Η Άννα Βουγιούκα, υπεύθυνη συνηγορίας του Κέντρου Διοτίμα, παρουσίασε την εισήγηση «Τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, η αυτοδιάθεση του σώματος και ο ρόλος της τηλεόρασης και του κινηματογράφου» στο 6ο Φεστιβάλ “WIFT GR 50/50, Ισότητα και στον Κινηματογράφο: My Body, My Rights“, στις 22 Νοεμβρίου 2022 στην Ταινιοθήκη Ελλάδος.
Διαβάστε όλο το κείμενο παρακάτω:
Ο κατάλογος των τρόπων με τους οποίους οι κρατικοί και οι κοινωνικοί θεσμοί και μηχανισμοί μπορούν να περιορίσουν, να καταργήσουν, να εκμεταλλευτούν, να στιγματίσουν, να θέσουν σε κίνδυνο, να εμποδίσουν, να εξαναγκάσουν, να από-χρηματοδοτήσουν, να υποτιμήσουν και να εμπορευματοποιήσουν την ανθρώπινη γονιμότητα, τη σύλληψη, την εγκυμοσύνη και τη γέννηση, είναι μακρύς και διαρκώς αναπτυσσόμενος.
Η φεμινιστική θεωρία και πράξη μας επιτρέπει να εξετάσουμε τον ρόλο που έχουν διαδραματίσει οι διαφορετικές κατά βάση συντηρητικές, σεξιστικές, μισογυνικές ιδεολογίες και πολιτικές στον εντοπισμό/στην τοπο-θέτηση της αναπαραγωγής στο θηλυκό σώμα και τις επιπτώσεις που συνεπάγεται αυτή η τοπο-θέτηση για τα άτομα, τη θέση και κατάσταση των γυναικών και την διαμόρφωση και έκφραση των έμφυλων ταυτοτήτων.
Στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να ξεκινήσω με τη σημασία και επικαιρότητα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση του σώματος, τη σεξουαλική ελευθερία, και τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών.
Θα έλεγα καταρχάς επειδή είναι και πάλι αναγκαίο να διασφαλίσουμε το κεκτημένο των δικαιωμάτων μας. Γιατί αν και δεν μας εκχωρήθηκαν, αν και δεν μας χαρίστηκαν αλλά τα κατακτήσαμε μέσα από τους αγώνες των φεμινιστικών και άλλων πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων, όπως έχουμε διαπιστώσει πολλές φορές στην ιστορία, τα κεκτημένα δικαιώματα, μπορούν να υπονομευθούν, να σχετικοποιηθούν ή και να αρθούν.
Σε ένα ευρέως διακινούμενο στο διαδίκτυο κείμενο που αποδίδεται στην Simone de Beauvoir (χωρίς να είμαστε βέβαιες ότι είναι δικό της), διαβάζουμε την εξής προτροπή, γνώση ή και παρακαταθήκη: «Ποτέ μην ξεχνάτε πως το μόνο που χρειάζεται είναι μια πολιτική, οικονομική ή θρησκευτική κρίση για να αμφισβητηθούν τα δικαιώματα των γυναικών. Γιατί τα δικαιώματα αυτά δεν είναι ποτέ κατοχυρωμένα, κεκτημένα. Γι’ αυτό θα πρέπει εφ΄ όρου ζωής να είμαστε σε επαγρύπνηση».
Και αυτό το διαπιστώσαμε με οδυνηρό τρόπο με την πανδημία του Covid 19 και την υγειονομική κρίση του 2020, η οποία όχι μόνο ενίσχυσε την επίγνωσή μας για την «ευάλωτη ισότητα» (Κοσυφολόγου, 2020), αλλά και την απόσταση μεταξύ νομικής και ουσιαστικής ισότητας των φύλων. Φτάνει να αναλογιστούμε τις πολυεπίπεδες έμφυλες επιπτώσεις, διακρίσεις και ανισότητες που συνδέονται άρρηκτα: με:
- τις δριμείες οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης, ιδιαιτέρως για γυναίκες που ζουν στο περιθώριο ή εργάζονται σε άτυπους τομείς της οικονομίας
- τις επιπτώσεις στην υγεία και την περιορισμένη πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες, λόγω των πολλαπλών ανισοτήτων και διακρίσεων (φύλο, εθνότητα, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, αρτιμέλεια, ηλικία, σεξουαλικός προσανατολισμός κ.λπ.), και της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων δομών υγείας
- την άμισθη εργασία φροντίδας. Η τυπική οικονομία και η συντήρηση της καθημερινής ζωής στηρίζεται κυρίως στην αφανή εργασία των γυναικών, που την περίοδο της πανδημίας εντατικοποιήθηκε λόγω των αυξημένων αναγκών φροντίδας
- και βέβαια με την έμφυλη βία. με βάση τα στοιχεία έχει αυξηθεί έως 25% σε κάποιες χώρες στο, ενώ υπάρχουν φόβοι ότι οι καταγεγραμμένες περιπτώσεις αφορούν κυρίως πιο ακραίες μορφές έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας και όχι το σύνολο των περιστατικών (Βουγιούκα, Λιάπη, 2020: 5-6)
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με σχετικές εκθέσεις, κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 και της απαγόρευσης κυκλοφορίας, οι υπηρεσίες για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και τα συναφή δικαιώματα περιορίστηκαν και/ή ανακλήθηκαν, και αποδιοργανώθηκε η πρόσβαση σε βασικές ιατρικές υπηρεσίες, όπως η αντισύλληψη και η φροντίδα διακοπής της κύησης, οι έλεγχοι για HIV και ΣΜΛ, η πρόσβαση σε κέντρα πρόληψης και ευαισθητοποίησης για τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων και οι εξετάσεις ανίχνευσης του καρκίνου του αναπαραγωγικού συστήματος, όπως και η υγειονομική περίθαλψη που σέβεται την αξιοπρέπεια της μητέρας, γεγονός που είχε σοβαρές επιπτώσεις για το θεμελιώδες δικαίωμα των γυναικών στην αυτοδιάθεση του σώματός τους.
Παράλληλα όπως γνωρίζουμε καταβάλλονται συνεχείς προσπάθειες για την εργαλειοποίηση της υγειονομικής κρίσης COVID-19, η οποία λειτουργεί ως πρόσχημα για την έγκριση ακόμα περισσότερων περιοριστικών μέτρων για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και τα συναφή δικαιώματα, με αποτέλεσμα την ανακατανομή των πόρων.
Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στην προμήθεια σε αντισυλληπτικά και την πρόσβαση σε αυτά, αξίζει να αναφέρουμε ότι το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Πληθυσμό είχε προβλέψει (Απρίλιο 2020) ότι περίπου 47 εκατομμύρια γυναίκες σε 114 χώρες με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα δεν θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν σύγχρονα αντισυλληπτικά εάν τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας ή οι διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού συνεχιστούν για 6 μήνες.
Η παρούσα συζήτηση για τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα έχει σημασία επίσης στα σημερινά συμφραζόμενα των 16 ημερών ακτιβισμού για την πρόληψη και εξάλειψη της έμφυλης βίας, με δεδομένο ότι:
- Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, σε ετήσια βάση πραγματοποιούνται πάνω από 25 εκατομμύρια μη ασφαλείς αμβλώσεις οι οποίες συχνά οδηγούν σε θάνατο, σε σοβαρές βλάβες στην υγεία των γυναικών ή και σε αναπηρίες. Το σύνολο των θανάτων προκύπτουν σε χώρες με νόμους που θέτουν περιορισμούς στις αμβλώσεις/ που τις επιτρέπουν μόνο σε πολύ ειδικές περιπτώσεις. Επίσης σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, «περίπου 47.000 γυναίκες πεθαίνουν κάθε χρόνο ως αποτέλεσμα της μη ασφαλούς άμβλωσης»
- Σύμφωνα με την Έκθεση της Ειδικής Rapporteur για τη βία κατά των γυναικών του ΟΗΕ, Rashida Manjoo (2012), οι θάνατοι που προκύπτουν λόγω επισφαλών αμβλώσεων, αμβλώσεων που πραγματοποιούνται σε επισφαλείς, μυστικές ή επικίνδυνες συνθήκες, θεωρούνται έμμεσες γυναικοκτονίες
- Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (Ν. 4531/2018, Άρθρο 3), α. Ο όρος «βία κατά των γυναικών» νοείται ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μια μορφή διάκρισης κατά των γυναικών και σημαίνει όλες τις πράξεις βίας βασιζόμενης στο φύλο, οι οποίες έχουν ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή πόνο για τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των απειλών τέλεσης τέτοιων πράξεων, του εξαναγκασμού ή της αυθαίρετης αποστέρησης της ελευθερίας, είτε αυτή συμβαίνει στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό βίο.
- Παράλληλα στο Άρθρο 39 προβλέπεται η ποινικοποίηση της αναγκαστικής έκτρωσης και της αναγκαστικής στείρωσης – χωρίς την προηγούμενη ρητή συγκατάθεση της γυναίκας.
Με αφορμή αυτήν τη νομοθετική πρόβλεψη έχει σημασία να σκεφτούμε πώς η ακροδεξιά ρητορική μέσω μιας πλήρους αντιστροφής του επιχειρήματος για την ποινικοποίηση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση και άρα στην επιλογή της άμβλωσης, στην περίπτωση ελέγχου πληθυσμών και εφαρμογής βιοπολιτικών σχεδίων διαχείρισής τους, επιτρέπει ή και επιβάλλει την αναγκαστική στείρωση ή και των αναγκαστική άμβλωση.
Ή να σκεφτούμε ότι στην περίπτωση των Αφροαμερικανών/ μαύρων/Ρομά/ προσφυγισσών/ φτωχών γυναικών, η άμβλωση όχι μόνο δεν θεωρείται «φόνος των αγέννητων παιδιών», αλλά μέτρο της πολιτείας για τον έλεγχο αυτών των «ανεξέλεγκτων» πληθυσμών, και των ποιοτικών τους χαρακτηριστικών με σκοπό την επίτευξη μιας ποσοτικής αλλά κυρίως μιας ποιοτικής ομαλοποίησης (Αθανασίου, 2003), και ως εκ τούτου όχι μόνο είναι αποδεκτή, αλλά και επιβεβλημένη ως μέτρο.
Μια τέτοια συζήτηση είναι επίκαιρη και σημαντική εκτός των άλλων διότι στην παρούσα συγκυρία βρισκόμαστε ενώπιον πολλαπλών κινδύνων, αρνητικών εξελίξεων και οπισθοδρόμηση/ πισωγύρισμα (backlash) που έχουν να κάνουν με θεσμικές νεοσυντηρητικές παρεμβάσεις και υπαναχωρήσεις, επιθέσεις στις σπουδές φύλου, συγκρότηση αντιέμφυλων κινημάτων, παρεμβάσεις που θέτουν σε κίνδυνο ή και αμφισβητούν ευθέως την ελευθερία του λόγου, της έκφρασης, αλλά και της ύπαρξης όσων δεν συμμορφώνονται με τα σεξιστικά, μισογυνικά, ρατσιστικά, ομοφοβικά και τρανσφοβικά στερεότυπα.
Όπως σημειώνει η Butler το 2021 σε άρθρο της στον Guardian «τα τελευταία χρόνια οι επιθέσεις στη λεγόμενη “έμφυλη ιδεολογία” έχουν αυξηθεί σε όλο τον κόσμο και κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, καθώς τις τροφοδοτούν ηλεκτρονικά δίκτυα και τις σιγοντάρουν πολυπληθείς συντηρητικές καθολικές και ευαγγελικές οργανώσεις», τονίζοντας ότι «το κίνημα της αντιέμφυλης ιδεολογίας, κάνοντας επίθεση στο “φύλο” αντιτίθεται στην αναπαραγωγική ελευθερία των γυναικών και στα δικαιώματα των μονογονεϊκών οικογενειών, αντιτίθεται στην προστασία των γυναικών απέναντι στον βιασμό και στην ενδοοικογενειακή βία, και αρνείται τα νομικά και κοινωνικά δικαιώματα των διεμφυλικών ατόμων, όπως και μια μεγάλη γκάμα από νομικές και θεσμικές δικλείδες ασφαλείας που αφορούν τις έμφυλες διακρίσεις, τον βίαιο ψυχιατρικό εγκλεισμό, τη βάναυση σεξουαλική παρενόχληση και τη δολοφονία» (Butler, 2022).
Αυτό είναι πλέον ορατό και στη χώρα μας αν σκεφτούμε ενδεικτικά τις αρνητικές εξελίξεις σε μια σειρά πεδία των δημόσιων πολιτικών.
Η μετονομασία της ΓΓΙΦ σε ΓΓ Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, η μεταφορά της μαζί με το ΚΕΘΙ στο Υπουργείο Εργασίας (από το Υπουργείο Εσωτερικών) και η νέα μετονομασία της Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων, απαξίωσε τα δύο βασικά εθνικά θεσμικά όργανα της πολιτείας για την ισότητα των φύλων, εξισώνοντας και συνδέοντάς την με τον τομέα της εργασίας αφήνοντας εκτός θεμελιώδη πεδία.
Η συνύπαρξη της ισότητας των φύλων και οικογενειακής πολιτικής κάτω από τον ίδιο φορέα, περιορίζει το εύρος των πολιτικών ισότητας, συνδέοντας τις γυναίκες μονοσήμαντα με την οικογένεια, διαιωνίζοντας τα πιο συντηρητικά πατριαρχικά στερεότυπα για τους έμφυλους ρόλους. Ενώ είναι ολοφάνερη πλέον η στροφή προς συντηρητικές αντιλήψεις προηγούμενων δεκαετιών σύμφωνα με τις οποίες είναι οι γυναίκες εκείνες που κατά κύριο λόγο συνδέονται με το «δημογραφικό πρόβλημα της χώρας».
Όπως γνωρίζουμε μέχρι το 1986 η άμβλωση ήταν παράνομη στην Ελλάδα παρότι στην πράξη όσες είχαν την οικονομική δυνατότητα μπορούσαν να απευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα και να κάνουν έκτρωση. Το σημαντικό είναι ότι η έκτρωση ήταν η μοναδική επιλογή για την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, εφόσον άλλες μέθοδοι αντισύλληψης, όπως τα χάπια, την εποχή εκείνη ήταν άγνωστες στις περισσότερες γυναίκες.
Γι’ αυτό άλλωστε και ένα από τα κεντρικά ζητήματα και στόχος του φεμινιστικού κινήματος της εποχής ήταν και η πληροφόρηση των γυναικών για την αντισύλληψη και τα αναπαραγωγικά τους δικαιώματα. Ο Ν. 1609/1986 ψηφίστηκε από όλα τα πολιτικά κόμματα εκτός από τη Νέα Δημοκρατία (ΝΔ), ως αποτέλεσμα των φεμινιστικών κινητοποιήσεων των προηγούμενων δεκαετιών, παρά την κάθετη αντίθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Σύμφωνα με το Ν. 1609/1986, η προστασία της υγείας των γυναικών σε οργανωμένες νοσηλευτικές μονάδες κατά την τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης συνιστά υποχρέωση της πολιτείας και ενεργείται με τη συναίνεση της εγκύου από εξειδικευμένους/νες γιατρούς. Η έκτρωση μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός των πρώτων 12 εβδομάδων της κύησης σε κάθε περίπτωση, εντός των πρώτων 24 εβδομάδων αν υπάρχουν ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου, εντός των πρώτων 19 εβδομάδων αν η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί, και χωρίς χρονικό περιορισμό, αν υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου. Επίσης, όταν η έγκυος είναι ανήλικη, απαιτείται η συναίνεση γονέα ή εκείνης/ου που έχει την επιμέλεια της ανήλικης. [Στο άρθρο 304 του Ποινικού Κώδικα, Ν. 4619/2019, προβλέπονται ποινές για τις περιπτώσεις διακοπής της εγκυμοσύνης χωρίς τη συναίνεση της εγκύου].
Αξίζει για την ιστορία να σημειώσουμε δύο δεδομένα για τη χώρα μας. Όπως αναφέρουν σε μια συζήτησή τους με την Μαρία Λούκα τον Μάρτιο του 2020, δύο γυναικολόγοι και φεμινίστριες, οι Αλέκα Μακρή και η Ευτυχία Λεοντίδου: «…Πριν το 1986, και την ψήφιση του νόμου που θέσπισε τις ελεύθερες, δημόσιες και δωρεάν αμβλώσεις στη βάση προσδιορισμένων ορίων, το 90% των αμβλώσεων γίνονταν στον ιδιωτικό τομέα. …» Με βάση τους υπολογισμούς των δύο γιατρών «…την εποχή εκείνη πραγματοποιούνταν περί τις 400.000 εκτρώσεις ετησίως…, ενώ μετά τη νομιμοποίηση είχαμε μεγάλη μείωση. Για την ακρίβεια εκτιμάται ότι τώρα που οι αμβλώσεις είναι νόμιμες και ασφαλείς πραγματοποιούνται 100.000 με 150.000 το χρόνο.»
Παρά τον νόμο ωστόσο που έχει ψηφιστεί πριν από 36 χρόνια, δε θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η αμφισβήτηση του θεσμικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην άμβλωση, έχει μακρά διαδρομή στη χώρα μας και συνιστά διαχρονικό φαινόμενο στο πλαίσιο της διαρκώς επιχειρούμενης κοινωνικής οπισθοδρόμησης (Βουγιούκα, 2020). Καταρχάς εκ μέρους της εκκλησίας και σειράς νεοσυντηρητικών και ακραίων παραθρησκευτικών οργανώσεων.
Με έναν «από τα κάτω» λόγο (μέσα από κηρύγματα, φυλλάδια, καμπάνιες, κλπ.) στηριγμένο σε ακραία συντηρητικές και αντιεπιστημονικές απόψεις και κυρίως σε μια σεξιστική ηθική η οποία απέναντι στην ελευθερία και στο δικαίωμα της επιλογής αντιτάσσει την αμαρτία, τον στιγματισμό και την ενοχοποίηση των γυναικών που διεκδικούν το δικαίωμα να αποφασίζουν οι ίδιες για το σώμα τους, το κατά πόσον, πότε και με ποιες προϋποθέσεις θα τεκνοποιήσουν και θα επιλέξουν ή όχι τη μητρότητα.
Αλλά και με έναν πιο ηγεμονικό λόγο που εκφράζεται από θεσμικούς φορείς της εκκλησίας και ανώτατους θρησκευτικούς λειτουργούς και καταφέρεται όχι μόνο κατά του δικαιώματος της άμβλωσης, αλλά και του δικαιώματος της αντισύλληψης, της πληροφόρησης και εκπαίδευσης για τη σεξουαλική/ αναπαραγωγική υγεία, αλλά και κατά των σεξουαλικών σχέσεων εκτός του «ιερού θεσμού» του γάμου.
Μάλιστα όπως αναλύει σε πρόσφατο άρθρο της η Μπαμπατζιμοπούλου, η οποία εξετάζει σειρά παρεμβάσεων στη δημόσια σφαίρα από θεσμικούς φορείς του κράτους, της εκκλησίας, πολιτικά πρόσωπα και δημοσιογράφους, όπως και την καμπάνια στους σταθμούς του μετρό το 2020 από το «κίνημα» (όπως αυτοαποκαλούνται αν και στην πραγματικότητα κοινωνιολογικά είναι πιο δόκιμο να θεωρούνται ομάδα συμφερόντων) κατά των εκτρώσεων «αφήστε με να ζήσω!», με σκοπό να μιλήσουν για τις εκτρώσεις και για το έμβρυο. Μιλούν για λογαριασμό του επειδή κατά την άποψή τους δεν μπορεί να μιλήσει, αναλαμβάνοντας να μιλήσουν. Με τον τρόπο αυτόν το εργαλειοποιούν για να πλήξουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματός μας – το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος των ατόμων που φέρουν μήτρα (Μπαμπατζιμοπούλου, 2022).
Στόχος των σεξιστικών, μισογυνικών και σκοταδιστικών πολιτικών παρεμβάσεων δεν είναι μόνο η υπονόμευση των δικαιωμάτων των γυναικών και οποιασδήποτε εκσυγχρονιστικής προσπάθειας για την ένταξη της σεξουαλικής αγωγής στην εκπαίδευση, αλλά και ο συνολικότερος έλεγχος της σεξουαλικής συμπεριφοράς των πολιτών και ιδιαιτέρως των νέων, μέσω συστηματικών επιθέσεων στην αντισύλληψη, στην ελευθερία επιλογής και στην ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητας.
Η προσπάθεια ενοχοποίησης των γυναικών που επιλέγουν την άμβλωση συνεπάγεται πλήρη αδιαφορία για την υγεία γυναικών και την υποχρέωση της πολιτείας να διασφαλίζει τη διενέργεια ασφαλών αμβλώσεων, διαπλέκεται με τον κυρίαρχο πατριαρχικό λόγο για το δημογραφικό πρόβλημα και τη μείωση της γεννητικότητας και παραβλέπει ισχύοντες νόμους και διεθνείς συνθήκες που ορίζουν τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών ως διεθνώς αναγνωρισμένα και νομικά κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε ό,τι αφορά την πρόσβαση των γυναικών σε ασφαλείς και νόμιμες αμβλώσεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο στην παρούσα συγκυρία αξίζει να σημειώσουμε τα εξής:
Καταρχάς, το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ψήφισμά του (7/7/2022) σχετικά με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ για την κατάργηση του δικαιώματος στην άμβλωση και την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος στην άμβλωση και της υγείας των γυναικών στην ΕΕ (2022/2742(RSP)) πρότεινε να συμπεριληφθεί το δικαίωμα στην άμβλωση στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρώντας ότι θα πρέπει να υποβληθεί πρόταση στο Συμβούλιο για την τροποποίηση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ως εξής: Άρθρο 7α (νέο): «Άρθρο 7α Δικαίωμα στην άμβλωση Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε ασφαλή και νόμιμη άμβλωση.»
Παράλληλα, σε επίπεδο ΕΕ υπάρχει το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία [επίτευξη των στόχων της Ατζέντας του 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη στην Ευρώπη – κανείς στο περιθώριο] το οποίο έχει τρεις στενά διασυνδεδεμένους στόχους:
- Διασφάλιση ότι όλες και όλοι έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις όσον αφορά τη σεξουαλική και αναπαραγωγική τους υγεία, με σεβασμό, προστασία και εκπλήρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους.
- Διασφάλιση ότι όλες και όλοι έχουν το δικαίωμα να έχουν τα υψηλότερα δυνατά επίπεδα σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και ευεξίας.
- Διασφάλιση άμεσης και καθολικής πρόσβασης στη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και εξάλειψη των ανισοτήτων.
Ως προς το δικαίωμα στην άμβλωση θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στις περισσότερες χώρες όπου είναι νόμιμη η άμβλωση θα πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις – επιτρέπεται εντός του πρώτου τριμήνου της κύησης, ενώ προβλέπεται και ρητή συγκατάθεση της γυναίκας πριν την άμβλωση.
Ωστόσο, στην Πολωνία το 2020, παρά τις μαζικές διαμαρτυρίες και φεμινιστικές κινητοποιήσεις, ο νόμος πέρασε και πλέον ισχύει σχεδόν ολοκληρωτική απαγόρευση. Μάλιστα το ανώτατο δικαστήριο θεωρεί ότι η άμβλωση δεν είναι νόμιμη ούτε λόγω εμβρυϊκών ανωμαλιών. Μόνες εξαιρέσεις στην απόφαση αποτελούν ο επιβεβαιωμένος βιασμός ή η αιμομιξία ή εάν απειλείται η ζωή της γυναίκας.
Το πιο αυστηρό πλαίσιο στην Ευρώπη ισχύει στην Μάλτα, μια συντριπτικά καθολική χώρα, όπου οι αμβλώσεις είναι παράνομες υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Ωστόσο, οι γυναίκες παρακάμπτουν την απαγόρευση της χώρας, παραγγέλνοντας χάπια για την άμβλωση στο διαδίκτυο, ενώ άλλες πρέπει να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να κάνουν άμβλωση.
Στην Ουγγαρία, αν και η άμβλωση είναι νόμιμη, ο νόμος εξακολουθεί να είναι πολύ περιοριστικός όσον αφορά την επιβολή υποχρεωτικής περιόδου αναμονής, υποχρεωτικών συνεδριών για την παροχή συμβουλών και μια σειρά άλλων φραγμών, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι η περίθαλψη για την άμβλωση δεν καλύπτεται από δημόσια ασφάλιση υγείας ή προγράμματα επιδότησης. Ας σημειωθεί ότι δεξιά κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν, έχει δεσμεύσει επιπλέον κονδύλια για τα νοσοκομεία με τον όρο ότι δεν κάνουν αμβλώσεις.
Στη Σλοβακία, οι νομοθέτες του κυβερνώντος κόμματος προσπάθησαν επανειλημμένα να περιορίσουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες αμβλώσεων, αν και μέχρι στιγμής έχουν ηττηθεί οριακά κάθε φορά. Η νομοθεσία που απορρίφθηκε θα είχε παρατείνει την υποχρεωτική περίοδο αναμονής από 48 σε 96 ώρες.
Αλλά ακόμη και σε χώρες όπου η άμβλωση είναι νόμιμη, οι γυναίκες μπορεί να αντιμετωπίσουν άτυπα εμπόδια στην πρόσβαση στις υπηρεσίες άμβλωσης.
Στην Ιταλία, περίπου το 70% των γυναικολόγων της χώρας λένε ότι είναι κατά της διαδικασίας. Η κατάσταση δυσκολεύει τις γυναίκες να βρουν έγκαιρη πρόσβαση σε ασφαλείς αμβλώσεις, με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να επισημαίνει ότι ορισμένες έπρεπε να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για να έχουν πρόσβαση στη φροντίδα που χρειάζονταν. Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν παρόμοια εμπόδια στην Ισπανία, όπου η άμβλωση είναι νόμιμη, αλλά κάποιες γυναίκες πρέπει να διανύσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να βρουν έναν πάροχο.
Στη Ρουμανία, οι γυναίκες δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να έχουν πρόσβαση στο νόμιμο δικαίωμά τους στην άμβλωση, με τους γιατρούς να αρνούνται να παρέχουν την υπηρεσία. Μια έρευνα του 2019 διαπίστωσε ότι μόνο το 25% των νοσοκομείων προσφέρθηκαν να πραγματοποιήσουν αμβλώσεις κατόπιν αιτήματος.
Στην Ιρλανδία μέχρι πρότινος απαγορεύονταν οι αμβλώσεις με μια συνταγματική τροποποίηση του 1983, υποκινούμενη από το Καθολικό αίσθημα. Σε δημοψήφισμα του 2018, το κοινό ψήφισε συντριπτικά υπέρ της ανατροπής της απαγόρευσης.
Ο Άγιος Μαρίνος ψήφισε τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων το 2021 σε δημοψήφισμα.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει και στη Γερμανία, όπου η συζήτηση για τις αμβλώσεις επικεντρώθηκε στην απαγόρευση της λεγόμενης διαφήμισης για τις αμβλώσεις. Η άμβλωση εξακολουθεί να είναι τεχνικά παράνομη στη Γερμανία, αλλά επιτρέπεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως η άμβλωση που πραγματοποιείται εντός των πρώτων 12 εβδομάδων της εγκυμοσύνης και αφού η γυναίκα λάβει συμβουλευτική υποστήριξη.
Η πανδημία του κορωνοϊού ανάγκασε τις χώρες να αντιμετωπίσουν εμπόδια και να βρουν λύσεις στη φροντίδα της αναπαραγωγικής υγείας των γυναικών. Μερικές από αυτές τις αλλαγές μπορεί να παραμείνουν. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι γυναίκες μπορούν να τερματίσουν μια πρόωρη εγκυμοσύνη στο σπίτι χρησιμοποιώντας χάπια για την άμβλωση μετά από διαβούλευση με τηλεϊατρική. Ειδικά για την περίπτωση της Γαλλίας θα πρέπει να σημειωθεί μια σημαντική θετική εξέλιξη που έχει να κάνει με την απόφαση της κοινοβουλευτικής επιτροπής να κατοχυρωθούν το δικαίωμα στην άμβλωση και στην αντισύλληψη στο σύνταγμα της χώρας ως θεμελιώδη δικαιώματα.
Από την άλλη, στις ΗΠΑ όπως γνωρίζετε είχαμε μια πολύ μεγάλη οπισθοδρόμηση με την ανατροπή της απόφασης στην υπόθεση-ορόσημο Roe Vs Wade (του 1973) με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ κατήργησε την εγγυημένη εθνική προστασία του δικαιώματος στην άμβλωση, επιτρέποντας σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ να αποφασίσει αυτόνομα εάν θα περιορίσει ή θα απαγορεύσει την άμβλωση. Εκτιμάται ότι μετά την απόφαση αυτή ο ετήσιος αριθμός των θανάτων στις ΗΠΑ λόγω μη ασφαλών αμβλώσεων θα αυξηθεί κατά 21% έως το δεύτερο έτος.
Παράλληλα, στην Λατινική Αμερική, ιδιαιτέρως από το 2018 και μετά, έχουμε τη λεγόμενη πράσινη παλίρροια (τα πράσινα μαντήλια του κινήματος) για τη νομιμοποίηση της άμβλωσης, που έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα πιο εμβληματικά κινήματα για το δικαίωμα των γυναικών σε ασφαλείς αμβλώσεις.
Στη Λατινική Αμερική οι υπέρμαχοι των αμβλώσεων κερδίζουν έδαφος, με χώρες όπως η Αργεντινή, η Κολομβία, η Κούβα και η Ουρουγουάη να έχουν νομιμοποιήσει την επέμβαση. Σε άλλες, όπως το Σαλβαδόρ, η Ονδούρα και η Νικαράγουα, η άμβλωση παραμένει παράνομη. Στο Ελ Σαλβαδόρ η άμβλωση τιμωρείται με φυλάκιση έως και 35 ετών.
Το 2021 το Ανώτατο Δικαστήριο του Μεξικού έκρινε αντισυνταγματική την ποινικοποίηση της άμβλωσης και στη συνέχεια η κυβέρνηση της χώρας αποφάσισε να αφήσει ελεύθερες τις γυναίκες που είχαν καταδικαστεί επειδή τερμάτισαν την εγκυμοσύνη τους.
Στη Χιλή και τη Βραζιλία επιτρέπονται οι αμβλώσεις μόνο σε περιπτώσεις βιασμού, κινδύνου για τη μητέρα ή δυσμορφιών του εμβρύου. Στη Βραζιλία, υπό τον ακροδεξιό πρόεδρο Ζαΐρ Μπολσονάρο, η πρόσβαση στην άμβλωση –νόμιμη στη χώρα μόνο για λόγους βιασμού, σοβαρών εμβρυϊκών ελαττωμάτων και υγείας των γυναικών– έχει περιοριστεί. Το 2020, η χώρα εισήγαγε νέα νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία απαιτείται από το ιατρικό προσωπικό να ενημερώνει την αστυνομία για τις επιζήσασες βιασμών, που αναζητούν τη διαδικασία.
Ωστόσο, άλλες χώρες της ηπείρου έχουν διευρύνει την πρόσβαση στις νόμιμες αμβλώσεις. Τον Φεβρουάριο 2022, η Κολομβία αποποινικοποίησε τις αμβλώσεις, ενώ η Χιλή σηματοδότησε ότι η ευρύτερη πρόσβαση στις αμβλώσεις μπορεί να κατοχυρωθεί στο νέο της σύνταγμα. Το 2020, η Αργεντινή νομιμοποίησε τις αμβλώσεις κατόπιν αιτήματος, στις πρώτες 14 εβδομάδες της εγκυμοσύνης. Η Ουρουγουάη ψήφισε παρόμοια νομοθεσία, που επέτρεπε τις αμβλώσεις μέχρι τη 12η εβδομάδα της εγκυμοσύνης, το 2012.
Μια σημαντική διάσταση του ζητήματος που συζητάμε σήμερα είναι η αναπαραγωγική δικαιοσύνη που ως κίνημα κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά κυρίως ως διαθεματικός φεμινιστικός ακτιβισμός, αναδύεται στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 (1994 συγκεκριμένα).
Όπως αναφέρει η Loretta Ross (2017), οι ακτιβίστριες από Ασιατικές κοινότητες και κοινότητες μαύρων γυναικών στις ΗΠΑ αξιοποίησαν την έννοια της διαθεματικότητας –που δεν απαριθμεί απλώς ποικίλες ταυτότητες αλλά περιγράφει την αλληλεπίδραση διαφορετικών μορφών καταπίεσης με βάση το φύλο, τη φυλή, την αρτιμέλεια, τη γλώσσα, την τάξη, την χώρα καταγωγής, κ.λπ.– ως πηγή ενδυνάμωσης για να προωθήσουν μια από τις σημαντικότερες μετατοπίσεις στο πεδίο των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων στη σύγχρονη ιστορία.
Η αναπαραγωγική δικαιοσύνη συνδέεται με την πλήρη σωματική, ψυχική, πνευματική, πολιτική, κοινωνική και οικονομική ευημερία των γυναικών και των κοριτσιών και στηρίζεται στην πλήρη επίτευξη και προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων των γυναικών. Με τον όρο αυτό η Asian Communities for Reproductive Justice (ACRJ) παρέχουν μια νέα οπτική για τη συνηγορία για τα ζητήματα αναπαραγωγής αναδεικνύοντας ότι για τις γηγενείς και μαύρες γυναίκες έχει σημασία να παλεύουν εξίσου για τα εξής αλληλένδετα ανθρώπινα δικαιώματα:
- Το δικαίωμα να κάνεις παιδί υπό τις συνθήκες και προϋποθέσεις που επιλέγεις, ελέγχοντας η ίδια επιλογές που έχεις σε σχέση με τη γέννηση (π.χ. αν θα γεννήσεις σε ιατρική μονάδα ή με τη βοήθεια μαίας στο σπίτι),
- Το δικαίωμα να μην κάνεις παιδί μέσω της αξιοποίησης αντισύλληψης, άμβλωσης ή και αποχής από το σεξ
- Το δικαίωμα να φροντίζεις/μεγαλώνεις τα παιδιά σου σε ένα υγιές και ασφαλές περιβάλλον χωρίς βία από το κράτος, την κοινότητα ή άλλα άτομα.
Αυτό παράλληλα σημαίνει ότι οι γυναίκες παλεύουν / παλεύουμε ώστε να διασφαλίσουμε τις συνθήκες και τους όρους που απαιτούνται προκειμένου να έχουμε πρόσβαση και να ασκήσουμε αυτά τα δικαιώματά μας (Ross, 2017).
Το πλαίσιο που θέτει η προσέγγιση και το κίνημα της αναπαραγωγικής δικαιοσύνης αναλύει πώς η δυνατότητα/ικανότητα μιας γυναίκας να ορίσει την αναπαραγωγική της διαδρομή συνδέεται άμεσα με τις συνθήκες που βιώνει στην κοινότητά της / στην (φυλετική, εθνοτική, γλωσσική, ταξική, κ.λπ.) ομάδα όπου ανήκει. Και οι συνθήκες αυτές δεν είναι μόνο ζήτημα επιλογής και πρόσβασης. Η αναπαραγωγική δικαιοσύνη δηλαδή εξετάζει την κοινωνική πραγματικότητα της ανισότητας και την ανισότητα πιο συγκεκριμένα ως προς τις ευκαιρίες που έχουν ή δεν έχουν συγκεκριμένες ομάδες γυναικών να ελέγξουν το αναπαραγωγικό τους «πεπρωμένο».
Στο πλαίσιο αυτό είναι σαφές ότι οι συστημικές ανισότητες πάντα διαμορφώνουν τις αποφάσεις των ατόμων και ιδιαιτέρως των ευάλωτων γυναικών, σχετικά με το κατά πόσον θα τεκνοποιήσουν και πότε. Οι ατομικές ελευθερίες δηλαδή επηρεάζονται ή και συχνά περιορίζονται ή αίρονται ως συνέπεια του ρατσισμού, του σεξισμού, της (νέο)αποικιοκρατίας της φτώχειας. Παράλληλα μια σειρά άλλοι παράγοντες όπως για παράδειγμα το μεταναστευτικό στάτους, η ικανότητα/αναπηρία, η ταυτότητα φύλου, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ηλικία, οι συνθήκες κράτησης, επίσης επηρεάζουν το κατά πόσον τα άτομα έχουν πρόσβαση στην κατάλληλη φροντίδα υγείας και σε υποστήριξη.
Ο όρος αναπαραγωγική δικαιοσύνη σημαίνει επίσης ότι η φροντίδα υγείας για τις γυναίκες θα πρέπει να περιλαμβάνει μια πλήρη γκάμα αναπαραγωγικών υπηρεσιών υγείας. Από την άποψη αυτή, ενώ η άμβλωση είναι πρωταρχικό ζήτημα υγείας, η πρόσβαση σε αυτήν δεν είναι επαρκής όταν οι μορφές καταπίεσης είναι διαθεματικές και προέρχονται από την λευκή κυριαρχία, τον μισογυνισμό και τον νεοφιλελευθερισμό. Επομένως η φροντίδα υγείας (για τις Αφροαμερικανίδες γυναίκες) θα πρέπει να περιλαμβάνει αντισύλληψη, κάλυψη των αμβλώσεων, προληπτικές εξετάσεις, προ και μεταγεννητική φροντίδα, πρόνοια για διάφορες μορφές καρκίνου και νεοπλασίες, για μητρική και βρεφική νοσηρότητα/θνησιμότητα, για HIV/AIDs, ΣΜΛ, για την έμφυλη βία, κ.λπ.
Εν ολίγοις το κίνημα αυτό ένωσε την έννοια των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων με την κοινωνική δικαιοσύνη για να επινοήσει τον όρο αναπαραγωγική δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και ένας από τους στόχους του κινήματος είναι οι αγώνες για την κατοχύρωση του δικαιώματος της αυτοδιάθεση, την αποποινικοποίηση της άμβλωσης και τη διασφάλιση νόμιμων, ασφαλών και δωρεάν αμβλώσεων για όλες τις γυναίκες/ θηλυκότητες να ενώνονται και να διασυνδέονται με τα συνολικότερα κινήματα για κοινωνική δικαιοσύνη (Ross, L., SisterSong Women of Color Reproductive Health Collective, 2007).
Στο σύγχρονο κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο, η αναπαραγωγική δικαιοσύνη ως προσέγγιση, πλαίσιο ανάλυσης και κίνημα έχει γίνει αποδεκτή και από διεθνείς ΜΚΟ όπως για παράδειγμα η Διεθνής Αμνηστία, ο οποία την ορίζει ως εξής:
Η αναπαραγωγική δικαιοσύνη είναι κίνημα κοινωνική δικαιοσύνης που στηρίζεται στην άποψη ότι τα άτομα και οι κοινότητες θα πρέπει να έχουν τους πόρους και την εξουσία προκειμένου να είναι σε θέση να παίρνουν βιώσιμες και ελεύθερες αποφάσεις για τα σώματα, τα φύλα, τις σεξουαλικότητες και τις ζωές τους. Αυτό που σηματοδοτεί η αναπαραγωγική δικαιοσύνη είναι η διεύρυνση του πλαισίου πρόσληψης της αναπαραγωγικής υγείας και των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, και η διεύρυνση της επικέντρωσης από την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και επιλογών προκειμένου να συμπεριληφθούν ευρύτεροι, υποκείμενοι κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες που επηρεάζουν και περιορίζουν τα ατομικά αναπαραγωγικά δικαιώματα, τις πράξεις και αποφάσεις των ατόμων και έχουν επιπτώσεις για τις ζωές τους (Amnesty International 2020).
Η αναπαραγωγική δικαιοσύνη απαιτεί/ διεκδικεί σεξουαλική αυτονομία και έμφυλη ισότητα για όλους, όλες, όλα και ο όρος εκφράζει τον σεβασμό, την προστασία και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πολιτείας απέναντι στα ατομικά σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα. Μια υποχρέωση που εκτός των άλλων περιλαμβάνει και την μη παρέμβαση μέσω νόμων, πολιτικών και πρακτικών που αρνούνται ή αίρουν την αυτονομία των ατόμων, περιορίζουν το δικαίωμα στην άμβλωση ή καταλήγουν στην καταπίεση συγκεκριμένων κοινοτήτων ή ατόμων μέσω πολιτικών ελέγχου του πληθυσμού, πολιτικών εξαναγκαστικής στείρωσης γηγενών πληθυσμών, μειονοτήτων και τρανς ατόμων.
Επίσης η υποχρέωση για προστασία περιλαμβάνει την προστασία των ατόμων από την παρεμβολή/παρέμβαση τρίτων μερών, όπως για παράδειγμα την προστασία από εξαναγκαστική εγκυμοσύνη, ιατρικά μη αναγκαίες εγχειρήσεις σε ιντερσεξ παιδιά, κ.λπ. Ενώ η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πολιτείας περιλαμβάνει την πρόνοια για τη δημιουργία ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος ώστε τα άτομα να μπορούν να ασκήσουν την αναπαραγωγική τους αυτονομία και τα σεξουαλικά τους δικαιώματα – π.χ. πληροφόρηση και εκπαίδευση, κοινωνικές πολιτικές για να μπορούν τα άτομα να υλοποιήσουν τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά τους δικαιώματα χωρίς διακρίσεις.
Από την άποψη αυτή οι νόμιμες και ασφαλείς αμβλώσεις είναι αλληλένδετες με σειρά ανθρώπινων δικαιωμάτων: το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή/ιδιωτικότητα, στην προσωπική και σωματική αυτονομία/αυτοδιάθεση, το δικαίωμα στη ζωή, στην υγεία, στην ελευθερία και στην ασφάλεια, καθώς και με το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, στην ισότητα, στη μη διάκριση και στην ελευθερία από βασανιστήρια και κακομεταχείριση.
Παράλληλα η σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και τα συναφή δικαιώματα αποτελούν, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, γενικό όρο όπου εμπεριέχονται διάφορα θέματα που επηρεάζουν όλα τα άτομα και αφορούν τέσσερις ξεχωριστούς τομείς:
- τη σεξουαλική υγεία,
- τα σεξουαλικά δικαιώματα,
- την αναπαραγωγική υγεία και
- τα αναπαραγωγικά δικαιώματα,
Βασίζονται επιπλέον στα δικαιώματα όλων των ατόμων να απαιτούν να γίνονται σεβαστές η σωματική ακεραιότητα, η ιδιωτικότητα και η προσωπική αυτονομία τους· να γίνονται σεβαστά ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου τους· να αποφασίζουν εάν, με ποιον και πότε είναι σεξουαλικώς ενεργά· να έχουν ασφαλείς σεξουαλικές εμπειρίες, να αποφασίζουν εάν, πότε και με ποιον συνάπτουν γάμο, καθώς και εάν και με ποια μέσα αποκτούν παιδί ή παιδιά και πόσα παιδιά· να έχουν πρόσβαση κατά τη διάρκεια της ζωής τους στις πληροφορίες, τους πόρους, τις υπηρεσίες και την υποστήριξη που απαιτούνται για την επίτευξη όλων των ανωτέρω χωρίς διακρίσεις, καταναγκασμό, εκμετάλλευση και βία.
Η πραγμάτωση της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και των συναφών δικαιωμάτων συνιστά βασικό στοιχείο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επίτευξη της ισότητας των φύλων και την καταπολέμηση της βίας με βάση το φύλο, με δεδομένο ότι σύμφωνα με την ΕΕ αλλά και διεθνείς οργανισμούς ότι οι παραβιάσεις σε ό,τι αφορά τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και τα συναφή δικαιώματα αποτελούν μορφή βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών.
Επίλογος
Με βάση όσα προαναφέρθηκαν θα ήθελαν να θέσω δύο σημεία για προβληματισμό:
Καταρχάς το δεδομένο ότι οι φεμινιστικές κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις αλλά και οι προσεγγίσεις για επιμέρους διαστάσεις των έμφυλων ανισοτήτων στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο, στην εργασία, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην πολιτική, στη κοινωνία, και βέβαια οι κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις μας για την πρόληψη και εξάλειψη όλων των μορφών έμφυλης βίας – στην οικογένεια και στις διαπροσωπικές σχέσεις, στον εργασιακό και εκπαιδευτικό χώρο, και από το κράτος –συνθέτουν ένα συνολικότερο ρεπερτόριο που (θα πρέπει να) βρίσκεται σε διαρκή και ανοιχτό διάλογο και αλληλεπίδραση.
Όπως διαπλέκονται οι διαφορετικές όψεις της καταπίεσης και των ανισοτήτων, δημιουργώντας διαφορετικές, πιο σοβαρές παραβιάσεις, αποστερήσεις, αποκλεισμούς, για συγκεκριμένες ομάδες γυναικών/θηλυκοτήτων, έτσι και οι διεκδικήσεις και αναλύσεις μας για ένα ζήτημα, για παράδειγμα για την σεξουαλική ελευθερία και τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά μας δικαιώματα, που επιχείρησα να παρουσιάσω ακροθιγώς, συνδέονται άρρηκτα με άλλες όψεις και διαστάσεις που κάθε θα πρέπει να αναλύουμε και να αναδεικνύουμε.
Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με την ανάγκη της επαγρύπνησης ενώπιο της παγκόσμιας alt-right επίθεσης και την ανάγκη της δημιουργίας οριζόντιων, κινηματικών, διαφεμινιστικών, διαθεματικών συμμαχιών για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον σεξισμό, τον μισογυνισμό, τον ρατσισμό, την ομοφοβία, την τρανσφοβία και την alt-right επίθεση στα δικαιώματά μας.
Δανείζομαι τα λόγια της Butler (2022):
«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι παράλογο οι “κριτικές απέναντι στο κοινωνικό φύλο” φεμινίστριες να συμμαχούν με αντιδραστικές δυνάμεις στοχοποιώντας τρανς, μη δυικά και genderqueer άτομα. Ας γίνουμε όλες πραγματικά κριτικές τώρα, γιατί δεν είναι ώρα οποιοσδήποτε από τους στόχους αυτού του κινήματος να στραφεί εναντίον άλλων. Η ώρα της αντιφασιστικής αλληλεγγύης είναι τώρα».