Αναδημοσιεύουμε τη συνέντευξη που παραχώρησε η Αγγελική Σεραφείμ, συντονίστρια νομικών υπηρεσιών του Κέντρου Διοτίμα, στον Θ. Αντωνόπουλο και τη «LIFO» για τη σημασία της κύρωσης της Σύμβασης της Κων/πολης για την έμφυλη βία.
Η ένταξη της οικονομικής βίας, της επίμονης παρενόχλησης (stalking), του ακρωτηριασμού γεννητικών οργάνων και του εξαναγκαστικού γάμου στο πλαίσιο της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας και η υπό τη μορφή αυτή ποινικοποίησή τους είναι τα κύρια «καινά δαιμόνια» της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης (ΣτΚ) που ψηφίστηκε πρόσφατα στη βουλή και με την οποία εναρμονίζεται πλέον και η εγχώρια νομοθεσία. Ο ορισμός του φύλου ως κοινωνικού και όχι ως βιολογικού είναι μια ακόμα σημαντική καινοτομία, χρειάζονται όμως περαιτέρω βελτιώσεις, συνεπικουρούμενες βέβαια από μια ευρύτερη αλλαγή συνειδήσεων, στερεοτύπων και κοινωνικών νοοτροπιών, κάτι που δεν μπορεί να κάνει ακόμα ούτε και ο προοδευτικότερος νομοθέτης. Αυτή είναι δουλειά της εκπαίδευσης, των κινημάτων χειραφέτησης, της Κοινωνίας των Πολιτών γενικότερα. «Εκπρόσωπος» της τελευταίας είναι και η συνομιλήτριά μου, δικηγόρος και συντονίστρια νομικών υπηρεσιών του Κέντρου Διοτίμα. Η δυναμική, δραστήρια και «πεισματάρα» αυτή νέα γυναίκα παρενέβη ως εκπρόσωπός της στην προ ημερών σχετική συζήτηση στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή. Κοντά στα άλλα αναφερθήκαμε, επιπλέον, στα όρια μεταξύ φλερτ και σεξουαλικής παρενόχλησης, στη σημασία της συναίνεσης, στους άνδρες-θύματα, στο trafficking και στην εμπειρία των δράσεων πεδίου με γυναίκες από τα προσφυγικά camps.
Πόση σημασία έχει η επικύρωση και από την Ελλάδα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης;
Μεγάλη, τόσο σε συμβολικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Η ΣτΚ αποτελεί σπουδαίο εργαλείο γιατί αποτυπώνει με συστηματοποιημένο τρόπο μορφές έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας που ως τώρα δεν αναγνωρίζονταν νομικά ως τέτοιες. Είναι, βέβαια, περιορισμένη η δυνατότητα του νομοθέτη να αλλάζει συνειδήσεις και έμφυλα στερεότυπα, ωστόσο ο νόμος που την επικυρώνει, τροποποιώντας και τη σχετική εσωτερική νομοθεσία, αποκτά ένα πρακτικό αντίκρισμα, γίνεται μια καλή αρχή.
Ποιες είναι οι κυριότερες καινοτομίες που επιφέρει;
Καταρχάς, γίνεται για πρώτη φορά ρητή αναφορά στην οικονομική βία, στην αποστέρηση δηλαδή της γυναίκας από οικονομικούς πόρους ακόμα και αν εργάζεται, με τον σύζυγο ή τον σύντροφό της να διαχειρίζεται αυθαίρετα το εισόδημά της. Και είναι ακριβώς η έλλειψη οικονομικής αυτονομίας που υποχρεώνει πολλές γυναίκες να παραμένουν σε μια σχέση κακοποιητική. Άλλες, πάλι, σε περίπτωση διαζυγίου, παραιτούνται από την επιμέλεια των παιδιών, αφήνοντάς τη στον άντρα – ακόμα και αν αιτηθούν διατροφή, μια διαδικασία χρονοβόρα, πώς θα ζήσουν στο μεταξύ εκείνες και τα παιδιά, όταν, για να την εισπράξεις, χρειάζονται ακόμα περισσότερες νομικές ενέργειες;
Δεύτερον, η ΣτΚ αναφέρεται ειδικά στον ποινικό κολασμό του ακρωτηριασμού γεννητικών οργάνων, που βεβαίως και πριν τιμωρούνταν, ως βαριά ή επικίνδυνη σωματική βλάβη όμως και όχι ως μορφή έμφυλης βίας. Ποινικοποιείται, επιπλέον, η δημόσια πρόκληση και διέγερση σε τέτοιες πράξεις. Το συγκεκριμένο μέτρο αφορά βεβαίως προσφυγικούς/μεταναστευτικούς πληθυσμούς προερχόμενους από γεωγραφικές ζώνες όπου παραμένει σε ισχύ αυτή η «παραδοσιακή» επιβλαβής πρακτική, δίχως να σημαίνει ότι την καταργεί οριστικά. Υπάρχουν, βλέπετε, περιπτώσεις κατά τις οποίες η οικογένεια παίρνει το κοριτσάκι «διακοπές» πίσω στη χώρα του ή σε κάποια άλλη με παρόμοια έθιμα και προβαίνουν εκεί σε κλειτοριδεκτομή… Τουλάχιστον, τον αποθαρρύνει εκεί όπου έχουν θεσπιστεί τέτοιοι νόμοι! Τρίτον, γίνεται ειδική αναφορά στο λεγόμενο stalking (επίμονη παρενόχληση), που επίσης αποτελεί πλέον ποινικό αδίκημα. Εδώ περιλαμβάνεται η μη εμφανής παρακολούθηση, τα επίμονα τηλεφωνήματα, τα απανωτά μηνύματα και η γενικότερη πιεστική συμπεριφορά από πλευράς θύτη, παρά την εκπεφρασμένη αντίθετη βούληση του θύματος – μπορεί η απειλή να μη χαρακτηρίζεται ευθέως βίαιη, διαμορφώνει όμως ένα πλαίσιο αγχωτικό και εκφοβιστικό στην καθημερινότητα μιας γυναίκας. Τέταρτον, ποινικοποιείται ο εξαναγκαστικός γάμος και προστίθεται ως μορφή εκμετάλλευσης στο πλαίσιο του trafficking. Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που εισάγεται είναι ο ορισμός του φύλου ως κοινωνικού και όχι μόνο βιολογικού, κάτι που δεν υποχρεώνει μεν σε εναρμόνιση την εγχώρια νομοθεσία, ενισχύει όμως τη δικαστική τεκμηρίωση σε υποθέσεις ληξιαρχικής μεταβολής φύλου. Καταργείται, επιπλέον, η πρόβλεψη του ποινικού κώδικα που όριζε ότι στην περίπτωση αποπλάνησης παιδιού δεν ασκείται ποινική δίωξη εάν επακολούθησε γάμος μεταξύ «υπαίτιου και παθόντος». Υπάρχουν, βέβαια, περιθώρια για περαιτέρω βελτιώσεις.
Ποιες είναι αυτές και ποιο ήταν το ως τώρα νομικό καθεστώς;
Ο πλέον πρόσφατος νόμος για την ενδοοικογενειακή βία (3500) ψηφίστηκε το 2006, προβλέποντας βαρύτερες ποινές σε σχέση με το παρελθόν και αυτεπάγγελτη δίωξη για τους θύτες. Επίσης, για πρώτη φορά τότε ποινικοποιήθηκε ο βιασμός εντός γάμου. Όταν όμως επρόκειτο για ανύπαντρο ζευγάρι, υπήρχε η προϋπόθεση να συνοικούν, ενώ ο νόμος δεν άγγιζε τους «πρώην» (διώκονταν με τις συνήθεις διατάξεις του ΠΚ). Έμεναν, έτσι, ακάλυπτα ακόμα και ζευγάρια ή οικογένειες που δεν συγκατοικούσαν και τις οποίες περιλαμβάνει η ΣτΚ. Βάσει αυτής και σύμφωνα με όσα δήλωσε ο αρμόδιος υπουργός, θα υπάρξει πλέον σχετική πρόβλεψη στον 3500/2006. Επίσης, μέχρι τώρα, αν κάποια αλλοδαπή χωρίς χαρτιά προέβαινε σε μήνυση κατά κακοποιητή συζύγου ή συντρόφου, κινδύνευε να συλληφθεί και η ίδια ως παράνομη. Πλέον τέτοιες περιπτώσεις εξαιρούνται από την απέλαση, που και παλαιότερα δεν εφαρμοζόταν, είναι η αλήθεια, υποχρεώνονταν όμως οι παθούσες να αιτηθούν άδεια διαμονής και όφειλαν να παραμείνουν υπό κράτηση ωσότου αυτή χορηγηθεί – κάτι που βεβαίως λειτουργούσε ανασταλτικά, ιδιαίτερα αν υπήρχαν ανήλικα παιδιά. Ένα άλλο προς ικανοποίηση αίτημα είναι η άμεση, απεριόριστη παραχώρηση άδειας διαμονής σε θύματα έμφυλης κακοποίησης ή ενδοοικογενειακής βίας δίχως να απαιτείται να έχουν υποβάλει μήνυση, κάτι που ουσιαστικά συνιστά εξαναγκασμό. Μπορούμε κάλλιστα να επιστρέψουμε στο πριν από το ’15 νομικό καθεστώς, όταν αρκούσε επ’ αυτού η βεβαίωση ενός ξενώνα κακοποιημένων γυναικών.
Με τα θύματα trafficking τι γίνεται;
Δεδομένου ότι οι γυναίκες αυτές παραμένουν πιο ευάλωτες στην αδήλωτη εργασία και στην εκμετάλλευση, ακόμα κι όταν καταφέρουν να απελευθερωθούν από τα κυκλώματα των προαγωγών, είναι απαραίτητο να αποσυνδεθεί η νομιμότητα της διαμονής τους από την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, καθώς είναι αντικειμενικά δυσκολότερο γι’ αυτές να ενταχθούν πλήρως στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας.
Άλλες ατέλειες και παραλείψεις;
Καταρχάς, ο νόμος αναφέρεται αποκλειστικά σε ετερόφυλα ζευγάρια, παρότι η ΣτΚ αναφέρεται στις έμφυλες διακρίσεις εν γένει, καλύπτοντας έτσι και τα ομόφυλα. Αυτό θα πρέπει να αλλάξει ώστε να συμπεριληφθούν και αυτά. Στην κατηγορία πάλι της επίμονης, φορτικής παρενόχλησης (stalking) αναφέρει ότι πρέπει να υπάρχει εκπεφρασμένη αντίθετη βούληση, με αποτέλεσμα το βάρος να πέφτει στο θύμα και τη συμπεριφορά του, να χρειάζεται δηλαδή εκείνο να «απολογηθεί» στο δικαστήριο και όχι ο δράστης. Η πραγματικότητα, όμως, λέει ότι πολλές γυναίκες αποφεύγουν την ευθεία αντιπαράθεση με τον άνθρωπο που τις παρενοχλεί, φοβούμενες τα χειρότερα και κάνοντας απλώς υπομονή, κάτι που βέβαια δεν είναι καθόλου δίχως κόστος για την προσωπική τους ζωή, ακόμα και αν δεν υφίστανται άμεση βία.
Πόσο εύκολο είναι όμως να οριστεί νομικά πού σταματά μια θεμιτή ερωτική προσέγγιση και πού ξεκινά η σεξουαλική παρενόχληση έτσι ώστε και το υποψήφιο θύμα να προστατεύεται αλλά και η απλή εκδήλωση ερωτικού ενδιαφέροντος να μην κινδυνεύει να γίνει ποινικά κολάσιμη;
Δεν νομίζω ότι είναι τόσο ακατόρθωτο να ξεχωρίσει κανείς το φλερτ, ακόμα και το κάπως άγαρμπο, από την ευθεία σεξουαλική παρενόχληση ούτε θεωρώ «καταπιεστικό» το να οριοθετηθούν η ερμηνεία της και ο βαθμός ανοχής σε τέτοιες συμπεριφορές! Χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι ένα «όχι», και μάλιστα επαναλαμβανόμενο, πρέπει να γίνεται απολύτως σεβαστό. Καθένας μας είναι ελεύθερος να φλερτάρει αλλά και καθένας μας οφείλει να ξέρει πού να σταματήσει αν η άλλη πλευρά δεν ανταποκρίνεται. Εδώ άλλωστε αναφερόμαστε σαφώς σε εμμονικές, φορτικά επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές που αδιαφορούν για τη βούληση του άλλου ατόμου. Είναι τόσο ξεκάθαρο όσο και το ότι συνουσία χωρίς συναίνεση θα έπρεπε να εκλαμβάνεται στη συνείδησή μας ως βιασμός, να αναφέρουμε δε ότι θεωρείται κατάχρηση σε ασέλγεια εάν το θύμα αδυνατεί να εκφέρει αντίρρηση εξαιτίας μέθης, χρήσης ουσιών ή ψυχολογικών διαταραχών. Η έννοια της συναίνεσης είναι ιδιαίτερα κρίσιμη.
Μια συνήθης ένσταση είναι η άποψη ότι κάποια φερόμενα ως θύματα μπορεί να καταγγείλουν ένα φλερτ ως σεξουαλική παρενόχληση ή και βιασμό για λόγους αντεκδίκησης ή προκειμένου να αποκομίσουν ίδια οφέλη.
Δεν συνάγεται από πουθενά ότι αυτή είναι μια ελκυστική μορφή εξαπάτησης. Αν έχουν υπάρξει τέτοια φαινόμενα είναι σίγουρα η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Ποια γυναίκα θα καθόταν να υποστεί όλη αυτή την ταλαιπωρία αλλά και την έκθεση που συνοδεύει μια τέτοια καταγγελία, στιγματίζοντας, εν μέρει, και την ίδια κοινωνικά, ποια θα ρίσκαρε να εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη με εκείνον που υποδεικνύει ως δράστη μιας τέτοιας συμπεριφοράς από ιδιοτέλεια και μόνο; Είχα παρευρεθεί σχετικά πρόσφατα σε δίκη όπου το θύμα είχε κακοποιηθεί και βιαστεί επανειλημμένα εντός γάμου. Η μαρτυρική κατάθεση κάθε θύματος πρώτα στην αστυνομία, μετά στο δικαστήριο και ύστερα ξανά στο εφετείο είναι μια διαδικασία οδυνηρή, στην οποία κανείς και καμιά δεν θα ήθελε να εμπλακεί από σκοπιμότητα και μόνο. Αν, τώρα, υπάρχουν βάσιμες αντιρρήσεις, μπορεί πάντα να γίνει ψευδής καταμήνυση, όπως ισχύει για κάθε ποινικό αδίκημα. Υπάρχει αποδεικτική διαδικασία και συγκεκριμένα μέτρα άμυνας του κατηγορούμενου, δεν βλέπω γιατί να προβληματίζεται κανείς ειδικά για το stalking.
Ισχύει ότι η κρίση επέφερε σημαντική αύξηση στα περιστατικά έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, όπως αναφέρουν αρκετά δημοσιεύματα;
Εξαρτάται. Δύσκολο να βρεθούν συγκεκριμένα στοιχεία για το αν πράγματι η κρίση μεγέθυνε το πρόβλημα. Μπορεί η οικονομική δυσχέρεια να ευνοεί βίαιες συμπεριφορές, όμως δεν τις δημιουργεί εκ του μηδενός. Δεν είναι δηλαδή ότι κάποιος δράστης ήταν άλλος άνθρωπος πριν από την κρίση και ξαφνικά μεταμορφώθηκε. Έπειτα, παρ’ ότι οι σχετικές καταγγελίες έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, παραμένει αδιευκρίνιστο αν το φαινόμενο της κακοποίησης και της ενδοοικογενειακής βίας έχει πράγματι οξυνθεί, αφού ο αυξημένος αυτός αριθμός συνδέεται με την ολοένα μεγαλύτερη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του γυναικείου πληθυσμού χάρη στις καμπάνιες, στη διεύρυνση των υπηρεσιών των συμβουλευτικών κέντρων και στις άλλες υποστηρικτικές δομές, στην παροχή ακόμα και δωρεάν νομικής βοήθειας, στην ύπαρξη γραμμής SOS 24ωρης λειτουργίας (15900) κ.λπ. Η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων έχει κάποια στοιχεία, η ΕΛ.ΑΣ. κάποια άλλα, δεν υπάρχει όμως σύνδεση μεταξύ τους. Έπειτα, με τα χρόνια επήλθαν αλλαγές και στη νομοθεσία. Οι θεωρούμενες από κάποιους «soft» μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης, οι οποίες παλιότερα θεωρούνταν τόσο φυσιολογικές και κοινωνικά συμβατές ώστε τα θύματα να μη διανοούνται καν να τις καταγγείλουν, δεν γίνονται πλέον ανεκτές. Εκεί όπου διαπιστωμένα έχουμε αύξηση είναι στα αδικήματα που εμπίπτουν στην κατηγορία των εγκλημάτων τιμής στα προσφυγικά camps. Υπάρχουν, ξέρετε, ανάμεσα στους πρόσφυγες και γυναίκες που έφυγαν είτε μόνες είτε με τον σύντροφο που εκείνες επέλεξαν ώστε να μην υποχρεωθούν να παντρευτούν στη χώρα τους κάποιον που δεν ήθελαν. Έχοντας παραβιάσει τον εθιμικό κώδικα τιμής, ο απορριφθείς σύζυγος ή ακόμα και δικός τους συγγενής μπορεί να τις καταδιώξει για να τις βλάψει, πράγμα που συνιστά και λόγο παραχώρησης ασύλου. Στην ελληνική κοινωνία, τώρα, τέτοιες βεντέτες σπανίζουν πια, γι’ αυτό και όταν συμβαίνουν γίνονται είδηση, δυστυχώς με σκανδαλοθηρικό, ως επί το πλείστον, τρόπο.
Διάβασα τελευταία κάποιες μελέτες που ισχυρίζονται ότι έχουν αυξηθεί και τα ποσοστά των ανδρών θυμάτων.
Εύκολα, νομίζω, αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα θύματα έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα γυναίκες. Το δείχνουν με απόλυτο και αναμφισβήτητο τρόπο όλες οι σχετικές μελέτες, αναφέρεται κιόλας ως παραδοχή στο προοίμιο της ΣτΚ. Όχι πως δεν υπάρχουν περιστατικά με θύματα άνδρες ή αγόρια, είναι όμως η εξαίρεση, αφορούν δε κυρίως άτομα που αποκλίνουν από το κυρίαρχο αρσενικό πρότυπο.
Έχεις επίσης συμμετάσχει σε δράσεις πεδίου σε μεταναστευτικές-προσφυγικές δομές. Τι αποκόμισες και ποια η μεγαλύτερη δυσκολία που συνάντησες;
Το στοίχημα σε τέτοιες δράσεις, πέρα από την ενημέρωση και τον τρόπο που θα την επικοινωνήσεις, είναι το να αποφύγεις τη δευτερογενή θυματοποίηση, δημιουργώντας ένα πατερναλιστικό, κηδεμονευτικό πλαίσιο. Να καταφέρνεις, δηλαδή, να συνδυάσεις θεωρία και στόχους με πραγματικές ανάγκες πραγματικών ανθρώπων, στους οποίους αναγνωρίζεις τη δυνατότητα να αποφασίζουν για τη ζωή τους, αφήνοντάς τους περιθώρια να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους. Αρκετά διδακτική υπήρξε επ’ αυτού η εμπειρία με τις γυναίκες στα κέντρα υποδοχής προσφύγων και μεταναστών. Για παράδειγμα, το πρώτο πράγμα που μας ζήτησαν σε κάποιο camp ήταν να φτιάξουμε ένα υποτυπώδες κομμωτήριο, αίτημα που ένας ανυποψίαστος τρίτος μπορεί να σάρκαζε ως περιττή πολυτέλεια, γι’ αυτές όμως η δυνατότητα καλλωπισμού θα ενίσχυε την ψυχολογία, την αυτοπεποίθηση, τον αυτοσεβασμό αλλά και τις μεταξύ τους σχέσεις. Αλλού, πάλι, σε εκδήλωση που κάναμε για την Ημέρα της Γυναίκας, μπήκε ξαφνικά στον χώρο ένας πρόσφυγας με ένα λουλούδι στο χέρι, δηλώνοντας ότι το προσφέρει γενικά στο ωραίο φύλο λόγω της επετείου – αν το έκανε αυτό ένας σημερινός Έλληνας, θα έμοιαζε μάλλον γελοίο, κάποιες φεμινίστριες μπορεί να έβρισκαν απαράδεκτη την ίδια την «εισβολή» ενός άνδρα σε μια γυναικεία μάζωξη, στο πλαίσιο, όμως, και τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη ήταν μια ενέργεια που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό!