Search
Close this search box.
""
Σχεσιακότητα και έμφυλη βία (Μέρος Β’)
Ο κανόνας της αγάπης έχει υπάρξει σκληρός και καταπιεστικός και έχει προωθήσει πατριαρχικές αξίες αν και με χωροχρονικές διαφοροποιήσεις. 

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το δεύτερο μέρος της εισήγησης της Μαρίας Λιάπη (κοινωνιολόγος- ερευνήτρια, επιστημονικά υπεύθυνη του Κέντρου Διοτίμα) με τίτλο «Ενδοοικογενειακή βία ή όσα επιμένουμε να μην (ανα)γνωρίζουμε»,  με αφορμή τη συμμετοχή της στο 8ο Ψυχοφαρμακολογικό Συνέδριο σε διοργάνωση της Ελληνική Ψυχιατρικής Εταιρείας, τον Νοέμβριο 2021. Για το πρώτο μέρος βλ. εδώ

Σχεσιακότητα και έμφυλη βία

Όπως μας λέει η Μπάτλερ το γεγονός ότι όταν εξασκώ βία σε ένα άλλο ανθρώπινο ον ασκώ επίσης και στον εαυτό μου γιατί η ζωή μου είναι δεμένη με την άλλη ζωή/τη ζωή του άλλου.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν διαμορφωθεί σε ένα πλαίσιο  φιλελεύθερης ατομικιστικής παράδοσης κατανοούν τους εαυτούς τους ως συνδεδεμένα  πλάσματα που είναι ξεχωρισμένα από άλλες ζωές. Η προσέγγιση της σχεσιακότητας μπορεί να προβληματοποιήσει αυτές τις αφετηρίες.

Αναγνωρίζοντας την εξάρτηση ως συνθήκη αυτού που καθένας μας συμβαίνει να είναι, είναι αρκετά δύσκολο και ακόμη δυσκολότερο να αποδεχτούμε την κοινωνική αλληλεξάρτηση.

Αν ξανασκεφτούμε τους εαυτούς μας ως θεμελιακά εξαρτημένους μεταξύ μας –και δεν υπάρχει ντροπή, εξευτελισμός ή θηλυπρέπεια σε αυτό– θα μπορούσαμε να μεταχειριζόμαστε ο ένας τον άλλον διαφορετικά εφόσον η καθαυτό πρόσληψη τους εαυτού μας δεν θα ορίζονταν από το ενδιαφέρον κάθε ατόμου για τον εαυτό τους/της (ένας-εαυτός με-τους-άλλους-του) .

Αν το φύλο γίνεται (doing gender) όπως ειπώθηκε τότε μπορεί και να αναιρεθεί/ακυρωθεί, κάτι που συμβαίνει πιο γρήγορα σε ατομικό επίπεδο, λιγότερο άμεσα στο επίπεδο της κοινωνικής μας αλληλόδρασης και των σχέσεων, και ακόμη πιο αργά στο θεσμικό επίπεδο όπου διαπιστώνονται τρομερές  αντιστάσεις στην αλλαγή.

Συγχρόνως αυτό που διαπιστώνουμε τα τελευταία χρόνια είναι η ύπαρξη κοινωνικών νησίδων που αρχίζουν κριτικά να ακυρώνουν την κατεστημένη  διαδικασία επιτέλεσης του φύλου και να το επιχειρούν με διαφορετικό τρόπο στο πλαίσιο σχέσεων/σχεσιακότητας, οικογένειας, οργανισμών, κοινότητας, κοκ.

Ταυτόχρονα, είναι ευθύνη μας να αναρωτηθούμε πώς ζούμε, αναπαράγουμε ή αντιστεκόμαστε σε αυτές τις δομές. Έτσι, αν και η αλλαγή μπορεί να συμβεί σε ατομικό επίπεδο, τα μοντέλα αποκαταστατικής δικαιοσύνης μάς λένε ότι τα άτομα αλλάζουν στο πλαίσιο των κοινοτήτων και των σχέσεων, και έτσι χτίζονται νέες δομές σχέσεων και διαλύονται οι παλαιότερες.

Με τη σειρά του, αυτό σημαίνει ότι η ηθική πρέπει να γίνει κάτι περισσότερο από ένα ατομικό εγχείρημα αυτο-ανανέωσης, αφού οι ζωές ανανεώνονται με τη συντροφιά άλλων. Αυτές οι σχέσεις είναι που μας συντηρούν και, ως εκ τούτου, αξίζουν τη συλλογική μας προσοχή και δέσμευση.

Η αγάπη στα χρόνια της πατριαρχίας

Μια «καλή» επιζώσα είναι αυτή που αφήνει τον κακοποιητικό σύντροφο/σύζυγο της,  και χρειάζεται να γίνει αρκετή δουλειά εκ μέρους και για λογαριασμό των ειδικών και των συμβούλων, σχετικά με το γεγονός ότι οι επιζώσες  σε κάποιες περιπτώσεις ζητάνε απλώς να τελειώσει η βία.

Αγαπάνε το πρόσωπο που βρίσκεται μαζί τους αλλά δεν θέλουν να έχουν μια βίαιη σχέση. Συνεργούν στην αποφυγή σύγκρουσης και παίρνουν υπερβολική συναισθηματική ευθύνη στο να κρατήσουν τα πράγματα όπως ήταν κάποτε στην αρχή, δηλαδή όταν ένιωθαν ευτυχισμένες  και σίγουρες.

Επιπλέον, οι γυναίκες έχουν μια ασύμμετρη δυνατότητα  να εγκαταλείψουν τον γάμο και αυτό δίνει στους συζύγους/συντρόφους σημαντικά μεγαλύτερη εξουσία και διαπραγματευτικό πλεονέκτημα εντός τους γάμου.

Ο δεσμός μεταξύ του ζευγαριού θεωρείται ως να παρέχει τη βάση μιας συντροφικότητας στην καθημερινότητα, συναισθηματικής ικανοποίησης και σεξουαλικής εκπλήρωσης.

Είναι αλήθεια ότι ο κανόνας της αγάπης έχει υπάρξει σκληρός και καταπιεστικός και έχει προωθήσει πατριαρχικές αξίες αν και με χωροχρονικές διαφοροποιήσεις.

Ωστόσο, η στροφή στο ιδεώδες της ελεύθερης αγάπης ως κυρίαρχο αφήγημα και συλλογική φαντασίωση υποδηλώνει άραγε ότι είμαστε πράγματι ελεύθεροι/ες να αγαπήσουμε ευτυχισμένα, με οικειότητα και ισότιμα;

Σχέσεις χωρίς κυριαρχία και υποταγή

Η ριζοσπαστική φεμινιστική κριτική έχει θεμελιωδώς αμφισβητήσει τη σύνδεση της αγάπης με την ελευθερία.

Οι γυναίκες, μας λέει η Wendy Langford,  αγαπάμε μεταξύ άλλων για να αποδράσουμε από τους περιορισμούς του φύλου μας  και να κατακτήσουμε την πολυπόθητη αυτονομία μας και σταδιακά βιώνουμε την αποσιωπημένη ματαίωση πως και η αγάπη αναπαράγει εξάρτηση, μια καταστροφική αυταπάρνηση και αυτοθυσία.

Δηλαδή τη θυσία του εαυτού μας ως αυτεξούσια υποκείμενα.

Η επικέντρωση στην αγάπη και η προσπάθεια να «κάνουμε τη σχέση να δουλέψει», μας αφήνει  λίγη ενέργεια για την πιο σημαντική υπόθεση όλων: το πώς μπορούμε να αρχίσουμε να πραγματώνουμε ένα κόσμο όπου οι ανθρώπινες σχέσεις δεν θα βασίζονται στην κυριαρχία και την υποταγή που υπονομεύουν την αληθινή οικειότητα (και βέβαια δεν αποτελούν ουσιοκρατικές ποιότητες ανδρών και γυναικών).

Πολύ περισσότερο έχουμε εγκαταλείψει ένα τέτοιο σχέδιο με την κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, κυριαρχίας μιας ακροδεξιάς ρητορικής όπου μια σημαντική στροφή έχει επιβληθεί προς την ατομικότητα και την ιδιωτικοποιημένη κοινωνική ζωή που υπονομεύει κάθε συλλογικό κοινωνικό αγώνα.

Η αμφισβήτηση της αγάπης δεν είναι εύκολη σε μια κουλτούρα και ιδεολογία της προσωπικής πραγμάτωσης και των οικείων σχέσεων.

Εφόσον οι δυναμικές εξουσίας τροφοδοτούνται από την ίδια την αγάπη και από τις προσπάθειες μας να ζήσουμε ευτυχισμένα το ερώτημα δεν είναι εάν κάθε ερωτική σχέση είναι σχέση εξουσίας αλλά με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό.

Επειδή το προσωπικό είναι πάντοτε πολιτικό ας θυμόμαστε ότι ευτυχία, ασφάλεια, προσωπική καταξίωση, αυτοπραγμάτωση και μια ζωή με νόημα το να τα περιμένει κανείς από μια σχέση μοιάζει πολύ αισιόδοξο!

Είναι επομένως σημαντικό να οργανώσουμε κοινωνικές δράσεις ώστε να μάθουμε για συναίνεση στις σχέσεις και το σεβασμό του άλλου ως εαυτού,  πως να αναγνωρίζουμε και να μην υποτιμάμε τα σημάδια της βίας και των παραβιαστικών συμπεριφορών.

Η προσέγγιση του Κέντρου  Διοτίμα

Η προσπάθεια να αξιοποιήσουμε τη διαθεματική προσέγγιση είναι μια ανοικτή διαδικασία μεταξύ της θεωρίας-από-θέση και της αναστοχαστικής και αλληλέγγυας γνώσης που αποκτάμε από το πεδίο και την καθημερινή επαφή μας με τις ίδιες τις επιζώσες-ώντες πολιτικοποιώντας την παρέμβασή μας.

Αναπτύσσουμε δράσεις διαμεσολάβησης και συνηγορίας σε μια προσπάθεια να μετριάσουμε τη ματαίωση επαγγελματιών και την οδύνη επιζωσών έναντι των  αποτυχιών του συστήματος να προστατεύσει επαρκώς και να αντιμετωπίσει  την ενδο-οικογενειακή βία και άλλες μορφές βίας όπως βέβαια την πιο ακραία εξ αυτών τη γυναικοκτονία.

Ας μην ξεχνάμε ότι οι έμφυλες σχέσεις εξουσίας οργανώνουν και το εσωτερικό των θεσμών που καλούνται να παρέχουν προστασία  και ασφάλεια γεγονός που διαπιστώνεται στην  αδυναμία της πολιτείας και των θεσμών της, χωρίς να εξαιρείται η δικαιοσύνη  και οι  λειτουργοί της,  να ανταποκριθούν στις ανάγκες προστασίας των γυναικών και όλων των θηλυκοτήτων που βρίσκονται σε διαρκή κίνδυνο ή βιώνουν το τραύμα της έμφυλης βίας – χωρίς να μηδενίζουμε τις προσπάθειες που γίνονται κατά καιρούς.

Δεν επιδιώκουμε να βασιζόμαστε σε ένα τιμωρητικό ποινικό σύστημα δικαιοσύνης  και για αυτό αν και παρέχουμε νομική βοήθεια για τις πολλές εκείνες που δεν διαθέτουν τους πόρους για να εξασφαλίσουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη, δίνουμε παράλληλα έμφαση στην κοινότητα και τις αλληλέγγυες ομάδες, ώστε να χτίζουμε λύσεις και εκτός του συστήματος που συχνά (επανα)τραυματίζει και επαναθυματοποιεί τις επιζώσες/ωντες ασκώντας θεσμική βία.

Ενδυνάμωση, συμπεριληπτική υποστήριξη, φροντίδα

Η φεμινιστική μεθοδολογική προσέγγιση με βάση την οποία έχουν σχεδιαστεί και παρέχονται οι υποστηρικτικές υπηρεσίες και το σύνολο των παρεμβάσεων μας στο πεδίο έχουν ως κεντρικό πυρήνα την ενδυνάμωση,  την  συμπεριληπτική υποστήριξη και φροντίδα, μαθαίνοντας διαρκώς να αφουγκραζόμαστε θραυσματικές μαρτυρίες, μετωνυμίες, λέξεις και σιωπές.

Περιλαμβάνει την ανάλυση των συστημάτων και των λόγων εξουσίας, την έμφαση στην προσωπική εμπειρία στο δημόσιο συγκείμενο, τη μετατόπιση από την παθολογικοποίηση του φαινόμενου και την αυτο-ενοχοποίηση  (self blaming) που επιφέρει, την διαπολιτισμική επικοινωνία.

Στο επίκεντρο είναι η επιζώσα/ώντας  που καθοδηγεί τον τύπο και τον χρόνο των υποστηρικτικών υπηρεσιών που θέλει να λάβει με σεβασμό στους χρόνους και τη διαδικασία που επιλέγει με όσο το δυνατόν πληρέστερη ενημέρωση για τα δικαιώματα της, τις τυχόν συνέπειες των επιλογών της και την υποστήριξη της σε δύσκολες αποφάσεις κοκ

Συλλογική ενδυνάμωση

Οι κακοποιημένες γυναίκες έχουν αδιαμφισβήτητο δικαίωμα στην ασφάλεια, έχει σημασία να αναδεικνύονται οι δυνάμεις και οι δεξιότητες τους παρά οι αδυναμίες και τα προβλήματα τους.

Η συλλογική ενδυνάμωση, η αλληλεγγύη φύλου, η ενεργοποίηση της εμπρόθετης δράσης και η ανάδυση μετασχηματιστικών εμπειριών, η διαχείριση του τραύματος με όρους κοινωνικού συγκείμενου, η απενοχοποίηση, η ενσυναίσθηση και η οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης συνιστούν το πλαίσιο δουλειάς μας.

Η ψυχοκοινωνική υποστήριξη περιλαμβάνει την αναστοχαστικότητα, την ισοτιμία κατά την αλληλεπίδραση και την προσοχή στη μετάβαση σε μια θέση διαθεσιμότητας για αλλαγή.

Η αντι-ιεραρχικη δομή και το μοντέλο διαρκών συναινέσεων με τα επιζώντα άτομα  οικοδομείται πάνω στην παροχή πόρων γνωσιακών και ενταξιακών, πληροφορίας, προσεκτικής ακρόασης, αναστοχασμού, ευαισθητοποίησης και μη διατύπωσης  κρίσεων.

Αν και η ενδοοικογενειακή βία συμβαίνει σε όλο το φάσμα των γυναικών ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, μορφωτικό επίπεδο κλπ είναι γεγονός ότι η επισφάλεια διαπλέκεται με τη βία δημιουργώντας αδιέξοδα και για το λόγο αυτό κατευθύνουμε τους πόρους που διαθέτουμε πιο επιλεκτικά σε ομάδες ευάλωτων γυναικών όπως προσφύγισσες/αιτούσες άσυλο και μετανάστριες, φτωχές Ελληνίδες.

Οι ομάδες ενδυνάμωσης δημιουργούν τους όρους μιας σταδιακής συλλογικής αποταύτισης με τη θέση του θύματος και  προσχώρησης σε μια νέα θέση (συλλογικού) υποκειμένου, που διανύει μια φάση μετάβασης και ενδέχεται να πάρει ακόμη και τη θέση της διαμεσολαβήτριας για άλλες γυναίκες θύματα.

Η εμπλοκή της κοινότητας

Το τραύμα της βίας είναι συχνά πολύ οδυνηρό και αφήνει ένα ισχυρό αποτύπωμα στη ζωή των επιζωσών πέρα από τις περιόδους όπου το μετατραυματικό στρες  δημιουργεί σειρά προβλημάτων ψυχικής και σωματικής υγείας και συναισθημάτων οργής, θλίψης, άρνησης, συναισθηματικής αποσταθεροποίησης και αποσύνδεσης, στρες και έλλειψης εμπιστοσύνης ακριβώς γιατί δέχονται βία από αγαπημένα πρόσωπα και αυτό δημιουργεί σχάση που εξηγεί εν μέρει την σιωπή ως ένα συστατικό του τραύματος.

Τα πάσχοντα υποκείμενα  σε σοβαρές διαταραχές παραπέμπονται σε αντίστοιχους φορείς.

Η εμπλοκή της κοινότητας και η λογοδοσία είναι μορφές αντίστασης λιγότερο απειλητικές από την κρατική παρέμβαση ωστόσο και οι κοινότητες συχνά είτε δεν διαθέτουν τα εφόδια είτε δεν έχουν κανένα κίνητρο να ενεργοποιηθούν λόγω άγνοιας των δυναμικών της ενδοοικογενειακής βίας και την παράβλεψη των συνεπειών της.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο στρατηγικός μας στόχος είναι η παράλληλη οργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε ένα μεγάλο αριθμό επαγγελματιών και λειτουργών για τα θέματα αυτά, και παράλληλα δράσεων ενημέρωσης για τις ίδιες τις γυναίκες και καμπάνιες ευαισθητοποίησης του γενικού κοινού, καθώς τέλος και δράσεις ανδρικής συμπερίληψης.

Ενδυνάμωσης των φεμινιστικών ιδεών

Οι προσπάθειες διαμεσολάβησης και συνηγορίας στις οποίες κατευθύνουμε πολλές από τις δράσεις και δυνάμεις μας οδηγούνται από τη σημασία της ενδυνάμωσης των φεμινιστικών ιδεών και επεξεργασιών και την ενίσχυση της συλλογικής δράσης για την ορατότητα της έμφυλης βίας και την ευρύτερη δυνατή  κοινωνική  κινητοποίηση .

Στοχεύουμε στην ανάγκη αποδόμησης της παρούσας τοξικής αρρενωπότητας και στην ανάπτυξη ενός διαφορετικού αφηγήματος, που να περιλαμβάνει και το πώς ορίζουν οι άνδρες τον εαυτό τους.

Στην κριτική κάθε μορφής σεξιστικού, ρατσιστικού και ομοφοβικού  δημόσιου λόγου που συχνά εκφέρεται από τα πιο επίσημα χείλη (πολιτικά, δημοσιογραφικά, εκκλησιαστικά κ.ά.), με άλλα λόγια στο συστημικό πρόσωπο, τα μοτίβα ισχύος και έντονης έμφυλης ιεραρχίας  αυτής της βίας.

Πατριαρχικές πρακτικές συγγένειας

Δεν απευθύνουμε τις δράσεις μας σε άνδρες – θύτες καθώς συνιστά απαρέγκλιτη αρχή να νιώθουν και να είναι ασφαλείς και προστατευμένες οι γυναίκες στις υπηρεσίες μας, και έχουμε παράλληλα και αρκετές επιφυλάξεις απέναντι στην ποινική διαμεσολάβηση με τον τρόπο που επιχειρείται να υλοποιηθεί στην Ελλάδα.

Αυτό μας φέρνει στον ρόλο ειδικών και κυρίως των Ψ ως προς την κοινή θεραπεία όπως σύμβουλοι γάμου/συμβουλευτική ζευγαριών, που συχνά έχουν συμβάλλει στη διαιώνιση μιας οικογένειας/σχέσης  με τίμημα την ψυχική εξουθένωση, την κακοποιητική και παραβιαστική μορφή σύνδεσης και σχεσιακότητας.

Προκειμένου να αποφευχθούν τα προβλήματα της διάλυσης ενός γάμου/οικογένειας προκρίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις η βίαιη και κακοποιητική οικογένεια έναντι της διά-λυσης μιας  οικογένειας.

Είναι αναγκαίο σήμερα να διερωτηθούμε για τις πατριαρχικές πρακτικές συγγένειας και κοινωνικοποίησης. Να αναστοχαστούμε πάνω στο ρόλο μας ως ειδικών ψυχικής υγείας, των τεχνικών ελέγχου και της εξουσίας που ασκούμε με τη χρήση μιας ηγεμονικής επιστημολογίας που αν δεν αγνοεί έχει μόνο περιθωριακά και αποσπασματικά επιδιώξει να  ενσωματώσει ενεργά το φύλο στην ψυχοθεραπευτική/συμβουλευτική διαδικασία.

Την ανάγκη να τοπο-θετηθεί το πάσχον υποκείμενο μέσα στα κοινωνικά, πολιτικά, φαντασιακά, βιοπολιτικά, επιθυμητικά κ.α.  συμφραζόμενα.

Μια μορφή οικογένειας χωρίς την έμφυλη ιεραρχία

Η αναγνώριση της σημασίας της οικογένειας στην επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης μας υποχρεώνει σε αρκετή δουλειά ακόμη προκειμένου να επινοήσουμε κοινωνικές πρακτικές δημιουργίας οικογένειας και απόκτησης παιδιών πέρα από τη μακραίωνη μορφή αυτή της (πυρηνικής ετεροκανονικής θεσμικής μορφής οικογένειας)  διανοίγοντας τη σκέψη μας σε παραδείγματα συμβιωτικά, έκκεντρα και από τα κάτω που εμπλουτίζουν τις εμπειρίες μας γιατί είναι η αγάπη που κάνει την οικογένεια όπως μας λέει η Αθανασίου.

Η οικογένεια δεν είναι ιδιωτική υπόθεση αλλά μπορούμε  να την σκεφτούμε διαφυλάσσοντας την αξία της ιδιωτικότητας και πέρα από την ένταση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στη σφαίρα του δημόσιου και του ιδιωτικού.

Το ερώτημα είναι πόση δημόσια δόμηση των ιδιωτικών επιλογών είναι επιτρεπτή ώστε να διασφαλιστεί η έμφυλη δικαιοσύνη και πώς ισορροπούμε τις διεκδικήσεις για κατάργηση της έμφυλης αδικίας με άλλα ηθικής τάξης θέματα (όπως η ελευθερία της θρησκείας, της κοινωνικής οργάνωσης κ.α.)

Χρειαζόμαστε περισσότερη προσοχή σε δημιουργικές και γόνιμες πολιτικές που σχετίζονται με την οικογένεια που θα μπορούν να μειώσουν την επικράτηση για αιώνες της ιεραρχίας μεταξύ των φύλων.

Αξιοποιώντας τη διεθνή εμπειρία, εναλλακτικές πρακτικές  και μορφές συμβίωσης, συμπεριλαμβάνοντας πολιτικές που αναμορφώνουν ριζικά την αγορά εργασίας, την νομοθεσία, παρέχουν ένα δίχτυ ασφάλειας κυρίως για φτωχές οικογένειες και τα παιδιά τους.

“I will be post-feminist in the post-patriarchy.”

«Θα είμαι μετα-φεμινίστρια στη μεταπατριαρχία»

Διαβάστε και κατεβάστε όλη την εισήγηση

share

πρόσφατα άρθρα

Μετάβαση στο περιεχόμενο