φουκώ). Σήμερα, είναι κυρίως η γυναικεία ηδονή που γίνεται αντικείμενο λόγων συνδεδεμένων με νέες πρακτικές, καθώς αφορά ηδονές αγνοημένες από τις πατριαρχικές αναπαραστάσεις της σεξουαλικότητας.
Αρρενωπής επιβολή της επιθυμίας
Η συμβολική βία, που βασίζεται σε λογοθετικές πρακτικές στο πλαίσιο των ερωτικών αλληλεπιδράσεων, μπορεί να συνδέεται και με την επιβολή μη επιλεγμένης ταυτότητας, όπως π.χ. μιας αρρενωπής επιβολής της επιθυμίας και μιας αποδοχής της ως θηλυκής αποστολής για ικανοποίηση. Πρόκειται για έμφυλες πειθαρχήσεις που δυσκολεύουν τις γυναίκες/θυληκότητες να συνειδητοποιήσουν γνωσιακά, ψυχολογικά, συναισθηματικά, ποιο είναι το «ναι» ή το «όχι» τους.
Η κριτική ισχύς της συναίνεσης βρίσκεται ακριβώς στις ανδρικές αναπαραστάσεις για το τι σημαίνει ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη. Και στο πλαίσιο αυτό έχει πολιτικό νόημα οι γυναίκες να διεκδικούν ηδονές λιγότερο τυποποιημένες και κόντρα σε κυρίαρχες κανονικότητες υπαγορευμένες από την πατριαρχική τάξη. Δημιουργώντας μια δημιουργική ένταση ανάμεσα στο σεξ ως αναπαράσταση και την ηδονή ως συμβάν, αναδεικνύοντας άλλες εικόνες και άλλες πλοκές από εκείνες που την ανάγουν σε γενετήσια λίμπιντο.
Συνδεδεμένες ζωές
Ο πολιτικός στόχος παραμένει να ανταποκρίνεται η σεξουαλικότητα καθενός μας σε αυτήν που έχουμε επιλέξει και όχι σε εκείνη που είχαμε εκ γενετής με το φύλο μας ή όποια άλλη μορφή κοινωνικού ντετερμινισμού. Οι σεξουαλικές πρακτικές συναρτώνται με την ιδέα που έχει ένα υποκείμενο για τις επιθυμίες του. Είναι σκόπιμο να ανιχνεύσουμε πίσω από την καταγγελία της σεξουαλικής βίας τη διεκδίκηση ενός αισθησιασμού που θα βιώνεται με σεβασμό στο γυναικείο σώμα σε μια άλλη οικονομία των σωμάτων και των ηδονών (Φουκώ).
Η περιοχή του λέω ναι δεν είναι εντελώς ίδια με τη συναίνεση στη νομική γλώσσα, εφόσον χρειάζεται να κατανοήσουμε πως διαμορφώνεται ένας εαυτός που μπορεί να λέει ναι και πως μερικές φορές λέγοντας ναι μπορεί να οδηγήσει σε τραύμα στα χέρια ενός άλλου. Πρέπει να διερωτηθούμε αν διαθέτουμε ένα επαρκές λεξιλόγιο για να κατανοήσουμε και να αποκριθούμε στο τραύμα και την οδύνη της κατάστασης της παραβίασης της θέλησης, της απόφασης, της επιθυμίας, αν δεν συμφωνούμε με μια νεοφιλελεύθερη ατομικιστική πολιτική προσέγγιση. Αν σκεφτούμε επιπλέον ότι τα υποκείμενα διαμορφώνονται σε εξάρτηση μεταξύ τους με σαφείς επιπτώσεις στην αδιαφάνεια της ερωτικής επιθυμίας και ότι το υποκείμενο δεν είναι πλήρως σε θέση να έχει μια διαφανή σχέση με την επιθυμία και την ελεύθερη επιλογή.
Ακόμη και αν θέλουμε να απομακρυνθούμε από τη γλώσσα της συναίνεσης και του συμβολαίου για να δημιουργήσουμε ένα πλουσιότερο λεξιλόγιο/γραμματική για τις ψυχικές διαστάσεις της σχεσιακής μας ζωής να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει μια ζωή που να είναι αποκλειστικά δική μου ακόμη και αν η δική μου ζωή δεν είναι σαν καμιά άλλη ζωή (Μπάτλερ). Είμαστε πλάσματα της ζωής, πλάσματα πάθους, που χρειάζονται ό,τι δεν μπορούν να καταλάβουν πλήρως ή να επιλέξουν, και των οποίων η σεξουαλική και συναισθηματική ζωή είναι σφραγισμένες εξ αρχής να είναι ανύποπτα και αναγκαία συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Ρητές συμφωνίες
Ο στερεοτυπικός πόλεμος των φύλων ισοδυναμεί με παραγνώριση του γεγονότος ότι οι γυναίκες και οι άνδρες, μολονότι δεν υφίστανται τις ίδιες αδικίες, ζουν στην ίδια κοινωνία που είναι πιο σκληρή για τις μεν από ότι για τους δε, αλλά δεν είναι καλή για την πλειονότητα των ανθρώπων.
Η κουλτούρα της συναίνεσης είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κοινωνίες ή περιβάλλοντα στα οποία η δημιουργία ρητών συμφωνιών, η αναζήτηση κοινού εδάφους και ο σεβασμός των ορίων είναι ο κανόνας, τόσο για τις σεξουαλικές επαφές όσο και για όλες τις άλλες καθημερινές δραστηριότητες.
Στην κουλτούρα συναίνεσης, οι άνθρωποι αισθάνονται ότι έχουν τον έλεγχο της σωματικής τους αυτονομίας και των ορίων τους και μπορούν να τα διαπραγματευτούν με ασφάλεια. Θα πρέπει με τις δράσεις μας να αναδεικνύουμε πώς η συναίνεση (και η απουσία της) επηρεάζει όλους/ες/α μας σε κάθε τύπου κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και όχι μόνο στον σεξουαλικό τομέα. Και πώς μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη δύναμή μας για να φέρουμε τη συναίνεση σε όλες τις σχέσεις, τις αλληλεπιδράσεις και τις κουλτούρες μας.
Και δεν πρέπει να πτοηθούμε από τις απόψεις εκείνες που μιλάνε για δημιουργία ηθικού πανικού και χαρακτηρίζουν τις φεμινιστικές διεκδικήσεις ως ηθικολογίες που επιθυμούν να περιορίσουν την απόλαυση των σωμάτων. Απόψεις που διατυπώνονται όλο και περισσότερο όσο το «Όχι» επαναλαμβάνεται ή γίνεται πιο δυνατό. Όσο αρνούμαστε να είμαστε γυναίκες με μια ετεροπατριαρχική έννοια, υπάρξεις για την ικανοποίηση των ανδρών, τόσο δημιουργούμε αναταραχή απόλαυσης.
Φεμινιστική γνώση
Δεν διεκδικούμε εξιδανικευμένες καταστάσεις και δεν είμαστε προσκολλημένες στους κανόνες των τρόπων επαφής μεταξύ μας, αλλά επιδιώκουμε να θέτουμε πολιτικά ηθικά ερωτήματα για το πως να ζήσουμε καλύτερα σε έναν άδικο και άνισο κόσμο, πως να δημιουργήσουμε πιο ισότιμες σχέσεις, πως να βρούμε τρόπους να στηρίξουμε αυτές που αποκλείονται ή αγνοούνται από τα κοινωνικά συστήματα, πως να συνεχίσουμε να εναντιωνόμαστε σε ιστορίες/αφηγήσεις που έχουν γίνει συγκεκριμένες και αιχμηρές. Και προκαλούν οδύνη που πρέπει κάπου να κατευθυνθεί και να της δοθεί ορατότητα και ακουστότητα, και η φεμινιστική γνώση είναι μια τέτοια καταφυγή και μας εμπνέει και μας παρακινεί να δημιουργήσουμε ασφαλείς και γενναίους χώρους, καταφύγια, νησίδες που να μπορούμε να αναπνεύσουμε.
Μπορούμε να είμαστε αυτές που χαλάνε τη χαρά- “Feminist killjoy” που όπως λέει η Sara Ahmed. Γιατί η ευτυχία που μας υπόσχονται δεν μας περιλαμβάνει εφόσον βασίζεται στο σεξισμό, τη σεξουαλική εκμετάλλευση και την έμφυλη καταπίεση (Βel Ηooks) και τα οποία δεν μπορούν να διαχωριστούν από τον ρατσισμό και το γεγονός ότι το σήμερα είναι φτιαγμένο από αποικιακές ιστορίες ακόμη και τη δουλεία του παρελθόντος, και που πρέπει να αποτελούν κεντρικές έννοιες για την κατανόηση των σχέσεων εκμετάλλευσης στον πατριαρχικό καπιταλισμό.
Η διαθεματικότητα είναι ένα σημείο έναρξης/αφετηρίας το οποίο πρέπει να επεξεργαστούμε αν πρόκειται να αποκτήσουμε γνώση για το πως επιδράένα περίπλοκο πλέγμα εξουσιώνκαι στο πλαίσιο των ετεροπατριαρχικών σεξουαλικών σχέσεων.