Ουσιαστική ισότητα στον γάμο & την τεκνοθεσία
Συμβολή στο διάλογο για τη σημασία της αναγνώρισης των δικαιωμάτων όλων και της διεύρυνσης των θεσμικών ρυθμίσεων για την έμφυλη ισότητα.

Αφορμή για την τοποθέτησή μας είναι το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για την ισότητα στον πολιτικό γάμο, αλλά και ο ακραίος ομοφοβικός και τρανσφοβικός λόγος που εκφράζεται στη δημόσια σφαίρα, συχνά εκ μέρους θεσμικών φορέων και ακροδεξιών κύκλων. Ένας λόγος που στοχοποιεί και στιγματίζει πολίτισσες/ πολίτες και άτομα που δεν εμπίπτουν στα κυρίαρχα πατριαρχικά, ετεροκανονικά πρότυπα, αλλά και τα παιδιά των εναλλακτικών μορφών οικογένειας.

Επιδιώκουμε να συμβάλουμε στον δημόσιο διάλογο για τη σημασία της αναγνώρισης των δικαιωμάτων όλων, της ισονομίας και της διεύρυνσης των θεσμικών ρυθμίσεων που στοχεύουν στην έμφυλη ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Παράλληλα επιδιώκουμε να θέσουμε κριτικά ερωτήματα ή/ και να αμφισβητήσουμε τον τρόπο προσέγγισης και νομοθέτησης για αυτά τα δικαιώματα. Ιδιαιτέρως μάλιστα εφόσον πρόκειται για ένα νομικό πλαίσιο που θα επηρεάσει υφιστάμενες και μελλοντικές συγγενικές/ οικογενειακές σχέσεις, σχέσεις μεταξύ συντρόφων και σχέσεις μεταξύ γονέων και τέκνων (βιολογικών και θετών), στοχεύοντας στην ισότητα στον γάμο και στην απαλοιφή των διακρίσεων με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου.

Η έννομη αναγνώριση των ομόφυλων ζευγαριών συνιστά μείζονα πτυχή της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τους, η οποία προστατεύεται από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και επιβάλλεται από την αρχή της μη διάκρισης λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού (άρθρο 4). Το προς ψήφιση νομοσχέδιο για την αναγνώριση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών ακολουθεί τις παραπάνω αρχές αλλά και την επιτακτική κοινωνική πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Είναι επίσης απολύτως σύμφωνη με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας ενώπιον του Νόμου, την αρχή των ίσων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων Ελλήνων και Ελληνίδων, καθώς και με το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρα 4 και 5 Συντάγματος).

Το πολυαναμενόμενο νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο, παρά το γεγονός ότι αναμφισβήτητα αποτελεί ένα θετικό και επιβεβλημένο βήμα για τη διασφάλιση της ουσιαστικής ισότητας, παρουσιάζει σημαντικά κενά. Όπως έχει διαπιστωθεί από πλήθος οργανώσεων που υπερασπίζονται τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα και τις εναλλακτικές/κουήρ οικογένειες, αλλά και από θεσμικούς φορείς, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δεν συμβάλλει στην ορατότητα και συμπερίληψη όλων των μορφών οικογένειας, ούτε πολύ περισσότερο κατοχυρώνει την επόμενη (τέταρτη) γενιά δικαιωμάτων που αφορούν τον γάμο και την ομόφυλη/ τρανς γονεϊκότητα.

Για παράδειγμα, είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ στο άρθρο 1350 του Αστικού Κώδικα ο ορισμός του γάμου δεν περιλαμβάνει τη διαφορά φύλου ως προϋπόθεση για να έχει (νομική) υπόσταση,[1] ωστόσο αυτή είχε νομολογιακά υιοθετηθεί από τα δικαστήρια. Έτσι επί σειρά ετών κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι υπό το ισχύον εθνικό νομοθετικό πλαίσιο δεν υπάρχει η δυνατότητα τέλεσης γάμου μεταξύ ομοφύλων προσώπων. Ο νομοθέτης ξεπερνώντας το αναχρονιστικό αυτό σκεπτικό, προσθέτει πλέον ρητά στον Νόμο τη δυνατότητα τέλεσης πολιτικού γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, δίνοντάς τους και τη δυνατότητα να προβούν σε τεκνοθεσία (άρθρο 1545 ΑΚ). Ωστόσο το κάνει αυτό τροποποιώντας μόνο το άρθρο 1350 ΑΚ για τον γάμο και κανένα άλλο άρθρο του οικογενειακού δικαίου, ούτε και τον νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης (Ν.4356/2015).

Η απόφαση να μην τροποποιηθεί το σύμφωνο συμβίωσης, στην περίπτωση των ομόφυλων ζευγαριών, οδηγεί καταρχάς στον αποκλεισμό του μη βιολογικού γονέα από οποιοδήποτε δικαίωμα γονεϊκότητας.[2] Επιπρόσθετα, και τα ετερόφυλα και τα ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης εξακολουθούν να αποκλείονται από την τεκνοθεσία, περιοριζόμενα στον θεσμό της αναδοχής, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Με αυτόν τον τρόπο αφενός διαιωνίζονται οι διακρίσεις σε βάρος των ζευγαριών που τελούν σε σύμφωνο συμβίωσης σε σχέση με αυτά που βρίσκονται σε γάμο, και αφετέρου δημιουργούνται επί της ουσίας ζευγάρια «δύο ταχυτήτων» ως προς τα δικαιώματα γονεϊκότητας, ενώ και σε νομικό και σε κοινωνικό επίπεδο είναι κατοχυρωμένη η ένωσή τους.

Ας σημειωθεί εδώ ότι όπως προτείνεται και από θεσμικούς φορείς υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, είναι αναγκαίο να  αντικατασταθεί ο όρος «υιοθεσία» που συναντάται στον Αστικό Κώδικα και γενικότερα στην εθνική νομοθεσία, με τον όρο «τεκνοθεσία» που δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο φύλο του παιδιού. Επιπλέον θα πρέπει να αντικατασταθεί σε όλα τα σχετικά σημεία του νομοσχεδίου η φράση «ίδιου ή διαφορετικού φύλου» με τη φράση «ανεξαρτήτως φύλου» προκειμένου ο νέος νόμος να είναι συμπεριληπτικός για τα τρανς, intersex και μη δυαδικά άτομα. Θεωρούμε ότι εφόσον η γλώσσα εξελίσσεται και διαπαιδαγωγεί, το δίκαιο οφείλει να εισάγει όρους που δεν δημιουργούν διακρίσεις και δεν αναπαράγουν γλωσσικό σεξισμό και έμφυλες σχέσεις εξουσίας.

Βάζοντας επιπλέον τροχοπέδη στην προοδευτική παρέμβαση, ο νομοθέτης περιορίζει περαιτέρω την εμβέλεια του νέου νόμου στερώντας από τα ομόφυλα ζευγάρια ανδρών που θα συνάψουν πολιτικό γάμο, το αυτονόητο δικαίωμά τους στην ιατρικώς υποβοηθούμενη ανθρώπινη αναπαραγωγή,[3] και τη δυνατότητα απόκτησης τέκνων μέσω του θεσμού της «παρένθετης μητρότητας».[4] Όπως με σαφήνεια δηλώνεται σε σχετικό κείμενο του υπουργού επικρατείας που συνοδεύει το νομοσχέδιο, το δικαίωμα της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως και της παρενθεσίας, δεν επεκτείνεται στα ζευγάρια ανδρών. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στην Εθνική Στρατηγική για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+, επισημαίνεται ότι «στο πλαίσιο μιας συμπεριληπτικής πολιτικής, βασιζόμενης στην αρχή της ισότητας, η διασταλτική ερμηνεία της προϋπόθεσης της αδυναμίας φυσικής αναπαραγωγής – προϋπόθεση που διέπει την εν γένει ρύθμιση του ζητήματος – θα κάλυπτε και τα πρόσωπα που βρίσκονται σε ομόφυλη σχέση». Και παρά το γεγονός ότι το νομοσχέδιο «αποσκοπεί στη διασφάλιση της αρχής της ισότητας και στην ενίσχυση της προστασίας από διακρίσεις» (Άρθρο 1 Σκοπός).

Από την άλλη, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε τη σημασία της θεσμοθέτησης της ισότητας στον γάμο, ανεξαρτήτως φύλου. Ταυτοχρόνως, όμως, η ισότητα αυτή είναι ατελής και υπό όρους στο βαθμό που παραμένουν ανοικτά πολιτικά και κοινωνικά επίδικα:

  • Η υπό περιορισμούς διαμόρφωση και λειτουργία νέων οικογενειακών σχέσεων και η συνεπαγόμενη απαγόρευση της τεκνοποιίας από ομόφυλα ζευγάρια, και τυπικά και ουσιαστικά διασφαλίζει τη συνέχιση της πυρηνικής ετεροκανονικής οικογένειας.
  • Δεν είναι δυνατόν να είναι δικαιϊκά ανεκτό για την πολιτεία να υφίσταται γάμος με περιορισμένα δικαιώματα και να αφήνεται η ερμηνεία διατάξεων του νόμου στο ενδεχόμενο πολλαπλών και αντιφατικών νομολογιών των δικαστηρίων.
  • Η μητέρα που αποκτά τέκνο με φυσική ή ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή εντός γάμου της με άλλη γυναίκα συνεχίζει να στερείται, αυτή, η σύζυγός της και το παιδί τους, το αυτονόητο δικαίωμά τους στο αμάχητο τεκμήριο καταγωγής από γάμο.

Στην ουσία, το προς ψήφιση νομοσχέδιο, επικυρώνει την ήδη κρατούσα θεσμοθετημένη και νομολογιακά υποστηριζόμενη γονεϊκότητα βάσει έμφυλων διακρίσεων.

Σε ό,τι αφορά την παρενθεσία, είμαστε αντίθετες με τον στιγματισμό των γυναικών που έχουν βιώσει αυτήν την ενσώματη εμπειρία και με τη δημιουργία ηθικού πανικού σε ό,τι αφορά την αυτοδιάθεση των γυναικείων σωμάτων. Ως προς το νομικό πλαίσιο για την παρενθεσία, θεωρούμε ότι αφήνει αρρύθμιστα ζητήματα, γεγονός που θα προκαλέσει ανασφάλεια δικαίου σχετικά με τη συγγένεια που προκύπτει στο πλαίσιο του νόμου. Με τη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας δημιουργείται μία κατ’ εξαίρεση συγγένεια, εφόσον η συγγένεια δεν ιδρύεται νομικά με τη γέννηση, αλλά με την επιθυμία απόκτησης τέκνου, η οποία επικυρώνεται μέσω δικαστικής άδειας. Εν ολίγοις, σύμφωνα με τον νόμο,[5] το επιθυμητό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μέσω της (νομικής) σύνδεσης του παιδιού με τη γυναίκα που θέλησε να γίνει μητέρα και όχι με την κυοφόρο που προσέφερε το σώμα της για να βοηθήσει την πρώτη γυναίκα να αποκτήσει παιδί, εισάγοντας την έννοια της «κοινωνικο-συναισθηματικής συγγένειας» (Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, 2018). Για τη λειτουργία του προαναφερόμενου τεκμηρίου μητρότητας απαραίτητο είναι να έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 1458 ΑΚ.[6]  Θα πρέπει να τονιστεί ότι στο πλαίσιο του νόμου τα ωάρια πρέπει να είναι ξένα προς την κυοφορούσα, είτε της «κοινωνικής/αιτούσας» μητέρας, είτε άλλης τρίτης.

Με βάση αυτά τα δεδομένα προκύπτουν κρίσιμα ζητήματα. Κατά πόσο μπορεί να γίνει λόγος για αναλογική εφαρμογή των διατάξεων και για άνδρες, στην περίπτωση των ομόφυλων ζευγαριών, στην βάση ότι αρνητική απάντηση θα συνιστούσε διακριτική μεταχείριση. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε δύο τουλάχιστον δικαστικές υποθέσεις αναγνωρίστηκε το δικαίωμα άντρα μόνου να προσφύγει στη διαδικασία της παρενθεσίας με επίκληση της απαγορευμένης διάκρισης με βάση το φύλο του. Και οι δύο αιτήσεις έγιναν δεκτές στον πρώτο βαθμό. Εφόσον πλέον θα αναγνωρίζεται το δικαίωμα σε γάμο των ομόφυλων ζευγαριών το ερώτημα γίνεται πιο περίπλοκο καθώς σε αυτό εμπλέκεται και το ζήτημα του τεκμηρίου πατρότητας.

Τα κενά αυτά προκαλούν σαφώς μία ανασφάλεια δικαίου, η οποία δεν είναι ανεκτή ούτε δογματικά, ούτε μεθοδολογικά από το νομικό μας σύστημα, ενώ δεν μπορεί να μην παρατηρήσουμε ότι τίθενται ζητήματα διακρίσεων στη βάση του φύλου ή/και του σεξουαλικού προσανατολισμού από το νομοσχέδιο. Σε κάθε περίπτωση τα βιοηθικά ερωτήματα που αναδύονται από τέτοιες νομοθετικές προτάσεις πρέπει να προσεγγίζονται με ενσυναίσθηση, με επιδίωξη της ουσιαστικής και όχι μόνο τυπικής ισότητας στο πλαίσιο της αναπαραγωγικής δικαιοσύνης (Ρεθυμνιωτάκη, 2023).

Επιπλέον, παρότι η παρένθετη μητρότητα δεν ρυθμίζεται από το νομοσχέδιο, και στην περίπτωση των ομόφυλων ζευγαριών ανδρών είναι νομικά ή/και πολιτισμικά μη διανοητή, αναταράσσει (και πάλι) το υπάρχον οικογενειακό δίκαιο και την παραδοσιακή πρόσληψη της μητρότητας (Τσουκαλά, 2013). Η ψήφιση του νομοσχεδίου έγινε η αφορμή για να έρθουν ξανά στο προσκήνιο σειρά βιοηθικών διλημμάτων που αφορούν τη θεσμική κατοχύρωση βιοτεχνολογικής μεθόδου της παρένθετης μητρότητας, τη σχέση με την παρένθετη/ κυοφορούσα γυναίκα και τη σχέση με την αιτούσα/κοινωνική μητέρα (Κοτζάμπαση, 2021). Επίσης καθίσταται εκ νέου ορατός ο τρόπος με τον οποίο νόμος και συγγένεια αλληλοδιαπλέκονται σε συγκεκριμένα πολιτισμικά συμφραζόμενα, με στόχο, μεταξύ άλλων, την επίλυση του προβλήματος της υπογεννητικότητας (Ν. 4958/2022 Άρθρο 1 Σκοπός).

Παράλληλα, ενώ έχουν μεσολαβήσει περισσότερα από 20 χρόνια από τον αρχικό νόμο για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή,[7] ακόμη και σήμερα φαίνεται να απουσιάζει ουσιαστική συζήτηση και δημόσιος διάλογος για τις νομικές, πολιτικές, οικονομικές και ηθικές διαστάσεις της, για τα ζητήματα που προκύπτουν αναφορικά με την αναπαραγωγική ελευθερία και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος, την  εμπορευματοποίηση της αναπαραγωγικής διαδικασίας και την ευθεία σύνδεσή της με την υπογεννητικότητα και τον κυρίαρχο ετεροπατριαρχικό και εθνικιστικό λόγο για το δημογραφικό. Και ενώ ο χαμηλός αριθμός γεννήσεων στην Ελλάδα και η πολιτισμική έμφαση τού να γίνει κάποιος, και κυρίως κάποια, γονιός είχαν ως αποτέλεσμα τη γενικευμένη διάδοση και υιοθέτηση των διαθέσιμων τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, απουσιάζει η οφειλόμενη εκ μέρους της πολιτείας υποστήριξη και ενημέρωση των γυναικών (και ζευγαριών), που αφήνονται συχνά μόνες να αντιμετωπίσουν τη σιωπή, την αποτυχία της προσπάθειας, το σωματικό, ψυχολογικό και οικονομικό κόστος (Καντσά, 2015).

Η «δημογραφική ανησυχία» όμως για το εθνικό μέλλον που κινδυνεύει, λειτουργεί εγκαθιδρύοντας λόγους εθνικής ετεροσεξουαλικής κανονικότητας σε διάφορα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, όπως ο ενσώματος εαυτός, οι σχέσεις συγγένειας και το εθνικό ανήκειν (Αθανασίου, 2013: 39). Και γι’ αυτό ο νόμος προσδιορίζει ποιο είναι το «κανονικό» και άρα τι είναι επιτρεπτό στο πλαίσιο συγκεκριμένων αναπαραγωγικών σεναρίων που (δεν) μπορούν να οδηγήσουν σε νέες σχέσεις συγγένειας, οικογένειας και βιολογικές συνδέσεις. Ο νόμος δηλαδή επιστρατεύεται για να ορίσει τους τρόπους σύνδεσης και συσχέτισης των υποκειμένων, τι είναι αυτό που κάνει ένα άτομο συγγενή.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον στην περίπτωση της παρενθεσίας είναι το γεγονός ότι η μητρότητα δεν θεμελιώνεται πλέον με βάση τον τοκετό (mater semper certa est),[8] αλλά με βάση τη δικαστική άδεια, εφόσον αυτό που προκρίνει ο νομοθέτης είναι η επιθυμία για τεκνοποίηση, κάτι που έχει υπάρξει αίτημα των φεμινιστικών κινημάτων από τη δεκαετία του ‘70. Έτσι, το πολιτισμικά αυτονόητο για την κατηγορία «μητέρα» καταργείται, ενώ η μητρότητα ως φυσική, σταθερή και αδιαμφισβήτητη νομική κατηγορία καταρρέει (Τσουκαλά, 2013:154-161). Η επιθυμία για τεκνοποίηση ως βάση για τη νομική και κοινωνική συγκρότηση της γονεϊκότητας, αποσυνδεόμενη από τη βιολογική δυνατότητα, διανοίγει τη διερώτηση για αναγνώριση αυτής της επιθυμίας και για άλλα υποκείμενα όπως π.χ. (ομόφυλοι) άνδρες.

Από φεμινιστική σκοπιά τα ζητήματα αναπαραγωγής, γονιμότητας και μητρότητας  προβληματοποιούνται εκ νέου ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 με την εισαγωγή των βιοτεχνολογιών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Οι πρώτες φεμινιστικές προσεγγίσεις εστιάζουν στις συνέπειες της εξωσωματικής γονιμοποίησης για το γυναικείο σώμα, χωρίς να αμφισβητούν κυρίαρχες αντιλήψεις για την έμφυλη διάσταση της γονεϊκότητας και του καταμερισμού φροντίδας. Μεταγενέστερες φεμινιστικές προσεγγίσεις επικεντρώνονται στην κοινωνική πίεση που ασκείται στις γυναίκες οι οποίες συχνά είναι διατεθειμένες να θέσουν σε κίνδυνο την (σωματική και ψυχική) υγεία τους για να αποκτήσουν παιδί με βιολογικό τρόπο, αναδεικνύοντας ότι η μητρότητα συνιστά βασικό συστατικό της κανονιστικής θηλυκής ταυτότητας (Καναβέλη, Κοσυφολόγου, 2023).

Η ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και κυρίως η παρενθεσία συνιστούν ζητήματα που έχουν πολώσει τις τοποθετήσεις εντός του φεμινιστικού κινήματος και της φεμινιστικής (νομικής και κοινωνιολογικής) θεωρίας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Σε αδρές γραμμές οι κυρίαρχες τοποθετήσεις υποστηρίζουν αφενός ότι η ελαστικοποίηση των προϋποθέσεων τεκνοποίησης μέσω ΙΥΑ οδηγεί στην εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος και της ανθρώπινης ζωής και αφετέρου ότι η πλήρης απαγόρευση (π.χ. της παρενθεσίας) θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας παράλληλης κατάστασης, όπου η πρακτική αυτή θα συμβαίνει de facto εκτός των ορίων του νόμου και με σοβαρούς κινδύνους για τα συμμετέχοντα άτομα.

Στο πλαίσιο της φεμινιστικής θεώρησης που απορρίπτει την παρένθετη μητρότητα αναδεικνύεται ο ταξικός και ρατσιστικός της χαρακτήρας και η ανάδυση ενός νέου σεξουαλικού καταμερισμού εργασίας στο πλαίσιο της οποίας η αναπαραγωγική ικανότητα «ανατίθεται» σε φτωχές  γυναίκες (Federici, 2023), γηγενείς ή και αλλοδαπές, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου διαπιστώνεται ότι το 50% των παρένθετων μητέρων είναι αλλοδαπές (Κοτζάμπαση, 2021). Από την άποψη αυτή, η αύξηση του ορίου ηλικίας της παρένθετης στα 54 έτη καθώς και ελαστικοποίηση του κριτηρίου της διαμονής στη χώρα (Ν. 4958/2022) επιδείνωσε και εμπέδωσε αυτήν την πραγματικότητα. Επομένως δεν θα πρέπει σε κανένα επίπεδο να μας διαφεύγει η ευαλωτότητα των γυναικών που βιώνουν κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό και η ανάγκη για την προστασία τους, μέσω της αυστηροποίησης των ρυθμίσεων και πλαισίων που αφορούν γενικώς την ΙΥΑ και ιδιαιτέρως την παρένθετη κύηση.

Σε κάθε περίπτωση για εμάς η παρενθεσία δεν μπορεί παρά να είναι μια αλτρουιστική και μη εμπορευματική διαδικασία. Απαιτείται ουσιαστική παρακολούθηση των προβλεπόμενων από τη νομοθεσία, αλλά και αυστηροποίηση των προϋποθέσεων προκειμένου να καταστεί μια γυναίκα παρένθετη, αυστηρή εποπτεία εκ μέρους των κρατικών αρχών στις ιδιωτικές κλινικές, κατάρτιση κρατικού μητρώου υποψηφίων αιτουσών και παρένθετων, υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και ενημέρωσης για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, κ.λπ.

Η προσέγγιση που θέτει τις διασταυρούμενες ανισότητες (έμφυλες, φυλετικές, ταξικές, κ.α.) και τη διαθεματικότητα στο επίκεντρο όταν εξετάζεται το πεδίο της αναπαραγωγής και των νέων βιοτεχνολογικών δυνατοτήτων συγκρότησης συγγένειας, διευρύνει τις βιοηθικές και πολιτικές διερωτήσεις. Σε αυτή τη βάση αναδύεται η έννοια της αναπαραγωγικής δικαιοσύνης που συνιστά το σημείο συνάντησης των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων με την κοινωνική δικαιοσύνη. Η έννοια αυτή αναλύει πώς η δυνατότητα/ικανότητα μιας γυναίκας/θηλυκότητας να ορίσει την αναπαραγωγική της διαδρομή συνδέεται άμεσα με τις συνθήκες που βιώνει στην κοινότητά της και στην ομάδα (φυλετική, εθνοτική, γλωσσική, ταξική, κ.λπ.) όπου ανήκει. Η αναπαραγωγική δικαιοσύνη δηλαδή εξετάζει την κοινωνική πραγματικότητα της ανισότητας και πιο συγκεκριμένα τις ευκαιρίες που έχουν ή δεν έχουν συγκεκριμένες ομάδες γυναικών να ελέγξουν το αναπαραγωγικό τους «πεπρωμένο».

Η αναπαραγωγική δικαιοσύνη συνδυάζει το ατομικό δικαίωμα να λαμβάνει ένα άτομο προσωπικές αποφάσεις για τα ζητήματα της αναπαραγωγής με την υποχρέωση της Πολιτείας και της κοινωνίας να διασφαλίζουν ότι οι συνθήκες είναι κατάλληλες για την υλοποίηση των αποφάσεων για  την αναπαραγωγή, αναδεικνύοντας διαρθρωτικά και συστημικά ζητήματα που δεν μπορεί να παραβλέπει ο νομοθέτης (Ρεθυμνιωτάκη, 2023).

Ο λόγος (discourse) περί αναπαραγωγικής δικαιοσύνης είναι ιδιαιτέρως κριτικός σε ό,τι αφορά τη κοινωνική διαστρωμάτωση της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής – είτε αφορά ετερόφυλα, είτε αφορά ομόφυλα ζευγάρια και άτομα. Γι’ αυτό και οι σχετικές προσεγγίσεις επικεντρώνονται στην ανάλυση των εκμεταλλευτικών σχέσεων που εμπλέκονται στο πλαίσιο της τεχνολογίας και της βιολογίας εν μέσω δομικά άνισων σχέσεων μεταξύ «δωρητριών/δοτριών» και «αποδεκτών/τριών» ή «πελατών» πολλοί από τους οποίους είναι σχετικά εύπορα άτομα (είτε πρόκειται για στρέιτ γυναίκες και άνδρες, είτε πρόκειται για γκέι γυναίκες και άνδρες). Γι’ αυτό έχει κομβική σημασία να προστατευτούν οι κοινωνικά ευάλωτες γυναίκες που μπορεί να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης και trafficking. Όπως και οι γυναίκες που μπορεί να οδηγηθούν να διαθέσουν το σώμα τους και την αναπαραγωγική τους ικανότητα, επειδή δεν διαθέτουν άλλους πόρους, με αποτέλεσμα η ελευθερία της συναίνεσης να περιορίζεται de facto από μια πιεστική οικονομική ανάγκη.

Ως κατακλείδα και προκειμένου να είμαστε χρήσιμες στο διάλογο που άνοιξε εκβιαστικά τρόπον τινά το τελευταίο διάστημα στο ευρύ πεδίο της φεμινιστικής κριτικής και των διεκδικήσεων των γυναικών θα σχολιάζαμε ότι η συζήτηση σήμερα μοιάζει να επαναπαύεται στην ασφάλεια της πυρηνικής οικογένειας έτσι όπως έχει εγκαθιδρυθεί στις δυτικές κοινωνίες, αγνοώντας τις πολλαπλές μορφές οικογενειών που υπάρχουν και επιμένουν να μην συμμορφώνονται με το μοντέλο της πυρηνικής οικογένειας ή που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της μη λειτουργίας τής (μονογονεικοτητα μετά από διαζύγιο, διπλές οικογενειακές συμβιώσεις, κοινωνική συνύπαρξη /συμβίωση βιολογικών και κοινωνικών αδελφών ή και γονέων/συντρόφων κ.ο.κ.). Μορφές που, αντί να αναγνωριστεί η σημασία των επιλογών που παρέχουν στα άτομα που εμπλέκονται, αντιμετωπίζονται ως τα «ράκη», και οι «αποτυχημένες» προσπάθειες μιας κατά τα άλλα «εύρυθμης» πυρηνικής ετεροκανονικής οικογένειας.

Συχνά οι εναλλακτικές μορφές οικογένειας απονομιμοποιούνται με όχημα το συμφέρον των παιδιών  και τοποθετούνται στη σφαίρα του α-διανοητού από την οποία προκύπτει αναμφίβολα μια κανονιστική κρίση. Οι όροι του διανοητού εκβιάζονται και περιορίζονται από τις συζητήσεις γύρω από το ποιος και γιατί θα περιληφθεί στη νόρμα. Η ανάγκη να καταστεί πολιτική μια τέτοια αναστοχαστική διερώτηση και αναζήτηση δεν μπορεί να οριοθετηθεί στις παρούσες συνθήκες από την αγνόηση της σεξουαλικότητας ως πεδίου πολιτικοποίησης. Αυτό που κυριαρχεί στο πεδίο της αντιπαράθεσης είναι η επιτακτικότητα να διατυπωθεί μια πολιτική θέση σήμερα η οποία ωθεί σε απόψεις που φυσικοποιούν την σεξουαλικότητα, την αναπαραγωγική διαδικασία και την ίδια την γονεϊκότητα.

Είμαστε ενάντια στις ομοφοβικές και τρανσφοβικές φωνές στη δημόσια σφαίρα που αναμοχλεύουν φόβους που βρίσκονται στο βάθος των αναπαραγωγικών σχέσεων, φυσικών ή τεχνητών, φόβους για την τεχνολογία, το δημογραφικό, την ενότητα και διαιώνιση του έθνους, φόβους ότι ένα τμήμα του φεμινισμού δίνοντας έμφαση στην αγάπη και στην ανατροφή των παιδιών, έχει ανοίξει το δρόμο της συγγένειας εκτός οικογένειας, μεταξύ «αγνώστων».

Είμαστε σκεπτικές ως προς το κατά πόσον μια συζήτηση με επίκεντρο τη μητρότητα και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή μπορεί να γίνεται με αναδίπλωση σε παγιωμένες ουσιοκρατικές ταυτότητες ενάντια στις οποίες έχουμε αγωνιστεί τα τελευταία 50 χρόνια, ήδη από τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ και το Δεύτερο Φύλο.

Παραμένουμε προσηλωμένες στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων για ολ@. Παραμένουμε διεκδικητικές για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων όλων των ευάλωτων και κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων  γυναικών/θηλυκοτήτων.

Βιβλιογραφία

Αθανασίου, Αθ., (2013), Γραμμές αίματος: επιτελώντας το σώμα του «δήμου», υπολογίζοντας το χρόνο του «έθνους». Στο Καντσά, Β., (επιμ.) Η μητρότητα στο προσκήνιο. Σύγχρονες έρευνες στην ελληνική εθνογραφία. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 37-64.

Καναβέλη, Ε., Κοσυφολόγου, Α., (2023), Άπιαστη μητρότητα. Σύγχρονες όψεις της μητρότητας σε συνθήκες κρίσης. Αθήνα: Εκδόσεις Πλήθος.

Καντσά, Β., (επιμ), 2015, ΜεταβαλλόμενεςΣχέσεις. Συγγένεια και ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.(In)FERCIT, Εργαστήριο Μελετών Οικογένειας και Συγγένειας, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Κοτζάμπαση, Α., (2021), Η παρένθετη κυοφορία ως υποβοήθηση στην αναπαραγωγή: Βιοηθικά διλήμματα και ερμηνευτικά ζητήματα, ΕλλΔνη 4/2021 (62)

Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Ε., (2018), Οικογενειακό Δίκαιο, τόμος 2ος, 7η έκδοση. Αθήνα: ΕκδόσειςΣάκκουλα.

Ρεθυμνιωτάκη, Ελ., (2023), Η αναπαραγωγική τεχνολογία και το γυναικείο σώμα: η εμβέλεια του νομικού εκσυγχρονισμού με τον Ν. 4958/2022. ΒΙΟ – NOMIKA, Τόμ. 5, Τεύχος 1 (2023).

Τσουκαλά, Ουρ., (2013), Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις της συγγένειας στα νομικά πλάσματα: η περίπτωση της παρένθετης μητρότητας. Στο Καντσά, Β., (επιμ.) Η μητρότητα στο προσκήνιο. Σύγχρονες έρευνες στην ελληνική εθνογραφία. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 147-168.

Federici, S., (2023), Πέρα από τα όρια του σώματος. Αθήνα: Πότλατς.


[1] Το άρθρο 1350 AK αναφέρεται σε “μελλόνυμφους” και όχι σε άνδρα και γυναίκα.

[2] Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν. 4356/2015 «Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες (300) ημέρες από τη λύση ή την ακύρωση του Συμφώνου, τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το Σύμφωνο».

[3] Σύμφωνα με το άρθρο 1455 ΑΚ, η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας.

[4] Ο όρος «παρένθετη μητρότητα» περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παρ. 9 του Ν. 3305/2005, με το οποίο ορίζονται οι μέθοδοι της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως έχουν καθιερωθεί στη σύγχρονη ιατρική και βιολογική ορολογία και εφαρμόζονται σε διεθνές και εθνικό επίπεδο. Σύμφωνα με την παρ. 9. «Παρένθετη μητρότητα είναι  η περίπτωση κατά την οποία μία γυναίκα κυοφορεί και γεννά (φέρουσα ή κυοφόρος), ύστερα από εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων, με χρήση ωαρίου ξένου προς την ίδια, για λογαριασμό μιας άλλης γυναίκας, η οποία επιθυμεί να αποκτήσει παιδί αλλά αδυνατεί να κυοφορήσει για ιατρικούς λόγους.

[5] Ν.3305/2005

[6] Άρθρο 1458: Η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ιδίαν, και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, αν αυτή είναι έγγαμη. Η δικαστική άδεια παρέχεται ύστερα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει και ότι η γυναίκα που προσφέρεται να κυοφορήσει είναι, εν όψει της κατάστασης της υγείας της, κατάλληλη για κυοφορία.Σημειώνεται ότι αν οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτές δεν ισχύουν, το τεκμήριο μητρότητας μπορεί υπό προϋποθέσεις να ανατραπεί με αντίστοιχη αναδρομική αναγνώριση της μητρότητας της κυοφόρου, και κατ’ επέκταση αντίστοιχη αναδρομική ανατροπή του τεκμηρίου πατρότητας, το οποίο είναι παρεπόμενο του τεκμηρίου μητρότητας.

[7] Από το 2002 η παρένθετη κυοφορία/ μητρότητα έχει ρυθμιστεί με σειρά νόμων: Ν. 3089/2002 – Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, που εισήγαγε αλλαγές και ρυθμίσεις σε ζητήματα ορισμού της συγγένειας και της κληρονομιάς ώστε να συμβαδίζουν με τις νέες τεχνολογίες, Ν. 3305/2005 – Εφαρμογή της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Ν. 4558/2018 και Ν. 4737/2020 για τον εξορθολογισμό της αγοράς των υπηρεσιών ΙΥΑ και τη μεταρρύθμιση της Αρχής ΙΥΑ, Ν. 4958/2022 – Μεταρρυθμίσεις στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις, που έχει μια πιο πρακτική διάσταση και αφορά τις προϋποθέσεις και τον έλεγχο λειτουργίας των κλινικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Οι νόμοι διαμορφώνουν συνδυαστικά, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ένα επιτρεπτικό νομοθετικό πλαίσιο χρήσης των περισσότερων από τις δυνατότητες που προσφέρουν οι τεχνικές ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

[8] Η συγγένεια του προσώπου με τη μητέρα του και τους συγγενείς του συνάγεται από τη γέννηση – ΑΚ 1463

share

πρόσφατα άρθρα

Μετάβαση στο περιεχόμενο