Παρακάτω παρουσιάζουμε την εισήγηση της Μαρίας Λιάπη (κοινωνιολόγου, ερευνήτριας, επιστημονικής υπεύθυνης του Κέντρο Διοτίμα) στην εκδήλωση με τίτλο: «Προσφύγισσες στην Ελληνική Κοινωνία: Έμφυλες Διαστάσεις του Προσφυγικού» που διοργάνωσε το Εργαστήριο Σπουδών Φύλου του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής και το Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας, την 14η Δεκεμβρίου 2018, στο Αμφιθέατρο ΔΕΣΚοι του Παντείου Πανεπιστημίου.
Η εμπειρία του πεδίου
Ξεκινώ με ένα σχόλιο που αφορά στον τίτλο της Ημερίδας, ο οποίος αναφέρεται στις προσφύγισσες αλλά και στις έμφυλες διαστάσεις του προσφυγικού δημιουργώντας, το εξής δίλημμα: να επικεντρωθώ στις γυναίκες πρόσφυγες και τις ιδιαίτερες συνθήκες και εμπειρίες που συγκροτούν τη θέση τους μέσα στο προσφυγικό φαινόμενο, βασιζόμενη στην πλούσια εμπειρία που έχει αποκτηθεί από την άμεση εμπλοκή μας ως Κέντρο Διοτίμα στην υποστήριξη των θυμάτων έμφυλης βίας και τη διαμεσολάβηση για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους, ή να επιχειρήσω να αναφερθώ σε ό,τι μπορεί να συνιστά τις λιγότερο άμεσα ορατές και κατανοητές έμφυλες διαστάσεις, αποφεύγοντας κατά το δυνατόν την προσέγγιση να «προσθέσουμε άντρες και ανακατέψουμε.
Θα επιχειρήσω κάτι από τα δύο με ένα τρόπο που να μοιάζει με εικόνες που ρίχνονται η μία πάνω στη άλλη δημιουργώντας ένα παζλ που ελπίζω να δώσει έναυσμα για συζήτηση και αφορμή για αναστοχασμό, πάνω στην πυκνή εμπειρία του ίδιου του πεδίου, αυτού που περιλαμβάνει χώμα, σκηνές, κοντέινερ, κάγκελα, φρουρούς, στρατό και ουρές, υπηρεσία ασύλου, υπηρεσία καταγραφής και ταυτοποίησης, διεθνείς οργανώσεις, επαγγελματίες και εθελοντές/τριες με γιλέκα και διακριτικά, και ένα πολύγλωσσο και πολύχρωμο πλήθος.
Περιλαμβάνει και πόθους, πόνο, οργή, ματαίωση, παραίτηση, τραύμα και βία σε κάθε δυνατή μορφή της –θεσμική, ρατσιστική, σεξιστική, κοινωνική και πολιτική– αλλά και αυταπάρνηση, αφοσίωση, ανθεκτικότητα, αλληλεγγύη.
Εκκινώντας από το φύλο ως μια ενεργή κοινωνική διαδικασία,θα επιχειρήσω να αναδείξω πώς η μεταναστευτική διαδικασία όχι μόνο εδράζεται και αναδιαρθρώνει τις έμφυλες σχέσεις τόσο εντός των μεταναστευτικών κοινοτήτων όσο και σε σχέση με την κοινωνία υποδοχής, αλλά και πώς, συμβάλλει στην κατασκευή νέων έμφυλων υποκειμενικοτήτων.
Η εξαφάνιση της διαφορετικότητας
Κατά τον εκτοπισμό ή την υποχρεωτική μετακίνηση στο πλαίσιο διαμάχης για εθνικά συμφέροντα και γεωπολιτικές ανακατατάξεις, γυναίκες διαφορετικών ηλικιών και εθνο-πολιτισμικής προέλευσης, παίρνουν κατά χιλιάδες το δρόμο της μετανάστευσης και της αναζήτησης προορισμού σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα,για την εξασφάλιση της ζωής τους από πολεμικές συρράξεις των οποίων αυτές είναι μόνον τα θύματα.
Όσο, η παραδοσιακή και ευρέως διαδεδομένη αντίληψη των διεθνών σχέσεων εξακολουθεί να βασίζεται σε μια διχοτομική και ανταγωνιστική κοσμοθεωρία που δημιουργεί πολλαπλούς ανταγωνισμούς, οι διακρίσεις μεταξύ του εγχώριου και του ξένου, του εντός και του εκτός, της τάξης και της αναρχίας, του κέντρου και της περιφέρειας, παραμένουν οι κυρίαρχες κατανοητικές αρχές που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο.
Έτσι αποσιωπώνται οι διαστάσεις εκείνες που θα μας βοηθούσαν να προσεγγίζουμε τους πληθυσμούς αυτούς ως μια «κοινωνία σε κίνηση» που διατρέχεται από κοινωνικές και πολιτισμικές ιεραρχήσεις.
Έτσι, στο πλαίσιο της προσφυγικότητας (refugeeism), το φύλο, το έθνος και η σεξουαλικότητα με επίκεντρο και πεδίο μάχης το σώμα διαπλέκονται με έναν αξεδιάλυτο τρόπο στον κυρίαρχο λόγο με στόχο την εξαφάνιση της όποιας διαφορετικότητας.
Διασχίζοντας τα σύνορα
Θα ήθελα αρχικά να μιλήσω για τις μαντηλοφορούσες μουσουλμάνες, οι οποίες είναι συχνά υποκείμενες σε ένα συστηματικό κοινωνικό και σεξουαλικό έλεγχο που τους ασκείται από τους άνδρες της οικογένειας και της κοινότητας τους.
Ακόμη περισσότερο, λειτουργούν επικαθοριστικά ως φέρουσες ένα ισχυρό σύμβολο –ενσώματης εγγραφής του Ισλάμ– που ορίζει και οριοθετεί την Ανατολή από τη Δύση, καθιστώντας τες θεματοφύλακες της κυρίαρχης εθνο-πολιτισμικής ταυτότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, η κριτική, μη αποδοχή των κανονιστικών θεμελιώσεων των πολιτισμικών συστημάτων, συνιστά πολιτική πράξη και η προσπάθεια απάντησης στην ερώτηση «ποιανού κουλτούρα και ποιων τα συμφέροντα οι κανονιστικές αυτές απόψεις εκπροσωπούν;» παράγει πολιτική ικανή να αναδείξει τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας ως συγκροτητικές του εθνικού, σε αντίθεση με την προσέγγιση μιας εν γένει πολυπολιτισμικότητας ανοχής.
Είναι από αυτή τη σκοπιά, που οι χώροι για γυναίκες στις δομές φιλοξενίας, καθίστανται χώροι (επανα)διαπραγμάτευσης της μαντηλοφορίας, από εκείνες που την υποστηρίζουν, αλλά και εκείνες που την βγάζουν στο πλαίσιο αυτού του ιδιότυπου δημόσιου ή καλύτερα μη ιδιωτικού χώρου, αυτές (κυρίως νέες) που τη φοράνε συχνά και χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων τους, και αυτές που δεν την φορούν παρά τις πιέσεις και τις απειλές που δέχονται από τα μέλη της εθνικής τους κοινότητας.
θα ήθελα επίσης να αναφερθώ και στις πολλές εκείνες γυναίκες και τους λιγότερους εκείνους άνδρες, που αυτο-εκτοπίζονται, όταν παίρνουν την απόφαση να διασχίσουν τα γεωγραφικά εθνικά σύνορα επιδιώκοντας να διαρρήξουν τα βιωμένα σύνορα μιας υποτελούς έμφυλης θέσης και να πραγματώσουν ένα χειραφετητικό σχέδιο ζωής.
Πολλαπλές μορφές έμφυλης βίας
Να μιλήσω για τις γυναίκες από τις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής οι οποίες διασχίζοντας χώρες λευκών ανδρών, βιάζονται αλλεπάλληλα χαράζοντας στο σώμα τους το τραύμα/τίμημα της διάσχισης των ορίων μεταξύ της φτώχειας και της αποστέρησης και της βίωσης πολλαπλών μορφών έμφυλης βίας και της αναζήτησης μιας καλύτερης ζωής.
Για εκείνες, κάθε φυλετικής ταυτότητας, που καταπίνουν αντισυλληπτικά για να αποφύγουν την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη κατά το ταξίδι, αν και χωρίς να προστατεύονται από όλες τις άλλες συνέπειες για την υγεία τους (σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα).
Και αν ο βιασμός οδηγήσει σε εγκυμοσύνη, όπως με την περίπτωση νεαρής προσφύγισσας που φθάνει με το αίτημα αυτό στην ομάδα μας και ζητάει υποστήριξη για να κάνει έκτρωση, είναι οι γιατροί στο δημόσιο νοσοκομείο, που ασκώντας βιοπολιτική εξουσία πάνω στο σώμα και τη ζωή της τής την αρνούνται, παραβιάζοντας το νόμο, ωθώντας την ίδια στην απελπισία και τις επαγγελματίες που προσπαθούν να την υποστηρίξουν σε ηθική εξουθένωση.
Να μιλήσουμε και για τις γυναίκες εκείνες κυρίως νέες που εξαγοράζουν την απαιτούμενη ανδρική προστασία για το ταξίδι, με προσυμφωνημένους από την οικογένεια γάμους στη χώρα προέλευσης, γάμους-αστραπή κατά το ταξίδι, και άλλες φορές με αντάλλαγμα τη διάθεσή τους σώματός τους (επιβιωτικό σεξ) ως αντίτιμο για τα χρήματα που δεν διαθέτουν για να πληρώσουν το διακινητή τους.
Βιασμοί που τείνουν να παραβλέπονται και να εργαλειοποιούνται καθώς φτάνουν να θεωρούνται η παράπλευρη απώλεια για την προσέγγιση του στόχου διεκδίκησης μιας καλύτερης ζωής και να αμφισβητούνται από κάθε είδους ειδικούς και υπεύθυνους-κρατικούς λειτουργούς και στελέχη, που διαμεσολαβούν την αναγνώρισή τους ως επιζώσες έμφυλης βίας, που μπορεί να αποφανθούν με τη φράση «όλες λένε ότι βιάστηκαν για να πάρουν άσυλο».
Ορατές ως αδύναμες και πάσχουσες
Οι έμφυλες διαστάσεις της διάσχισης των συνόρων τις φέρνει εκεί που έχουν να αναμετρηθούν με την κυρίαρχη καθ’ ημάς πατριαρχία και το θεσμικό και κοινωνικό σεξισμό και ρατσισμό, με ένα κυρίαρχο πλαίσιο αξιών που αναπαριστά τα υποκείμενα αυτά ως κατεξοχήν ετερόφυλα, ενιαία και αδιαφοροποίητα κάτω από την ενιαία κανονικοποιητική προσφυγική ταυτότητα, υποχρεώνοντας στην απέκδυση άλλων πολλαπλών ταυτοτικών στοιχείων έμφυλων, ταξικών, φυλετικών, σεξουαλικού προσανατολισμού.
Και αν οι προσφύγισσες έχουν αποκτήσει μια ορατότητα περισσότερο από ποτέ πριν, στο πλαίσιο της πρόσφατης προσφυγικής «κρίσης», η κυρίαρχη αναπαράσταση τους είναι μόνο ως ταλαιπωρημένων και ιδιαίτερα ευάλωτων.
Οι έμφυλες διαστάσεις της μετανάστευσης/προσφυγικότητας περνάνε σχεδόν απαρατήρητες ή εστιάζουν στις κυρίαρχες όψεις της, όπως την ευαλωτότητα των γυναικών μεταναστριών, των ατόμων με αναπηρία και των ασθενών.
Τις έγκυες –η εγκυμοσύνη σημασιοδοτείται ως ασθένεια– τις μόνες γυναίκες και τις μονογενείς, αυτές δηλαδή που στερούνται ανδρικής προστασίας, και που αναλαμβάνει το κράτος με τους θεσμούς του και τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς πειθάρχησης (frontex, EASOκλπ) να τις προστατεύσει, αφού τις έχει καταστήσει ορατές κυρίως ως αδύναμες και πάσχουσες.
Το διεθνές και το εθνικό δίκαιο για τα δικαιώματα των προσφύγων, οι διεθνείς συνθήκες και ειδικότερα των Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συνεπικουρούμενοι από τον ανθρωπιστικό τομέα και τις ανθρωπιστικές και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, προβλέπει και παίρνει μέτρα για την προστασία –γυναικών και ανδρών– που έχουν υποστεί ή διατρέχουν κίνδυνο να υποστούν έμφυλη βία.
Η αναγνώριση, καταγραφή και πιστοποίηση της ευαλωτότητας μέσα από τις διαδικασίες που θεσμοθετούνται για το σκοπό αυτό, καθιστά τα άτομα αυτά υποκείμενα μιας βιοπολιτικής και θανατοπολιτικής που αποφαίνονται για το ποια σώματα πάσχουν και ποια είναι υγιή.
Ο χαρακτηρισμός της ευαλωτότητας – σε διαφορετικό μάλιστα βαθμό, επιβάλλει εξετάσεις, συνεντεύξεις, διασταύρωση και πιστοποίηση στοιχείων και αφηγήσεις της εμπειρίας της βίας ξανά και ξανά, απαραίτητη προϋπόθεση για τους πρόσφυγες και τις προσφύγισσες ώστε να αποκτηθεί η τυπική αναγνώριση και ίσως το δικαίωμα της «νόμιμης» διαμονής.
Ένα ενδεχόμενο που επιβάλλει την πειθάρχησή τους, ενθαρρύνει την ανάπτυξη στρατηγικών επιβίωσης για την αποφυγή της επαναπροώθησης-επιστροφής τους για ένα «εκεί» που δεν υπάρχει γυρισμός, για έναν εκ νέου εκ-τοπισμό.
Ευαλωτότητα και δικαιώματα
Οι ανάγκες, ο πόνος, η βία, η αποστέρηση, η σωματική ανημπόρια και η αναπηρία είναι κατά κύριο λόγο οι εμπειρίες μέσω των οποίων μπορούν να αποκτήσουν κάποιου τύπου ανθρωπιστική απεύθυνση ή κρατική μέριμνα, ακόμη και κοινωνική αλληλεγγύη.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αναγνώριση της ευαλωτότητας είναι μια κανονονικοποιητική διαδικασία που μέσω της ταυτο-ποίησης καθιστά τα υποκείμενα αναγνωρίσιμα και ορατά και κυρίως συνδεδεμένα με μια διαφοροποιημένη δέσμη δικαιωμάτων.
Δικαιώματα που απορρέουν από τα διαφοροποιημένα νομικά και θεσμικά δικαιώματα σε σχέση με την εθνική/εθνοτική ταυτότητα (π.χ. οι Σύριοι/ες δικαιούνται μετεγκατάστασης ενώ οι Αφγανοί/ες όχι κλπ), τον κανονιστικό χαρακτηρισμό πρόσφυγας/ισσα ή (οικονομικός) μετανάστης/τρια), την είσοδο στη χώρα πριν ή μετά τη κοινή δήλωση ΕΕ-Τουρκίας.
Όπως για παράδειγμα την άρση του γεωγραφικού περιορισμού και το «διαβατήριο» για τη μετάβαση από τα νησιά στην ενδοχώρα με την ελπίδα καλύτερων συνθηκών διαβίωσης αλλά και μεγαλύτερης εγγύτητας με την πρόσβαση σε κάποια χώρα της Ευρώπης.
Η προστασία που προανέφερα νοείται πρωταρχικά ως η παροχή υπηρεσιών ψυχολογικής υποστήριξης, για όλες τις ευάλωτες ομάδες, μέσα στην υποχρεωτική αποσιώπηση των συνθηκών υποδοχής τους και της αβεβαιότητας για το μέλλον, που διατηρούν αν δεν επιτείνουν το πένθος και τις απώλειες της ζωής, της εστίας και των αγαπημένων προσώπων.
Ακόμη και έτσι όμως είναι μια σημαντική βοήθεια στην οποία συχνά δεν έχουν πρόσβαση γιατί δεν επαρκούν οι διαθέσιμοι πόροι (ανθρώπινοι και οικονομικοί), γιατί αντιμετωπίζουν γλωσσικά και πολιτισμικά εμπόδια στην επικοινωνία τους.
Μη εγγυημένη προστασία
«Πρέπει να μπορώ κάπου να μιλήσω γιατί αν δεν μπορώ θα πεθάνω!»
(γυναίκα – Μόρια, Λέσβου)
«Αν δεν πέσεις κάτω να αρχίσεις να φωνάζεις δεν θα σου δώσει κανείς σημασία…μου είπαν αν θέλω να δω ένα ψυχολόγο άμεσα να πάω σε ένα ιδιωτικό και να τον πληρώσω»
(από ομάδα εστιασμένης συζήτησης – Μόρια, Λέσβου)
Η προστασία, έγκειται στην αναγνώρισή τους ως επιζώσες/ντες έμφυλης βίας την οποία σε πρώτο επίπεδο αναλαμβάνει ο καμπ μάνατζερ, συνήθως χωρίς καμιά εξειδίκευση και πλαίσιο για να αναγνωρίσει τα σημάδια της βίας όταν αυτά δεν είναι σωματικά.
Όταν οι διαθέσιμες υπηρεσίες υποστήριξης δεν επαρκούν για να ανταποκριθούν στις ανάγκες τότε αποφασίζεται η παροχή υποστήριξης να δίνεται σε εκείνες που έχουν υποστεί βία τους 3 τελευταίους μήνες και εφόσον ο κακοποιητής, βιαστής ή trafficker βρίσκεται στο νησί και η ζωή τους απειλείται άμεσα!
Η έμφυλη βία που βίωσαν στη χώρα προέλευσης ή κατά το ταξίδι είναι μια ανεπιβεβαίωτη αφήγηση και έτσι γίνεται προσωπικό αρχείο πόνου.
«Έφυγε μέσα στη νύχτα… ήταν χτυπημένη, τελικά δεν έκανε καταγγελία παρόλο που την παρακαλούσε ο εισαγγελέας είπε τελικά ΟΧΙ γιατί δεν θα μπορέσετε να με προστατεύσετε από την κοινότητά μου», μια μαρτυρία που μας δείχνει το αδιάβατο όριο του ελέγχου και της βίας την οποία συνεχίζουν να υπόκεινται, ακόμη και μέσα στα όρια δικαιοδοσίας του αστικού μας κράτους και των προστατευτικών νόμων, που δεν μπορούν να εγγυηθούν την πλήρη προστασία τους από τους θύτες τους.
Άνδρες, ΛΟΑΤΚΙ και ασυνόδευτα αγόρια
Θέλω να μιλήσω και για τους άνδρες θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμών στη χώρα τους, στο ταξίδι και στην Ελλάδα, τα μόνα ασυνόδευτα αγόρια, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα τα οποία έχουν διαφύγει από τους ίδιους τους γονείς και συγγενείς τους που τα έχουν κακοποιήσει σωματικά (περίπτωση νεαρού άντρα που έριξε ο πατέρας του από την ταράτσα στο Ιράκ και κατέστησε ανάπηρο όταν έμαθε για την σεξουαλική του ταυτότητα).
Να μιλήσω για την τρωτότητα των σωμάτων που είναι διαφορετικά και αποσιωπημένα και που γίνονται σε ένα νέο πλαίσιο ευάλωτα και επανα-τραυματίζονται από τη δυσκολία να πάρουν προστασία και να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υποστήριξης, από την απουσία ψυχικής έγκλησης από τους επαγγελματίες και τους ανθρώπους με τους οποίους έρχονται σε επαφή, από την έκθεσή τους στα βλέμματα αποστροφής της τοπικής κοινότητας και από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες που έχουν να αντιμετωπίσουν εκ μέρους κρατικών και ευρωπαϊκών «περιφράξεων», προκειμένου να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα να έχουν δικαιώματα.
Αυτών που έχουν αποκλειστεί από το δημόσιο σύστημα προστασίας αφού δεν προβλέπεται η συμπερίληψή τους και η πρόσβασή τους στις αντίστοιχες υπηρεσίες (ψυχο-κοινωνικής υποστήριξης, ασφαλούς στέγασης, νομικής συμβουλευτικής), καθώς «αναγνωρίζουν» ως υποκείμενες την έμφυλη βία αποκλειστικά τις γυναίκες.
Όταν η εμπειρία του βιασμού των ανδρών καθιστά νόμιμη τη συζήτηση αν πρόκειται για άτομο ΛΟΑΤΚΙ ή για θύμα βασανιστηρίων και βραχυκυκλώνουν ειδικούς και υπηρεσίες που λειτουργούν μέσα στην κυριαρχία της ετεροκανονικότητας.
Όπως στην περίπτωση όπου πολιτισμικές συνήθειες –αγόρια που βάφονται ή κρατιούνται χέρι-χέρι– γίνονται δυσανάγνωστες και θορυβούν τα στελέχη των δομών φιλοξενίας ασυνόδευτων στο ενδεχόμενο να έχουν να διαχειριστούν ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ των φιλοξενούμενων.
«Οι άνδρες θύματα βιασμού και σεξουαλικής κακοποίησης μέσα στα καμπς αντιμετωπίζουν τεράστιες δυσκολίες αναφοράς, είτε λόγω του κοινωνικού στιγματισμού που αυτή θα σήμαινε πολλώ δε μάλλον όταν αυτή πρέπει να γίνει σε διερμηνέα που προέρχεται από την κοινότητα αλλά και λόγω της πληγείσας αρρενωπότητας που δυσκολεύονται να διαχειριστούν. Πολλά θύματα καταλήγουν να διαμένουν μαζί με τους βιαστές τους στο ίδιο κάμπ»
(ομάδα εστιασμένης συζήτησης – Μόρια Λέσβου)
«Από την άλλη μεριά ο αριθμός των αγοριών που γίνονται θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης αυξάνει διαρκώς κυρίως όταν με τον τρόπο αυτό μπορούν να ξεπληρώσουν τα έξοδα του ταξιδιού τους»
(συνέντευξη με προνομιακό πληροφορητή – Θεσσαλονίκη)
Μετανάστευση και έμφυλες υποκειμενοποιήσεις
Τέλος να αναφερθώ στα ακρωτηριασμένα σώματα –τις νέες που έχουν υποστεί ή κινδύνευαν να υποστούν ακρωτηριασμό γυναικείων γεννητικών οργάνων (κλειτοριδεκτομή)– και αντιμετωπίζονται από τους γιατρούς που θα τύχει να έρθουν σε επαφή με απορία, δραπετεύοντας παράλληλα στη βολική θέση της αποστροφής για τις παραδοσιακές αυτές πρακτικές, αρνούμενοι να διερωτηθούν ή να αμφισβητήσουν τις κατανοήσεις τους για τα θρυμματισμένα αυτά σώματα, βουλιάζοντας μέσα στο κουκούλι μιας δυτικής αυταρέσκειας ή /και ενός κοινωνικού εξωτισμού.
Η μετανάστευση με ένα βίαιο τρόπο γίνεται η συνθήκη για έμφυλες υποκειμενοποιήσεις ή έστω για την αναταραχή ή το ράγισμα τους.
Οι προσφύγισσες αναλαμβάνουν σε συνθήκες λίμπο που επικρατούν στα κάμπς ή τα διαμερίσματα των αστικών κέντρων, να προμηθευτούν και να αδιανείμουν την ανθρωπιστική βοήθεια στα μέλη της οικογένειάς τους, να φροντίσουν για τους ανήμπορους και τους ανάπηρους χωρίς τους πόρους που διέθεταν στις κοινωνίες τους, και συχνά οδηγούνται στην κατάρρευση της δικής τους υγείας, σωματικής και ψυχικής.
Αλλά και οι άνδρες που έχουν απολέσει τον βιωμένο ρόλο τους, του κουβαλητή και προστάτη της οικογένειας, και βρίσκονται εγκλωβισμένοι και ανήμποροι στο να αναλάβουν ένα νέο ρόλο και να διαπραγματευτούν μια νέα έμφυλη ταυτότητα.
Τα καμπς άλλωστε δημιουργούν διαρκώς αυξανόμενες εδραιώσεις και συναρτώμενες βιοπολιτικές (Minca, 2015,74 – 83) που καθορίζουν τους όρους κοινωνικής αναπαραγωγής των διαμενόντων με όρους καμπ (campthinking).
Η εμπειρία της καθημερινής επαφής μας με το πεδίο αυτό, το επιβεβαιώνει με τη ρευστότητα όλων των μεγεθών, ήτοι του πληθυσμού και της σύνθεσής του, της ρευστής ως προς τα όρια σφαίρας του «ιδιωτικού» και κοινόχρηστου χώρου και χρήσεων, τις οροθετήσεις (χώρος γυναικών, χώρος παιδιών, χώρος γιατρών κοκ) και τη συνεπακόλουθη συμβολική και πραγματική διεκδίκηση τοπο-θέτησης μεταξύ των προσφύγων, της διοίκησης, των οργανώσεων και των εργαζόμενων κοκ.
Ρωγμές στις κυρίαρχες αναπαραστάσεις
Στις συνθήκες της αυξημένης μετανάστευσης προς την Ευρώπη και της αναμόχλευσης των εθνικών, πολιτισμικών ταυτοτήτων, της κινητικότητας και της ρευστότητας θέσεων και της διαμόρφωσης υποκειμενικοτήτων από τα ασυνεχή κοινωνικά και συμβολικά περιβάλλοντα, στα οποία τοποθετούνται και τοποθετούν τους εαυτούς τους, δημιουργούνται ρωγμές στις κυρίαρχες αναπαραστάσεις, καθίσταται αναγνωρίσιμη η πολυπλοκότητατων έμφυλων ταυτοτήτων και παράγονται και με τη συμμετοχή τους ως πολιτικά δρώντες/ούσες, διαφοροποιημένες πολιτικές και συμβολικές αξιώσεις που διανοίγουν την προοπτική ενός απελευθερωτικού προτάγματος.
Μεταξύ του επίσημου/θεσμικού και του ριζοσπαστικού λόγου και πρακτικής οριοθετούνται αντιστάσεις και αντικρούσεις των λογοθετικών αυτών πρακτικών προκειμένου να υπάρξει μια μετατόπιση των συμβόλων και των νοημάτων τους.
Στην κατεύθυνση αυτή, εκβάλλει μια πληθώρα ακτιβισμών και πρωτοβουλιών από όλο το πολιτικό και κινηματικό φάσμα, η οποία επιχειρεί και έχει δημιουργήσει άλλες, οριζόντιες μη ιεραρχικές μορφές πολιτικής αλληλεγγύης, που έχουν αναδυθεί παντού στον κόσμο και στην Ελλάδα.
Ένα πλήθος ατόμων και συλλογικοτήτων που έχει αναμιχθεί ενεργά ως ευαισθητοποιημένοι/ες συνειδητοί επαγγελματίες, εθελοντές/ντριες, διερμηνείς, ομιλητές/τριες, φίλοι/ες, ακτιβιστές/τριες, ερευνητές/τριες και συγγραφείς που μάχονται για να καταστήσουν ορατά τα σώματα αυτά και να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους.
Που πασχίζουν να καταστήσουν δυνατό ένα πλαίσιο στο οποίο η φωνή τους είναι δυνατό να ακουστεί και τα σώματά τους και η δράση τους να αποκτήσουν ορατότητα που αποκρύπτεται και αποφεύγεται, από κυρίαρχες πολιτικές που τοπο-θετούν τα σώματα των μεταναστών/τιών σε απομακρυσμένες από τον αστικό ιστό δομές «φιλοξενίας».
Η ευαισθητοποίηση ενός κόσμου γύρω από το κοινωνικο-πολιτικό και συμβολικό πλαίσιο που παράγουν οι εμπειρίες των προσφύγων-ισσώνν/μεταναστών-ριών μπορεί να προσφέρει εναλλακτικές δυνατότητες για ουσιαστική απόκριση στα διακυβεύματα, με κριτική, διαλογική, αναστοχαστική και αλληλέγγυα προσέγγιση, ώστε να μπορέσουν να συλλάβουν, να φανταστούν και να εργαστούν για ένα λιγότερο βίαιο μέλλον.
Θα ήθελα τέλος να μιλήσω για εμάς όλες και όλους που μοιραζόμαστε μαζί σας σήμερα τις βιωμένες ενσώματες εμπειρίες μας από το πεδίο, όπως το περιέγραψα πριν, τίποτα δεν είναι ίδιο –πώς θα μπορούσε άλλωστε– από το σημείο που ξεκινήσαμε.
Πασχίζουμε να υπερβούμε τα δικά μας όρια και να αναμετρηθούμε με κάθε τύπου προκλήσεις, που αλλάζουν το χάρτη των διανοήσεων μας, που αναταράσσουν τις ψυχικές μας διευθετήσεις και που μας (ανα)διαμορφώνουν καθημερινά.